Η Μαριέττα Πεπελάση είναι μια γυναίκα με σπάνια προσωπικότητα, πολλά ταλέντα αντικειμενικά προσόντα και ψυχική συμπεριφορά μη αναμενόμενη. Είναι σαν να έρχεται από άλλον κόσμο και άλλη εποχή. Στα αντικειμενικά της προσόντα συγκαταλέγονται η ενασχόλησή της με την Ψυχολογία – είναι ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια- είναι ζωγράφος και μουσικός. Μαζί με αυτά ποιήτρια και πεζογράφος. Μα πάνω από όλα αυτά που, ούτως ή άλλως, συνθέτουν μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, η Μαριέττα Πεπελάση είναι Άνθρωπος, πλήρης, γεμάτος από φως και αγάπη για τον συνάνθρωπο. Στα δέκα έργα της με το παρόν Εννιά μικρές ιστορίες για το φως και το σκοτάδι, θα ανακαλύψουμε τον στόχο που έχει βάλει στη ζωή της, να υπηρετήσει τις δυνάμεις του φωτός και να διώξει μακριά το σκοτάδι. Επειδή όμως μανιχαϊστικά και τα δύο υπάρχουν πάντα το ένα απέναντι στο άλλο, η Πεπελάση αγωνίζεται να φέρει την ισορροπία στην ψυχή του ανθρώπου, γιατί αυτή θα συμβάλει και στη σωστή λειτουργία της κοινωνίας.
Το βιβλίο είναι δίγλωσσο. Γραμμένο στα Ελληνικά, τη γλώσσα της καρδιάς μας, και στα Αγγλικά σε μετάφραση του Geoffrey Cox, τη γλώσσα των πολλών σήμερα, παγκοσμίως.
Ο χρόνος της συγγραφής του έπεσε σε μια περίοδο πένθους για την συγγραφέα αλλά και το 2020, που κυκλοφορήθηκε, περίοδος πένθους ήταν, αφού όλος ο πλανήτης μαστιζόταν από τον θανατηφόρο ιό. Ο αριθμός εννιά στον τίτλο «εννιά μικρές ιστορίες για το φως και το σκοτάδι» μπορεί να παραπέμπει στα εννιά στάδια -τους μήνεςο της κύησης του νέου ανθρώπου. Κι αν το δούμε και αλλιώς, ποιητικώ τω τρόπω, το φως στην κοιλιά συμβολίζει το αγαθό της ζωής που μεγαλώνει στη μήτρα. Ο άνθρωπος λοιπόν έρχεται από τη σκοτεινή μήτρα στο φως της μέρας.
Ο Οδυσσέας Ελύτης αναρωτιέται, αλλά είναι σίγουρος για τα κορίτσια πως «είναι η τρελή ροδιά/ Που βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα». Τα κορίτσια είναι οι φορείς της ζωής. Γιατί το φως είναι ζωή, ο θεός, το αγαθό, η γνώση και το καθετί καλό. Αυτή η κίνηση από το σκοτάδι στο φως υπάρχει κάθε μέρα στη ζωή μας εφόσον κάθε ενέργεια οδεύει προς μια τελείωση. Η ζωή ταλαντώνεται από το ένα στο άλλο αδιάκοπα, η φιλότης, το νείκος, λέει ο αρχαίος Εμπεδοκλής, επαναλαμβάνει ο Ελύτης και άλλοι πολλοί και η ζωή, από τη φύση της ισορροπεί πάνω στις αντινομίες.
Κοιτάζοντας την πρώτη μικρή ιστορία με τον τίτλο «Ο κόσμος όλος χωράει στα δυο σου χέρια», η ποιήτρια, με μια τρυφερή εικόνα, μας δίνει χαρακτηριστικά εκείνου που είναι «δημιούργημα του έρωτα και γέννημα της «χρυσής βροχής», ανάγοντας την καταγωγή του πλάσματος στον Δία και τη Δανάη. Από την ερωτική συνεύρεση αυτών των δύο γεννήθηκε ο Περσέας που σκότωσε τη Μέδουσα· τα μυθολογικά πρόσωπα, ως γνωστόν, είναι σύμβολα που καλού και του κακού. Έτσι θα βγει μπροστά μας «η βία των προγόνων και η δυσκολία να αγκαλιάσουν τη ζωή με συμπόνια», καθώς και τον απράγμονα στα πολιτικά πράγματα, τον οποίο ο Θουκυδίδης θεωρούσε όχι «αμέτοχο» αλλά «άχρηστο»: «τον μη μετέχοντα τούτων ουκ απράμονα αλλ’ αχρείον νομίζομεν είναι». Με το ίδιο μέτρο και η ποιήτρια θεωρεί «νεκρό» τον αδιάφορο για τον «πλησίον» και τον «φθονερό» για «τη δημιουργική χαρά του αδελφού». Τέλος συμβουλεύει: «Μη φοβηθείς τη δύναμη του έρωτα και της αγάπης/ … / Μη φοβηθείς ν’ αγκαλιάσεις/ τον καλύτερό σου φίλο σ’ ό,τι κι αν του συμβεί». Είναι προφανές πως ο ανθρωπισμός της Πεπελάση εμπνέεται από το μήνυμα της χριστιανικής αγάπης. Η αγάπη θα σώσει τον άνθρωπο.
Ωστόσο, τίποτα δεν είναι εύκολο και φυσικά η ζωή που μεταφέρεται από τη μήτρα στην κοινωνία έχει να παλέψει με τέρατα. Με εικόνες από την πραγματικότητα, μεταπλασμένες από τη φαντασία και επηρεασμένες από τους μύθους, η ποιήτρια αγωνιά: «Τα φτερά και τα πετάγματα της νιότης / μας χώρισαν, μακρινή αγαπημένη». Και η απάντηση:
«Τα φτερά και το αίμα του Κυρίου/ κι εκείνες οι ιαχές των ισχυρών της γης/ μας χώρισαν, τρυφερέ αγαπημένε».
Ο παραπάνω διάλογος εύκολα ξυπνά τη μνήμη της γυναίκα και του άντρα από το Άσμα Ασμάτων, αλλά μέσα σε θλιβερό πλαίσιο, τέτοιο που η πραγματικότητα έχει δυστυχώς επιβεβαιώσει:
«Μα καταδίκασαν σε θυσίες φονικές,/ θανάτωσαν με πύρινη ρομφαία
τη ζωή των αγέννητων παιδιών μας,/ οδήγησαν την ύπαρξή μας να ζει σ’ ανήλιαγα κελιά».
Οι εικόνες φρίκης που έχει ζήσει η ανθρωπότητα, η αγριότητα των πολέμων και του ήθους των ανθρώπων τροφοδοτούνται για μια επανάκαμψη στο σκοτεινό παρόν και στο άδηλο μέλλον.
Η κατάσταση πολιορκίας των πόλεων, οι άνθρωποι που κρυμμένοι αγωνίζονταν για την επιβίωση, «έρποντας μέσα από παλιές μυστικές στοές/ γυρεύοντας τροφή», «ζητιάνοι, στραμμένοι στη μνήμη… δεν μας επιτρέπουν να παρεκκλίνουμε πολύ από τον δραματικό, επαναστατικό εξεγερτικό Θούριο του Ρήγα και την αγανάκτησή του:
Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σαν λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγουμε απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Όπως λέει και η ίδια η ποιήτρια, «Πορευόμαστε με την ασυνείδητη καταγραφή αυτής της βιωματικής εμπειρίας, έτσι ώστε να αντέξουμε τις δύσκολες δοκιμασίες της ζωής και των ανθρώπων μέχρι να περάσουμε στην άλλη όχθη». Καταφέρνει, μάλιστα, με τις σκηνές και τις εικόνες που φέρνει στην επιφάνεια, να ανακαλέσει τις μεγάλες στιγμές των αγώνων για την έξοδο από το σκοτάδι –όποιο σκοτάδι- στην ελευθερία – όποια ελευθερία- εθνική, ηθική, προσωπική. Γι’ αυτό και η οργή της για τον άδικο είναι ακραία: «Καταραμένος είσαι/ …/ Μυρίζω στον αέρα το σπέρμα του φονιά/ όσο κι αν μιλάς για την ειρήνη/…/ ο εχθρός μου, ο φίλος μου κι εγώ/γινήκαμε τα φοβερά στοιχειά/ της φωτιάς του νερού και του αέρα». Η ποιήτρια σ’ αυτούς τους στίχους, κάνει αναφορά στο κακό, αλλά και στα ριζώματα της ζωής των φυσικών φιλοσόφων, με αναφορές στους μεγάλους ποιητές μας. Αφορμές μας δίνουν στίχοι όπως «στο βάθος των βυθών» (πρβλ. Οδυσσέα Ελύτη, Το Άξιον Εστί: και στα μάτια των βυθών / ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας/ και στα βάθη μέσα των ματιών, ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα», στίχοι που αναφέρονται σε δραματικές στιγμές που βίωσε η Ελλάδα. Επίσης, τα «πρησμένα πόδια» έχουν έκδηλη αναφορά στα «παιδιά με τα πρησμένα πόδια που του έλεγαν αλήτες», πάλι στο Άξιον Εστί. Το «ου φονεύσεις» μας στέλνει στον μωσαϊκό νόμο, ενώ στους στίχους «Λίγο πριν νυχτώσει,/ διέκρινα στη λαλιά του πετεινού/ τον ύμνο της προδοσίας» αναγνωρίζουμε πως η ποιήτρια αντλεί από το θησαυροφυλάκιο της θρησκευτικής μνήμης και την λιποψυχία του Πέτρου, όμως ο πετεινός παραπέμπει και στο ξύπνημα της συνείδησης, οπότε αυτομάτως έχουμε και την ελπίδα, μέσα από το διπλό σύμβολο του πετεινού.
Η ποιήτρια θεωρεί ότι είναι δύσκολη και «Σε κάθε στροφή της ζωής, ελλοχεύει μία σκληρή δοκιμασία και μας καλεί να αναμετρηθούμε με την ικανότητά μας να αντιμετωπίσουμε μία κρίση, δηλαδή την αλλαγή που πρέπει να γίνει, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στη ροή που έχει η ζωή πάνω στη γη» και με τι όπλα θα το καταφέρει. Με τα όπλα της Ποίησης, με αυτά που εκφράζει τον πόνο της για τα βάσανα των ανθρώπων: «Προσεύχομαι για δυο σταγόνες/ -το αίμα σου το αίμα μου- / να μη χαθούν στην αδυναμία του μίσους μας».
Η ψυχή της ποιήτριας φτερουγίζει «ανάμεσα στους αφρούς των μελτεμιών/ στις κορυφές των ονειρικών νησιών/… στα παιχνιδίσματα των δελφινιών» και αυτή την παραδείσια εικόνα διακόπτει μια άλλη «Με δάση που έχουν κρυψώνες ερπετών/, / λαγούμια τρωκτικών/ σαρκοβόρα άνθη /…/ Κόσμος άγριος και φοβισμένος/ καταστρέφει και καταστρέφεται» .
Έτσι πορεύεται η ζωή, με αντινομίες, αλλά η ψυχή βρίσκει παρηγοριά στην ποίηση, ένα εργαλείο με το οποίο η Πεπελάση φέρνει στο φως τα βάσανα των ανθρώπων καταπραΰνοντας την ψυχή.
Αρχή πρώτη και μεγάλη είναι το γνώθι σαυτόν, γιατί πιστεύει ότι η γνώση του εαυτού μπορεί να οδηγήσει τον εγωπαθή άνθρωπο στην αγάπη. Δεν θα ήταν άλλωστε η πρώτη εντολή που είχε να αντιμετωπίσει ο προσκυνητής των Δελφών.
Η ποιητική συλλογή κλείνει με όμορφες εικόνες, σαν ωσαννά στο σύμπαν:
Δελφίνια ανοίγουν αυλάκια στους γαλαξίες
κι ακολουθούν τ’ ασημένια ουράνια τρεχαντήρια.
………………………………………………………
Το πέρασμα της Πύλης
Κρατάει όσο η ανάσα της καρδερίνας.
Ελεύθερη πια από τον φόβο
και κάθε απειλή κινδύνου, ευλογήθηκε με το θαύμα
της δύναμης της ελπίδας
της πίστης και της άχραντης αγάπης.
