Στον Α.Κ., ξέρει αυτός, που σε υψηλούς αγώνες διακρίνεται
Ήταν Κυριακή, 23 Δεκέμβρη του 2024, τα Χριστούγεννα είχαν φθάσει κουρασμένα μετά από δίμηνη καταναλωτική πορεία. Γιατί ήδη, από τα μέσα του Οκτώβρη, χαζοχαρούμενοι ραδιοφωνικοί σταθμοί, με σέξι γυναικείες φωνές, προανήγγειλαν πως έρχεται η χαρά των Χριστουγέννων. Ο Ανδρέας Μινέττας, με τα χέρια στις τσέπες της γκρι καμπαρτίνας του, έστριψε από την Ηφαίστου στην πλατεία Αβησσυνίας, την σφύζουσα καρδιά του Γιουσουρούμ. Το σούρουπο άπλωνε τα χρώματα και την ηρεμία στην ιστορική πλατεία των παλαιοπωλών. Τώρα που η εορταστική αλλά και η κυριακάτικη φρενίτιδα έσβηναν, τώρα που τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια σκορπούσαν στη πλατεία μια κινηματογραφική μαγεία, ο Ανδρέας κατευθύνθηκε αργά προς ένα συγκεκριμένο ξύλινο πάγκο που παλιά και μεταχειρισμένα βιβλία απλώνονταν πάνω του. Φύσηξε ανακουφισμένος που πρόλαβε το μάζεμά τους. Γιατί ως γνήσιος βιβλιόφιλος ή βιβλιοφάγος ή βιβλιολάγνος, προσωνύμια που εύκολα οι παρατηρητές αποδίδουν σε ταξιδιώτες της τυπωμένης γνώσης, ήξερε πού και πότε θα ψάξει για κάποιο παλιό βιβλίο. Είχε περάσει εξάλλου πολλά κυριακάτικα απογεύματα στην Αβησσυνίας, ιδιαίτερα πιο παλιά.
Ο Ανδρέας έβγαλε την τραγιάσκα του, γιατί παρά την ψύχρα ένιωσε μια έξαψη. Άρχισε να ψάχνει στον πάγκο, με ένα μίγμα τρυφερότητας και αδημονίας, τα κάθε λογής παλιά βιβλία που ξυπνούσαν από τον λήθαργο που η αδιαφορία των περαστικών τα είχε καταδικάσει. Πίσω απ τον πάγκο ένας αφρόντιστος τριαντάχρονος, πιθανώς ο γιος του παλαιοπώλη που εκείνη την στιγμή μάζευε την πραμάτεια του μες στο μικρό μαγαζάκι, ήταν προσηλωμένος στο smartphone του ακούγοντας ειδήσεις στη διαπασών: …Η ελληνική κυβέρνηση απεκατέστησε σήμερα την ιθαγένεια σε 10 μέλη της πρώην βασιλικής οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των εγγονών του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄, μετά την συμφωνία τους να υιοθετήσουν το επώνυμο “De Grece”, να παραιτηθούν από βασιλικές αξιώσεις και να αναγνωρίσουν επίσημα το πολίτευμα της Ελλάδας ως κοινοβουλευτική δημοκρατία…
“ΧΕΣΤΗΚΕ Η ΦΟΡΑΔΑ ΣΤ’ ΑΛΩΝΙ! Βασιλικά λαμόγια, μεταξωτοί κώλοι!..” έβρισε ο τριαντάχρονος μέσα απ’ τον φραγμό των οδόντων του. Οι ύβρεις του έτσι σβήστηκαν μες στον ψυχρό αέρα. Ο Ανδρέας υπομειδίασε συνεχίζοντας να ψάχνει τα βιβλία. Σε μια στιγμή το βλέμμα του σκάλωσε σε μια παλιά έκδοση: 20000 Λεύγαι υπό την Θάλασσαν, Ιούλιος Βερν, έκδοση 1922, μετάφραση Αλέξανδρου Σκαλίδη, σκληρόδετο. Το πήρε τρυφερά στα χέρια του, σαν νεογέννητο από την θερμοκοιτίδα. Είχε κάποτε ένα τέτοιο βιβλίο! Με το κεραμιδί σκληρό εξώφυλλο και την ζωγραφιά ενός ιστιοφόρου να θαλασσοδέρνεται στα οργισμένα κύματα. Δεν θυμόταν όμως τι το είχε κάνει… Α, ναι, το είχε δανείσει στον εφηβικό του έρωτα, την Αφροδίτη, ένα καλοκαίρι στο Ημεροβίγλι της Θήρας. Έβλεπε τα καλλίγραμμα λεπτά της πόδια μαυρισμένα από τον ήλιο κι έτσι της το χάρισε!… Άρχισε να το ξεφυλλίζει αργά, όπως και τις αναμνήσεις του.
…Η Αφροδίτη, ο πρώτος του έρωτας, η πρώτη πράξη. Εκείνος 17 κι αυτή, ένα χρόνο μεγαλύτερη, διάβαζε για τις εισαγωγικές μες στο κατακαλόκαιρο. Του δόθηκε ανέμελα μες στο υπόσκαφο του Ημεροβιγλίου. Την στιγμή που αυτός έβαζε μια κασέτα των Deep Purple στο Philips κασετόφωνο, εκείνη σήκωσε το λευκό της φόρεμα που ερχόταν σε αντίθεση με το μαυρισμένο της κορμί, ξάπλωσε στο μονό του κρεβάτι, άνοιξε τα πόδια της, δεν φορούσε εσώρουχο ούτως ή άλλως, και του είπε απλά και σιγανά “Έλα, γρήγορα, γιατί δεν ξέρεις αν ξανασυμβεί”. Αυτός λειτούργησε, παρόλο που του είχε έρθει απότομα, μπήκε μέσα της χωρίς χρονοτριβές και ολοκλήρωσε την πλημμύρα του μετά από είκοσι παλινδρομικές κινήσεις. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της ανακουφισμένη, του χάιδεψε το αριστερό μάγουλο και σηκώθηκε γρήγορα φτιάχνοντας το λευκό της φόρεμα που έφτανε μέχρι των γύρο των όμορφων γονάτων της. Χωρίς να κοιτάξει προς τα πίσω έφυγε ξυπόλητη, όπως είχε έρθει στο υπόσκαφο. Τον άφησε έτσι στο κρεβάτι γυμνό και ημιαναίσθητο. Δεν την ξαναείδε εκείνο το καλοκαίρι, έμαθε μόνο αργότερα από μήνες από κάποιον στην Αθήνα, πως είχε μπει στη Νομική Θεσσαλονίκης. Ερχόταν τώρα η δική του σειρά, η πιο σκληρή προσπάθεια, να μπει Ιατρική…
Συνέχισε το ξεφύλλισμα του Ιουλίου Βερν. Θυμήθηκε έτσι μια παλιά του συνήθεια, ένα βίτσιο. Να σφραγίζει τα βιβλία του στη σελίδα 55. Όταν ήταν 14 ετών έφτιαξε ένα σφραγιδάκι με το οναματεπώνυμό του, Ανδρέας Μινέττας, και έκτοτε σφράγιζε όλα τα βιβλία του στην σελίδα 55… Λίγες στιγμές αργότερα συνέβη το μοιραίο. Εκεί, στην πλατεία Αβησσυνίας, μες στην ψυχρούλα του αθηναϊκού χριστουγεννιάτικου σούρουπου. Ξεφυλλίζοντας το 20000 Λεύγαι υπό την Θάλασσαν, βρέθηκε στην σελίδα 55. Και ω του θαύματος, ω του δράματος, αντίκρισε στην πάνω αριστερά γωνία της σελίδας την σφραγίδα του, Ανδρέας Μινέττας!!! Ήταν το δικό του βιβλίο, αυτό της εφηβείας του, που βρισκόταν εκεί στο Γιουσουρούμ! Έμεινε για λίγο να το κοιτάζει αποσβολωμένος.
Α την καριόλα! , ήταν το πρώτο που σκέφτηκε, μετανιώνοντας αμέσως γιατί δεν συνήθιζε να βρίζει, ακόμα και μέσα του. Ολοκλήρωσε την προδοσία της. Δεν φθάνει που με άφησε σύξυλο μες στον καυτό Αύγουστο, άφησε και το βιβλίο που τής χάρισα στην τύχη του. Κι έτσι κατέληξε σ’ ένα καροτσάκι στο Γιουσουρούμ!…, ολοκλήρωσε τις σκέψεις της απογοήτευσης.
“Αυτό, πόσο κάνει;” είπε στον αδιάφορο και λιγδιασμένο πωλητή.
“Με πέντε ευρώ είσαι εντάξει” απάντησε εκείνος, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από την οθόνη του smartphone.
“Πάρε δέκα, βάλτο σε μια σακούλα και Καλά Χριστούγεννα”, είπε ο Ανδρέας.
“Είσαι άρχοντας!”, σχολίασε ο λίγδας και το φρόντισε.
Φόρεσε την τραγιάσκα του και κρατώντας την σακούλα με τον μεγάλο και σκληρόδετο Ιούλιο Βερν κατευθύνθηκε στην Ηφαίστου. Είμαι ένας εξηνταπεντάχρονος και μόνος ψυχαναλυτής, σκέφτηκε περίπου όπως ο Λούκυ Λουκ που διάβαζε στην εφηβεία του. Φθάνοντας στην πλατεία Μοναστηρακίου, βρήκε την βέσπα του άθικτη, όπως βιαστικά την είχε παρκάρει. Ανέβηκε, την έβαλε μπροστά, κρέμασε την ημιδιαφανή σακούλα στο τιμόνι και ξεκίνησε προς την Αθηνάς. Γι αυτόν τα Χριστούγεννα τώρα άρχιζαν.
