You are currently viewing Αλεξία Βλάρα: Μια συνομιλία με την Άννα Musewald για το βιβλίο της «Παγιδευμένοι στις παρυφές του χρόνου».

Αλεξία Βλάρα: Μια συνομιλία με την Άννα Musewald για το βιβλίο της «Παγιδευμένοι στις παρυφές του χρόνου».

Το νέο σας μυθιστόρημα «Παγιδευμένοι στις παρυφές του χρόνου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή,  ξεκινά από ένα φαινομενικά απλό ερώτημα: «Τι θα συνέβαινε αν ξυπνούσες μια μέρα και η ζωή που θυμόσουν δεν ήταν ποτέ δική σου;». Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα και ποιο προσωπικό ή υπαρξιακό κίνητρο κρύβεται πίσω της;

Η ιδέα της ιστορίας ήρθε στο μυαλό μου την στιγμή που αναρωτήθηκα, πόσο από αυτό που θεωρούμε «εαυτό» είναι αληθινό, και πόσο είναι απλά ανάμνηση, συνήθεια ή κάποια αφήγηση που άθελά μας κουβαλάμε μαζί μας από το παρελθόν.

Έτσι προσπάθησα να δημιουργήσω μια αλληγορία για  την ταυτότητα των κατοίκων του Νόισβανστάιν, για την  στιγμή που διαλύονται τα σύνορα ανάμεσα στο «πραγματικό» και στο «φανταστικό» και τους δίνεται η δυνατότητα να  κατανοήσουν πόσο ρευστός είναι ο χρόνος και πώς οι ζωές τους γλυστρούν παράλληλα με αυτόν, χωρίς ποτέ μέχρι τότε να το έχουν συνειδητοποιήσει.

 

Ο χρόνος λειτουργεί στο βιβλίο σας όχι ως γραμμική ροή, αλλά ως εύπλαστη διάσταση, που μετατοπίζεται ανάλογα με τη συνείδηση. Πώς προσεγγίσατε αφηγηματικά αυτή την έννοια του “ρευστού χρόνου”;

Δεν βιώνουν όλοι οι ήρωες της ιστορίας την ροή του χρόνου  με παρόμοιο τρόπο. Για τον Πάουλ, την Ηλέκτρα αλλά και τον Φράνς μέχρι να φτάσουν στο Νόισβανστάιν ο χρόνος κυλάει σε γραμμική ροή. Πορεύονται στο παρόν, αφήνοντας πίσω τους το παρελθόν. Κάνουν σχέδια για το μέλλον και βιώνουν την εμπειρία του «είναι».

Μέσα στο κάστρο, αντίθετα, ο χρόνος δεν είναι ένα συνεχές ρολόι που μετρά γεγονότα, αλλά η ροή του είναι αρκετά ελαστική  και μάλλον προσωπική, εξαρτώμενη από τη συνείδηση του κάθε ήρωα. Οι κάτοικοι του κάστρου  δεν κινούνται μέσα στον χρόνο, αλλά ο χρόνος μοιάζει να  κινείται μέσα τους, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον Σβάνχολντ.

Η αφήγηση  λοιπόν της ιστορίας, δεν ακολουθεί χρονολογική λογική, αλλά ψυχική: οι μνήμες, οι προσδοκίες και τα βιώματά τους συμπλέκονται, δημιουργώντας ένα είδος “παλίρροιας” του χρόνου.

Αφηγηματικά προσπάθησα να  αποδώσω την έννοια του ρευστού χρόνου όχι με φιλοσοφικούς όρους, αλλά την αναζήτησα μέσα στην υποκειμενική εμπειρία του χρόνου και την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων της ιστορίας. Την νύχτα της ιστορίας ο  χρόνος γίνεται «η κατάλληλη στιγμή»

 

Η Έμμα φαίνεται να ισορροπεί ανάμεσα σε δύο ζωές, δύο εποχές, δύο ταυτότητες. Είναι μια ηρωίδα που χάνει ή που ξαναβρίσκει τον εαυτό της μέσα από την αμφιβολία;

Η Έμμα είναι πραγματικά η πιο τραγική ηρωίδα της ιστορίας, στην οποία απρόσμενα αποκαλύφθηκε ένα δυσβάχτο μυστικό και ανατέθηκε ένα δύσκολο έργο, πολύ βαρύ για τους νεανικούς ώμους της, ένα έργο που απαιτεί θυσίες, ρίσκο και απώλειες. Έτσι αναγκάζεται να  ισορροπεί ανάμεσα σε δύο ζωές και δύο εποχές, αναζητώντας τον τρόπο να φέρει εις πέρας το έργο που της ανατέθηκε, το οποίο  κατά βάθος θεωρεί ακατόρθωτο .

Είναι  λοιπόν  μια ηρωίδα που για να μην χαθεί, πρέπει  να ξαναγεννηθεί σε έναν «εαυτό»  που δεν είχε ποτέ φανταστεί, έχοντας να  αφήσει πίσω της βεβαιότητες, σχέσεις, ακόμη και την εικόνα που έχει μέχρι τώρα για τον εαυτό της.

 

Το κάστρο του Νοϊσβανστάιν, με τη βαριά του ιστορία και την ονειρική του αισθητική, αποτελεί σχεδόν έναν ζωντανό χαρακτήρα στο βιβλίο. Τι συμβολίζει για εσάς αυτός ο τόπος;

Το Νόισβανσταϊν, εκ πρώτης όψεως δεν μπορεί παρά να συμβολίζει την ομορφιά. Θεωρείται ένα από τα παγκόσμια σύμβολα του ρομαντισμού.  Για τον Λουδοβίκο ήταν το προσωπικό καταφύγιο λίγο πριν το θάνατό του.

Στην ιστορία όμως των «Παγιδευμένων στις παρυφές του χρόνου»  το πανέμορφο κάστρο συμβολίζει την ονειρική ομορφιά αλλά και μια  φυλακή μαζί.  Συμβολίζει την ανάγκη του ανθρώπου να δημιουργήσει έναν ιδανικό κόσμο, ακόμα κι αν αυτός ο κόσμος είναι φτιαγμένος από ψευδαισθήσεις. Είναι το όριο ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, εκεί όπου η Έμμα και ο Πάουλ καλούνται  να αναμετρηθούν με τον ίδιο τους τον εαυτό.

 

Ο Πάουλ, με το παλιό βιβλίο και το βλέμμα που “γνωρίζει”, μοιάζει να ενσαρκώνει τη μνήμη, τον έρωτα και το μυστήριο ταυτόχρονα. Είναι για την Έμμα οδηγός ή πειρασμός;

Ο Πάουλ έρχεται για πρώτη φορά στο κάστρο, εν τούτοις  βλέποντας την Εμμα, είναι σίγουρος, ότι η κοπέλα  μοιάζει πολύ με το «αερικό» των ονείρων του. Αναρωτιέται  λοιπόν τι αυμβαίνει. Είναι  η λήθη που προσπαθεί να σκεπάσει με βαρύ πέπλο όλα  εκείνα που η μνήμη του αγωνίζεται  αδύναμα να  κρατήσει ζωντανά;

Για την  Έμμα ο Πάουλ είναι ένα είδος  πειρασμού, γιατί αντιπροσωπεύει αυτό που η νεαρή κοπέλα επιθυμεί να γνωρίσει περισσότερο, τον κόσμο έξω από το κάστρο. Είναι το άγνωστο που όμως φαίνεται να της είναι οικείο. Στην πορεία της ιστορίας   ο Πάουλ γίνεται ο καθρέφτης της για το παρελθόν, αλλά και ο σωτήρας της.

 

Το έργο σας κινείται ανάμεσα στο φανταστικό και στο ψυχολογικό μυθιστόρημα, ανάμεσα στη μεταφυσική και την εσωτερική αναζήτηση. Πώς ισορροπήσατε αυτές τις δύο διαστάσεις χωρίς η μία να επισκιάσει την άλλη;

Δεν προσπάθησα να τις ισορροπήσω τεχνητά. Για μένα, το φανταστικό και το ψυχολογικό είναι οι δύο όψεις της ίδιας εμπειρίας. Το μεταφυσικό στοιχείο δεν υπάρχει για να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα, αλλά για να φωτίσει τις πιο σκοτεινές πτυχές της.

Ο αγώνας της Έμμας, που είναι ο πραγματικός πυρήνας της ιστορίας, αν και ανήκει στο φανταστικό, είναι ο καθρέφτης που  κάνει ορατή  την εσωτερική της αναζήτηση.

 

Στο βιβλίο τίθενται ερωτήματα γύρω από τη μνήμη, τη λήθη και την αλήθεια. Πιστεύετε ότι η μνήμη είναι μια πράξη επιλογής ή επιβίωσης;

Πιστεύω ότι, η  μνήμη προκειμένου να μας βοηθήσει να παραμείνουμε ο εαυτός μας μέσα στον χρόνο, πρέπει να είναι και τα δύο.

Πράξη επιλογής, γιατί κάθε φορά που θέλουμε να ανασυνθέσουμε την πραγματικότητα επιλέγουμε να θυμόμαστε  όσα μπορούμε να αντέξουμε. Και πράξη επιβίωσης, γιατί χωρίς μνήμη δεν υπάρχει ταυτότητα.

 

Πέρα από την ιστορία, το μυθιστόρημα διακρίνεται για μια έντονη ατμόσφαιρα μελαγχολίας και νοσταλγίας. Πόσο συνειδητά επιδιώξατε αυτή την “ομίχλη” ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα;

Η «ομίχλη», που διαχέει σε όλη την ιστορία ο Φρανς, δεν ήταν τεχνική επιλογή, αλλά φυσική προέκταση της ίδιας της ιστορίας. Η Έμμα κινείται σε έναν κόσμο όπου το όνειρο και η πραγματικότητα δεν συγκρούονται, αλλά αλληλοδιαπερνώνται.

Ήθελα ο αναγνώστης να νιώσει αυτή την αβεβαιότητα, την αργή μετάβαση από τη σκιά στο φως, όπως όταν θυμόμαστε κάτι που ίσως δεν συνέβη ποτέ. Η μελαγχολία και η νοσταλγία είναι ο τρόπος με τον οποίο η ψυχή αντιλαμβάνεται το πέρασμα του χρόνου.

 

Αν έπρεπε να περιγράψετε με μία φράση το βαθύτερο μήνυμα των Παγιδευμένων στις παρυφές του χρόνου, ποιο θα ήταν; Μιλάτε περισσότερο για την απώλεια ή για τη λύτρωση;

Το βιβλίο θέλει να δείξει πόσο  λεπτή είναι η γραμμή ανάμεσα στην απώλεια και στη λύτρωση, αφού  συχνά  η απώλεια είναι ο δρόμος που οδηγεί προς την λύτρωση. Ό,τι χάνεται, μπορεί να αφήσει χώρο για να ξαναγεννηθεί κάτι ακόμα πιο αληθινό.

Οι «Παγιδευμένοι στις παρυφές του χρόνου» είναι, στην ουσία, μια ιστορία για το πώς ο άνθρωπος μαθαίνει να συμφιλιώνεται με το ακατανόητο και το διαφορετικό.

 

Το βιβλίο σας αφήνει ανοιχτά ερωτήματα και προσκαλεί τον αναγνώστη σε προσωπική ερμηνεία. Είναι για εσάς η λογοτεχνία ένας τρόπος να αναζητούμε απαντήσεις ή να μαθαίνουμε να ζούμε με τις σιωπές μας;

Για μένα, η λογοτεχνία δεν είναι μέσο για να βρούμε απαντήσεις, αλλά για να μάθουμε να ακούμε τις σιωπές μας χωρίς φόβο.

Μέσα από τις σελίδες των βιβλίων πολλές φορές οι απαντήσεις  στα ερωτήματά μας αλλάζουν,  αλλά ίσως  θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε τον τρόπο να κατανοήσουμε τις σιωπές που παραμένουν.

Το γράψιμο είναι ένας τρόπος να φωτίσουμε για λίγο το σκοτάδι, όχι να το διαλύσουμε.

 

Αλεξία Βλάρα

Βιογραφικό
Η Anna Musewald (Άννα Μούζεβαλντ) γεννήθηκε στην Ελλάδα αλλά από το 1998 ζει μόνιμα με την οικογένειά της στο Μόναχο της Γερμανίας. Εργάζεται σαν οικονομικός και φορολογικός σύμβουλος, αλλά τον ελεύθερο χρόνο της τον αφιερώνει στο φανταστικό κόσμο των βιβλίων είτε διαβάζοντας τις ιστορίες που έχουν φανταστεί άλλοι, είτε γράφοντας η ίδια τις ιστορίες που θα της άρεσε να διαβάσουν οι άλλοι. Ξεκίνησε να γράφει ιστορίες για παιδιά. Στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί: «Στην αναζήτηση της χαμένης ομορφιάς» (εκδ. Πατάκη, 2003), «Ο φύλακας της Ερμίν» (εκδ. Κέδρος, 2008), «Τα πράσινα και κίτρινα πιόνια» (εκδ. Πηγή, 2024). Τα τελευταία χρόνια έχει γράψει αρκετές ιστορίες για ενήλικες, αλλά ποτέ δεν έφυγε από τον κόσμο του φανταστικού.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.