You are currently viewing Αλεξία Βλάρα: Μια συνομιλία με την Φωτεινή Καϊοπούλου

Αλεξία Βλάρα: Μια συνομιλία με την Φωτεινή Καϊοπούλου

Η Φωτεινή Καϊοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη και σπούδασε Γεωπονία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή, δημιουργώντας αρχικά, παραμύθια και νουβέλες για παιδιά. Από τις εκδόσεις Λαμπρόπουλος κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Ησυχία… Θα ξυπνήσουν τα νεραϊδικά». Με το παραμύθι «Πλάτανου ψιθυρίσματα» συμμετείχε στην επετειακή παράσταση «Dance love Greece», που παρουσιάστηκε στο Palais de Βeaux Αrts των Βρυξελλών, αφιερωμένη στην ελληνική παράδοση και τους χορούς της. Παραμύθια και διηγήματά της έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις, όπως: «Ο χορός του μολυβιού», «Φτου! Ξελευθερία», «Ήρωες και Έρωτες», «Είχαμε εμείς στη Σμύρνη…», «Ένα δάκρυ με επιθυμίες», «Από-πυρα», «Καλοκαιρινές βουτιές», «Φύλακες ή φυλακές».
Το πρώτο της μυθιστόρημα, «Συνάντηση με την Κλερ», κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ανεμολόγιο, ενώ το νέο της έργο, «Όταν σβήνουν τα κεριά», αποτελεί το επόμενο βήμα της συγγραφικής της πορείας.

 

Το μυθιστόρημα διατρέχει διαφορετικούς τόπους και εποχές, από την Προύσα και την Κρήτη μέχρι το Κογκό. Τι σας τροφοδότησε περισσότερο στη συγγραφή: η ιστορική μνήμη ή η ανάγκη να φωτίσετε τις αθέατες διαδρομές των ανθρώπων;

Αν διάλεγα μόνο μία πηγή, φοβάμαι ότι θα αδικούσα το ίδιο το βιβλίο. Μπορεί η ιστορική μνήμη να αποτέλεσε το αρχικό κάλεσμα, μια φωνή από τόπους κι εποχές που μπορεί να μην έζησα αλλά κουβαλώ μέσα μου από διηγήσεις, παλιές φωτογραφίες και λόγια που ειπώθηκαν μισά. Όσο όμως προχωρούσα στη συγγραφή, γινόταν ολοφάνερο ότι αυτό που στ’ αλήθεια με παρακινούσε, ήταν οι αθέατες διαδρομές των ανθρώπων∙ εκείνες που σπάνια καταγράφονται στα επίσημα χρονικά, αποτελούν ιστορίες μέσα στην Ιστορία, αλλά καθορίζουν τη ζωή πολύ περισσότερο από μια μάχη, μια συνθηκολόγηση, μια χρονολογία.

Η Προύσα, η Κρήτη, το Κογκό, λειτούργησαν ως σκηνικό, όμως οι ήρωες δεν μετακινούνται επειδή το απαίτησε η Ιστορία ή το σκηνικό· μετακινούνται επειδή κάτι βαθύτατα προσωπικό τους σπρώχνει στους δρόμους. Αυτές οι «υπόγειες» δυνάμεις ήταν το υλικό που με τροφοδότησε περισσότερο: η προσπάθεια να φωτίσω –έστω  και με κερί– τις λεπτές, σχεδόν αδιόρατες στιγμές που ένας άνθρωπος αλλάζει πορεία χωρίς καν να το συνειδητοποιεί.

Με άλλα λόγια, η Ιστορία μου έδωσε τον χάρτη ενώ οι αθέατες διαδρομές των ανθρώπων, το ταξίδι.

 

Οι αποφάσεις και η μοίρα μοιάζουν να συνυπάρχουν ως δύο αντιθετικές δυνάμεις στο βιβλίο. Πού τοποθετείτε εσείς την «αλήθεια» της ανθρώπινης πορείας; Την ορίζει η επιλογή ή το πεπρωμένο;

Δυσκολεύομαι να επιλέξω μόνο τη μία ή την άλλη εκδοχή. Αν το έκανα, θα απλοποιούσα κάτι που θεωρώ ότι είναι πολύ πιο σύνθετο και ως εκ τούτου πιο ενδιαφέρον. Για μένα η αλήθεια τοποθετείται στο σημείο που οι δύο δυνάμεις (επιλογή-πεπρωμένο) συναντιούνται, μπερδεύονται, τροφοδοτεί η μία την άλλη, συγχωνεύονται και δίνουν ένα αποτέλεσμα. Υπάρχουν γεγονότα που μοιάζει σαν να μας έχουν διαλέξει πριν καν φτάσουμε σ’ αυτά: «τυχαίες» συναντήσεις και «συμπτώσεις», απώλειες  που μας κόβουν τη φόρα, μετατοπίσεις που μας διαμόρφωσαν χωρίς να τις ζητήσουμε. Αυτά τα λέμε πεπρωμένο. Αλλά από κει και πέρα, ο καθένας μας έχει ένα μικρό μεν, καθοριστικό δε, περιθώριο:  τον τρόπο που θα αντιδράσει, το νόημα που θα δώσει στο γεγονός, τον δρόμο που θα χαράξει μετά.

Στο βιβλίο, οι ήρωες συχνά νομίζουν ότι παρασύρονται από τη μοίρα, αλλά στην πραγματικότητα οι κρίσιμες στιγμές τους δεν είναι οι μεγάλες, θεαματικές αποφάσεις, είναι οι μικρές. Ένα «μένω» ή «φεύγω», ένα βλέμμα που δεν αποστρέφουν, μια συγγνώμη που δεν λένε. Εκεί, στην ελάχιστη αυτή στιγμή ελευθερίας, νομίζω πως κατοικεί η ανθρώπινη αλήθεια.

Το πεπρωμένο λοιπόν, μάς στήνει το σκηνικό, αλλά εμείς επιλέγουμε πώς θα κινηθούμε επάνω του. Και τελικά,  αυτή η κίνηση είναι που γράφει την ιστορία μας.

 

Η Έλσα είναι μια ηρωίδα που γεννήθηκε μέσα στην απώλεια και πορεύεται με ιστορίες, παραμύθια και άγραφους κανόνες. Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε περισσότερο στο ψυχικό της ταξίδι;

Αυτό που με γοήτευσε περισσότερο στο ψυχικό ταξίδι της Έλσας ήταν η ικανότητά της να μετατρέπει την απώλεια σε ένα είδος εσωτερικής πυξίδας, που δεν τη χρησιμοποιούσε  για να προστατευτεί αλλά για να της θυμίζει ότι ο κόσμος είναι εύθραυστος – και ως εκ τούτου πολύτιμος. Η Έλσα μεγάλωσε με ιστορίες και παραμύθια αντί για βεβαιότητες. Αλλά αυτό, δεν την έκανε αφελή, μόνο δεκτική σε πράγματα που άλλοι προσπερνούν χωρίς να τα δουν.

Με συγκίνησε ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο αμφισβητεί σιωπηλά κι αθόρυβα ό,τι της παραδόθηκε: τους άγραφους κανόνες που υποτίθεται πως πρέπει να ακολουθήσει, τις σκιές που της φόρτωσαν πριν ακόμη μάθει να μιλά, τις υποχρεώσεις που έχει ως γυναίκα. Η Έλσα δεν επαναστατεί με φασαρίες, σηκώνοντας κύματα κι αφρούς. Η αντίστασή της είναι η αποφασιστικότητα να ψάξει βαθιά μέσα της να βρει το ολόδικό της υλικό, την ουσία της και να την αναδείξει χωρίς φόβο κι ενοχή. Μετά, μπορεί ευκολότερα να ενωθεί με ανθρώπους, τόπους, εποχές και να τα γεφυρώσει όλα.

Στο τέλος, αυτό που με τράβηξε περισσότερο κοντά της ήταν ότι αρνείται να χρησιμοποιήσει την απόρριψη ή την απώλεια, ως άλλοθι. Δεν μένει στην πληγή, επιλέγει να βαδίζει με πείσμα εμπρός. Να συνεχίζει ένα ταξίδι όχι μόνο ψυχικό μα και ποιητικό. Να επινοήσει χώρο για τον εαυτό της και να τον περιφρουρήσει, σε έναν κόσμο που αρχικά δεν της άφηνε κανέναν.

 

Το μυθιστόρημα θίγει τη διαγενεακή μνήμη, τη μεταβίβαση συναισθημάτων και άγραφων κοινωνικών κωδίκων. Πιστεύετε ότι κουβαλάμε μέσα μας ιστορίες που δεν ζήσαμε; Και πόσο καθοριστικές γίνονται στη ζωή μας;

Ακράδαντα το πιστεύω πως όλοι μας κουβαλάμε ιστορίες που δεν ζήσαμε. Όχι ως κάτι ξένο που μας αφηγήθηκαν, αλλά ως ένα υπόγειο ρεύμα που μας διαπερνά χωρίς πάντα να το αναγνωρίζουμε. Η διαγενεακή μνήμη δεν είναι μόνο οι μεγάλοι πόλεμοι, η πείνα και η προσφυγιά, οι απώλειες. Είναι ο τρόπος που η γιαγιά χτυπούσε τα χέρια της στους μηρούς όταν άκουγε μια δυσάρεστη είδηση, το τσούγκρισμα των ποτηριών όταν οι άντρες έπιναν τσίπουρο,  η σιωπή της μητέρας σε στιγμές που περίμενες μια αγκαλιά, η τάση της οικογένειας να σκεπάζει κάτω από το χαλί όσα πονάνε. Αυτά είναι ιστορίες εξίσου ισχυρές, μόνο που δεν ειπώθηκαν ποτέ.

Καθοριστικές; Νομίζω περισσότερο απ’ όσο παραδεχόμαστε. Επειδή λειτουργούν σαν αόρατα καλούπια. Μας καθοδηγούν πώς «πρέπει» να αγαπάμε, πώς «πρέπει» να φοβόμαστε, τι επιτρέπεται να νιώθουμε και τι όχι. Κι όταν ενηλικιωνόμαστε, περήφανοι πολλές φορές πιστεύουμε και δηλώνουμε ότι οι επιλογές μας είναι καθαρά δικές μας, ενώ στην πραγματικότητα μιλά μέσα μας ένας χορός από ξένες φωνές – φωνές που κληρονομήσαμε ποιος ξέρει από πόσες γενιές πίσω.

Όμως, υπάρχει και κάτι παρήγορο σε όλο αυτό. Αναγνωρίζοντας αυτές τις αθέατες ιστορίες, μπορούμε να τις ξαναγράψουμε. Να συνεχίσουμε εκεί όπου κάποιος άλλος σταμάτησε. Να θεραπεύσουμε μια παλιά πληγή ή να αλλάξουμε μια συνήθεια που δεν μας ανήκει. Έτσι, η διαγενεακή μνήμη εκτός από βάρος μπορεί να γίνει εργαλείο,  ένας τρόπος να καταλάβουμε καλύτερα ποιοι είμαστε και ποιοι θέλουμε να γίνουμε.

Τελικά,  ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση δεν είναι ότι κουβαλάμε ιστορίες που δεν ζήσαμε, αλλά πώς να διαλέξουμε ποιες από αυτές αξίζει να φέρουμε μαζί μας και ποιες να αφήσουμε πίσω.

 

Η ηρωίδα σας ταξιδεύει για να «θυμηθεί όσα ξέχασε», συναντά ξένες γλώσσες, νέους ανθρώπους, νέους πόνους. Σε ποιο σημείο της αφήγησης θεωρείτε πως γεννιέται πραγματικά ο νέος της εαυτός;

Δεν είναι εύκολο να ορίσω  ένα συγκεκριμένο σημείο όπου «γεννήθηκε» ο νέος εαυτός της ηρωίδας. Η μεταμόρφωση της Έλσας, συμβαίνει σταδιακά, βαθμιαία, σαν μια σειρά από μικρές, σχεδόν ανεπαίσθητες μετατοπίσεις. Υπάρχει όμως μια στιγμή που για μένα σηματοδοτεί την αναγέννησή της. Εκείνη, στην οποία η Έλσα παύει να ταξιδεύει –πραγματικά ή όχι– αναζητώντας το παρελθόν κι αρχίζει να ταξιδεύει με την προσοχή στραμμένη στον βηματισμό της. Δεν είναι μια σκηνή με φωνές κι αποκαλύψεις δραματικές. Είναι η στιγμή που νιώθει χωρίς να χρειάζεται να καταλαβαίνει. Που μπορεί να σταθεί σ’ έναν τόπο  που δεν της είναι γνώριμος, που συναναστρέφεται  με κάποιον κι ας μη γνωρίζει την ιστορία του, που αντέχει έναν πόνο χωρίς να αναπαράγει τον παλιό. Τότε θεωρώ ότι γεννιέται η δυνατότητα ενός άλλου εαυτού.

Η Έλσα αφήνει πίσω την απώλεια, χτίζει το νέο εαυτό της πάνω στην αποδοχή ότι η μνήμη δεν αποτελεί φυλακή, είναι υλικό. Κι όταν επιλέγει να μην ακολουθήσει τον γνώριμο δρόμο της σιωπής αλλά να μιλήσει έστω και χαμηλόφωνα, τότε η μεταμόρφωση ολοκληρώνεται. Δεν είναι πια το παιδί που προσπαθεί να θυμηθεί ή να ξεχάσει, αλλά η γυναίκα που αρχίζει να ορίζει τι θέλει να κρατήσει και τι να αφήσει.

Άρα, ο νέος εαυτός της ηρωίδας, δεν γεννιέται σε μια στιγμή· γεννιέται όταν καταλαβαίνει ότι επιτρέπεται να αλλάξει πορεία. Κι αυτή η επίγνωση, όσο αργή και αθόρυβη κι αν είναι, έχει τη δύναμη μιας δεύτερης γέννας.

Στο κείμενο κυριαρχεί μια ποιητική λιτότητα, μια γλώσσα φωτός και σιωπής. Πώς διαμορφώσατε αυτή την ατμόσφαιρα; Προέκυψε από τη θεματική των γυναικών της ιστορίας ή από τη δική σας συγγραφική ιδιοσυγκρασία;

Η ατμόσφαιρα αυτή, όπως την περιγράφετε, ήταν κάτι που δεν αποφάσισα εκ των προτέρων· περισσότερο με επέλεξε, σαν να υπήρχε ήδη μέσα στους ρυθμούς της ιστορίας. Ωστόσο, πιστεύω ότι γεννήθηκε από μια σύμπτωση δύο πραγμάτων: από τη θεματική των γυναικών που κουβαλούν σιωπές και από τη δική μου ανάγκη να γράφω με τρόπο που δίνει χώρο στο ανείπωτο για να ακουστεί.

Οι γυναίκες του βιβλίου, δεν μιλούν πολύ. Η  ζωή τις έχει μάθει ότι η σιωπή είναι τρόπος επιβίωσης, ότι το φως πρέπει να περνά από χαραμάδες, δεν το δικαιούνται άπλετο. Έτσι, η γλώσσα τους δεν θα μπορούσε να είναι πληθωρική· θα πρόδιδε το βίωμά τους. Προσπάθησα λοιπόν, να είναι μια γλώσσα που αφήνει τον αναγνώστη να νιώσει ό,τι δεν λέγεται.

Ταυτόχρονα, αυτή η λιτότητα ανταποκρίνεται και σε μία δική μου, εσωτερική ανάγκη : να κατακτήσω μια γλώσσα που ανασαίνει, που δεν πιέζει τον αναγνώστη, του δίνει χώρο για τη δική του σκέψη, το δικό του βλέμμα, αλλά ταυτόχρονο τον οδηγεί  σιγά-σιγά, σαν φως που πέφτει στα αντικείμενα χωρίς να τα κραυγάζει.

Έτσι, η ατμόσφαιρα του βιβλίου δεν είναι ούτε καθαρά θεματική ούτε καθαρά προσωπική. Είναι το σημείο όπου συναντιούνται οι ζωές των γυναικών και η δική μου ανάγκη για ακρίβεια και απλότητα. Είναι ένας τρόπος να τιμήσω τις ιστορίες τους χωρίς να τις βαραίνω  και ταυτόχρονα, ένας τρόπος να ακούσω κάτι μέσα μου που γράφει μόνο όταν υπάρχει απόλυτη σιωπή γύρω του.

 

Οι γυναίκες στο βιβλίο σας «γεννήθηκαν σε έναν κόσμο μικρό και τον διέσχισαν ολόκληρο». Ποιο στοιχείο της γυναικείας αντοχής ή ευαλωτότητας θέλατε περισσότερο να τιμήσετε μέσα από το έργο;

Ήθελα να τιμήσω όχι την αντοχή ή την ευαλωτότητα των γυναικών ως δύο ξεχωριστές ή αντίθετες ποιότητες, αλλά το σημείο όπου συναντιούνται. Εκεί όπου γεννιέται ένας μοναδικός  τρόπος να αντιμετωπίζουν τον κόσμο με μια δύναμη που δεν έχει την ανάγκη της επίδειξης και μια ευθραυστότητα που δεν νικιέται.

Οι γυναίκες του βιβλίου δεν είναι ηρωίδες υπεράνθρωπες. Ζουν σε περιορισμένους κόσμους, γεωγραφικά, κοινωνικά, συναισθηματικά, κι όμως τολμούν να διασχίσουν ολόκληρο τον ορίζοντα που τους δόθηκε. Προχωρούν χωρίς τα απαραίτητα εργαλεία, χωρίς τις κατάλληλες λέξεις για όσα αισθάνονται, συχνά χωρίς χώρο να θρηνήσουν ή να διεκδικήσουν.

Τιμώ δύο πράγματα:
την αντοχή που παραμένει τρυφερή και δεν σκληραίνει υψώνοντας τείχη,
και την ευαλωτότητα που γίνεται δρόμος, η γνώση ότι μπορείς να ραγίσεις και παρ’ όλα αυτά να συνεχίσεις. Ότι η πληγή δεν είναι τεκμήριο ήττας, αλλά τρόπος να παραμένεις ανθρώπινος.

Αυτό ήθελα να φωτίσω: τις γυναίκες που δεν έμαθαν να φωνάζουν, αλλά να προχωρούν. Που γεννήθηκαν σε έναν μικρό κόσμο, κι όμως με την αθόρυβη επιμονή τους τον άνοιξαν πολύ περισσότερο απ’ όσο θα περίμενε κανείς.

 

Αν ο αναγνώστης μπορούσε να κρατήσει μόνο ένα ερώτημα όταν κλείσει το βιβλίο, ποιο θα θέλατε να είναι; Τι θα θέλατε να ανακινήσει μέσα του το «Όταν σβήνουν τα κεριά»;

Θα ήθελα να κρατήσει περισσότερα από ένα αλλά αν έκλεινε το βιβλίο κρατώντας μόνο ένα ερώτημα, θα ήθελα να είναι αυτό:

Τι από όλα όσα με συγκροτούν είναι πραγματικά δικό μου  και τι είναι μια κληρονομημένη σκιά που ενσωματώθηκε στο είναι μου κι εγώ απλά έμαθα να κουβαλώ;

Γιατί το Όταν σβήνουν τα κεριά δεν είναι μια ιστορία για ταξίδια, έρωτες ή παρελθόντα γεγονότα παρ΄ ότι μέσα από τέτοια εξελίσσεται . Είναι μια ιστορία για τα σακιά που κουβαλάμε· για τις μνήμες που δεν ζήσαμε αλλά μας ορίζουν· για τις αποφάσεις που νομίζουμε πως πήραμε εμείς, ενώ ίσως ανήκουν σε κάποιον άλλον πριν από εμάς.

Θα ήθελα το βιβλίο να ανακινήσει μέσα στον αναγνώστη μια μικρή, εσωτερική μετατόπιση. Να τον κάνει να κοιτάξει τις πιο παλιές του πεποιθήσεις, τους φόβους, τις μικρές εμμονές και τις μεγάλες σιωπές όχι για να τις απορρίψει, αλλά για να τις αναγνωρίσει. Για να ρωτήσει:

Μου ανήκει αυτό; Ή απλώς το κουβαλώ;

Αν η ιστορία της Έλσας βοηθήσει έστω και έναν άνθρωπο να ακούσει πιο καθαρά τις δικές του αθέατες φωνές, να ξεχωρίσει τι θέλει να κρατήσει και τι μπορεί επιτέλους να αφήσει πίσω, τότε το βιβλίο θα έχει κάνει τον κύκλο του.

 

Φωτεινή Καϊοπούλου
Όταν σβήνουν τα κεριά
Σελίδες: 556, ISBN: 978-618-5909-17-8
Εκδόσεις Πνοή

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.