You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Μαριέττα Πεπελάση – Μια βραδιά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με ζωγραφιές εξαίσιες …  αυτοσχεδιάζοντας με μουσική, χορό και τολμηρούς συσχετισμούς

Ανθούλα Δανιήλ: Μαριέττα Πεπελάση – Μια βραδιά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με ζωγραφιές εξαίσιες … αυτοσχεδιάζοντας με μουσική, χορό και τολμηρούς συσχετισμούς

Την Πέμπτη στις 15. 5. 2025,  σαν συμφωνία του σύμπαντος εκφρασμένου με αρμονική σειρά,  – Πέμπτη, 15η , πέμπτου, ’25- βγήκαν οι αριθμοί περίπατο βασιλικό στην Βασιλίσσης Σοφίας, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Για εκείνους που δίνουν σημασία στα ασήμαντα ή φαινομενικώς συμπτωματικά, όλα αυτά τα πεντάρια δεν συναντήθηκαν τυχαία. Είναι η ευτυχής συγκυρία που φέρνει κοντά την ωραία ζωγραφική της Μαριέττας Πεπελάση με τους μουσικούς αυτοσχεδιασμούς του νεαρού πιανίστα Γιάννη Κυριμκυρίδη και τον χορό της λυγερής Μαρίας Αδαμοπούλου.

Το πιάνο υπογράμμιζε διακριτικά και αισθαντικά πίνακες και χορό. Αναγνωρίσιμο με σαφήνεια τίποτα… μακρινοί απόηχοι, χωρίς ταυτότητα, θραύμαστα θεϊκής αρμονίας, αποσπάσματα παραδείσου.

Κι εδώ είναι που βρίσκει την επαλήθευσή του ο στίχος του Charles Baudelaire «Les parfumes les couleurs et le sons ses répondent», στίχος πασίγνωστος και εμβληματικός από το ποίημα Correspondances, που σημαίνει πως

          «Τα αρώματα, τα χρώματα και οι ήχοι ανταποκρίνονται»

το ένα στο άλλο, αφού οι πίνακες χρώματα ήσαν και τα λουλούδια τους άρωμα έστελναν στην αίθουσα, την ώρα που η μουσική και ο χορός συμπλήρωναν εκείνα που θέλει ο στίχος …

Η φύση όλη είναι ένας ναός, λέει ο ποιητής, και αυτός ο ναός για μας  ήταν η αίθουσα «Γιάννης Μαρίνος» στο Μέγαρο Μουσικής και οι πιστοί πολλοί που κατέκλυσαν τον χώρο.

Στο κέντρο του βάθρου, το καβαλέτο με τους πίνακες της Μαριέττας που λυγερές κοπέλες έφερναν, έπαιρναν, έφερναν άλλους και πάει λέγοντας,  εναλλάσσοντας το θέαμα… Στην άκρη δεξιά του βάθρου, το μεγάλο πιάνο με ουρά και ο καλλιτέχνης που έβλεπε τους πίνακες και  ανταποκρινόταν. Στην άλλη άκρη αριστερά, ως προς τον θεατή, ήταν η ιέρεια της βραδιάς· η Μαριέττα. Στα ενδιάμεσα, μια μπαλαρίνα έδινε σήματα με το σώμα της και έναυσμα στη μουσική να μεταφράζει τις κινήσεις της που γράφονταν στον αέρα…

Από ένα σύντομο βιογραφικό της Μαριέττας, μαθαίνουμε ότι είναι γέννημα της Αθήνας, ότι σπούδασε Κοινωνιολογία και Ψυχολογία, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ότι ειδικεύτηκε στη Συμβουλευτική  Ψυχολογία και την οικογενειακή θεραπεία, ότι ασχολήθηκε με το ψυχόδραμα και τη δραματοθεραπεία, ότι δίδαξε Επικοινωνία και Ανθρώπινες Σχέσεις σε σεμινάρια, εντός και εκτός Ελλάδας, ότι εργάστηκε στη Μέση και Ανωτέρα ιδιωτική Εκπαίδευση, ότι ήταν από τα ιδρυτικά μέλη των Σχολών Γονέων του Δήμου της Αθήνας και ότι είναι μέλος του Σ.Ε.Ψ. συμβουλευτική Ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια. Έχει γράψει πολλά βιβλία –πεζά και ποιήματα- ζωγραφίζει και παίζει πιάνο…

Επομένως δεν είναι μόνο ο Μπωντλαίρ που επισημαίνει τις καλλιτεχνικές ανταποκρίσεις είναι και η Μαριέττα, η οποία με τα έργα της, τις ενασχολήσεις της και  με  τους συνεργάτες της μας έδωσαν μια εικόνα αυτής της καλλιτεχνικής ανταπόκρισης για την οποία, όπως μόλις είπαμε,  έχει αφήσει παρακαταθήκη στο μέλλον ο Μπωντλαίρ τον στίχο του.

Η Μαριέτα, για όποιον δεν την ξέρει από κοντά και αρκείται κατ’ ανάγκην στα όσα ήδη εκτέθηκαν εδώ ή στα όσα έχει την ικανότητα να αντιληφθεί, έχει προσπαθήσει να αναπαραγάγει στα ζωγραφικά της έργα τον παράδεισο, τα βουνά,  τα δάση,  τα δέντρα, τη θάλασσα, τα ψάρια, τα πουλιά,  τους ανθρώπους, όλα εν γένει τα πλάσματά της φύσης. Όμως όλα αυτά είναι η επιφάνεια, σαν μαγική εικόνα που μέσα της κρύβει, όνειρα, πόθους, επιθυμίες, λαχτάρες για ζωή, αγάπη, έρωτες, ανθρώπινη παρουσία.

Κανείς βεβαίως δεν είναι υποχρεωμένος να περπατήσει μέσα στον καμβά στα ζωγραφισμένα μονοπάτια του για να μας πει αν ετούτη η πινελιά ή κάποια άλλη έχει μια ιδιαίτερη σημασία ή δεν έχει. Η δική μου πάντως άποψη, που μόνο εμένα και όχι τον εκάστοτε θεατή, μελετητή, αναγνώστη δεσμεύει, λέει, ναι, έχει. Ο καλλιτέχνης δεν ρίχνει χρώματα πάνω στον καμβά ή αναπαράγει μιμητικά τα σχήματα της φύσης. Όλα όσα φαίνονται και άλλα που υποκρύπτονται όλα κάτι λένε…

Σε μια στιγμή ένα πίνακας με θάλασσα και  ψάρια οδηγεί τη μουσική που τείνει προς κάποιον ελληνικό δεκαπεντασύλλαβο, που μοιάζει με εξιδανικευμένο καλαματιανό… έτσι εξέλαβε ακουστικά την εικόνα ο πιανίστας και έτσι την απέδωσε,  τιμής ένεκεν στην  παραδοσιακή ελληνική θαλασσινή ζωή που ξεκίνησε μέσα του να τραγουδά μια ιστορία … ξεκινάει μια ψαροπούλα απ’ το γιαλό,  μια εικόνα ειδυλλιακή. Όμως με τραβάει από το μανίκι και ο Οδυσσέας Ελύτης που απαιτεί από μένα περισσότερα:  πρέπει να ξέρεις ν’ αρπάξεις τη θάλασσα από τη μυρωδιά για να σου δώσει το καράβι και το καράβι να σου δώσει τη Γοργόνα κι η Γοργόνα τον Μεγαλέξανδρο και όλα τα πάθη του Ελληνισμού… λέει.

Κάθε πίνακας μπορεί να διηγηθεί και μια ιστορία, ανάλογα με τον θεατή, τον ακροατή, τον δέκτη και φυσικά ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο ανταποκρίνεται στην πρόκληση. Οι ποιητές, αλλά και οι άνθρωποι της καθημερινής ζωής, της πόλης ή της εξοχής, είναι εκεί  μέσα στον μεγάλο πίνακα της ζωής που τροφοδοτεί τον καλλιτέχνη που μιλάει μαζί της και στοχάζεται και γίνεται ο διερμηνέας της για μας.

Να θυμίσουμε, δειγματοληπτικά, πως όλοι οι μεγάλοι ποιητές επηρεάζονται από τη μουσική, ότι η ζωγραφική είναι η αδελφή της ποίησης και όλες οι τέχνες μαζί μπορούν να εκκινούν από την ίδια αφορμή.  Ο Ντεμπισί, ο Ραβέλ, ο Μουσόρσκι έχουν μεταπλάσει στην τέχνη του ο καθένας καλλιτεχνήματα του άλλου.  Για παράδειγμα παίρνω το διάσημο Φιλί  του μεγάλου γλύπτη Ωγκύστ Ροντέν, το φιλί που καταδίκασε δυο ερωτευμένους, τον Πάολο και τη Φραντσέσκα ντα Ρίμινι, στην αιώνια κόλαση.  Ο τραγικός έρωτάς τους έδωσε στον μέγα Δάντη την έμπνευση να γράψει ένα επεισόδιο στη δική του «Κόλαση», στη Θεία Κωμωδία.  Και αυτό το πήραν έπειτα δεκάδες καλλιτέχνες και το μεταμόρφωσαν σε πλήθος από ζωγραφιές,  μουσικές και μπαλέτα.  Το παθιασμένο «φιλί» του Ροντέν όμως μπορεί να εξέφραζε και το δικό του φιλί στην μέχρι τρέλας κυριολεκτικής, ερωτευμένη μαζί του, Καμίλ Κλωντέλ. Κι ο επίσης τραγικός Τσαϊκοφσκι αξιοποίησε το ίδιο φιλί σε μια Συμφωνική Φαντασία για να εκφράσει τα δικά του ψυχικά «δαιμόνια».

Και έτσι βλέπουμε πόσο ωραία, η ζωή και η κάθε τέχνη ανταποκρίνονται η μια στην άλλη. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι

     ουδέν εν τη νοήσει ο μη πρότερον εν τη αισθήσει  

όπως επιμένει ο αρχαίος σοφός λόγος: τίποτα που δεν έχουμε νιώσει με τις αισθήσεις δεν περνά στη νόηση  και εν τέλει δεν καταλήγει στην τέχνη. Η Μαριέττα είναι ψυχολόγος…

«Οι εικόνες υποβάλλουν ή ανακαλούν την ψυχική κατάσταση που στοιχειοθετεί το ποίημα, που σημαίνει ότι επιβεβαιώνουμε πως το “mood” είναι κεντρομόλο, όπως η γλώσσα που το στοιχειοθετεί». Έτσι επιβεβαιώνει ο Πωλ Ρικέρ με τον δικό του τρόπο τον Μπωντλαίρ. Και βεβαίως δεν πρόκειται για το ποίημα μόνο, αλλά και για κάθε μορφή της τέχνης.

Η χορεύτρια στη δική της καλλιτεχνική απάντηση, με κινήσεις καθημερινές ή με ονειρικούς αυτοσχεδιασμούς, μοιάζει σαν  ένα μεταξωτό μαντήλι που γλιστράει στον αέρα και στριφογυρίζει και κινείται με φόντο τη μουσική ή όχι·  ανάποδα. Η μουσική κινείται με φόντο τη χορεύτρια. Ο μουσικός τη βλέπει και ανταποκρίνεται… Τα δάχτυλα στα πλήκτρα μόλις που αγγίζουνε για να μην αποσπάσει το αφτί από την ελεύθερη κίνηση του οφθαλμού, για να μη χαθεί ο νους σε μιαν απόπειρα διευθέτησης του χάους, στο οποίο όλα αρμονικά και αθέατα εντάσσονται. Τα πόδια της χορεύτριας κάθε στιγμή αλλάζουν τόπο. Τα χέρια σαν φτερά τινάζονται, ανοίγουν κλείνουν, ξεδιπλώνουν, κυκλώνουν. Τι είδους ψυχική ταραχή επιβάλει τέτοια κινητικότητα…τι προσπαθεί να μεταγλωττίσει σε νότες το πιάνο; Και τι ο πιανίστας;.. καθένας και μια εκδοχή.

Άλλος πίνακας: νερά πολλά, όλα ρευστά, όλα αφημένα στη φυγή, ενώ ένα μάτι πονηρό ερευνά πίσω από τη ροή την διήκουσα ιδέα και ρωτά: ποιος τη ζωή μου,  ποιος την κυνηγάει; Οι εκάστοτε περιστάσεις έχουν τις δικές τους απαντήσεις, ενώ το ερώτημα παραμένει ίδιο. Τη φυγή στη μουσική τη λέμε φούγκα, αλλά και στη ζωγραφική είναι τα βλέμματα που φεύγουν έξω από το τελάρο, σαν να συνεχίζεται το θέμα πέρα από το κάδρο, στη φύση την παντοτινή.

Άλλος πίνακας, άλλη μουσική, άλλο χορευτικό: Μια γυναίκα κινείται. Σαν παιδούλα παίζει, σαν μάνα σφίγγει ένα μωρό στην αγκαλιά της, σαν ερωμένη έναν εραστή, παίζει με τον αέρα, που την κυνηγάει, κρύβεται «κου-κου», παίρνει νερό απ’ το πηγάδι, παίρνει νερό απ’ την πηγή, παίρνει το δρόμο της ζωής… φεύγει;;; φεύγει !!! φεύγει…

Κίτρινος ουρανός, σαν όριο σημαδούρα ένα βουνό. Δέσμη φωτός ή καταρράχτης; Η απόσταση μου επιτρέπει να κάνω λάθος ή μου επιβάλλει σύνεση στους προσδιορισμούς. Το κοτσάνι του καβαλέτου πάντως δείχνει σαν να προεκτείνεται μέσα στον πίνακα. Είναι αυτή μια τυχαία  correspondance ή όπως υπερτόνιζε ο Μαλλαρμέ  μια ζαριά δεν μπορεί να καταργήσει το τυχαίο γιατί το τυχαίο δεν μας σιγουρεύει: έβαλα τη ζωή πάνω σε μια ριξιά και καρτερώ την τύχη μου απ’ το ζάρι, έλεγε ο σαιξπηρικός  Ριχάρδος Γ΄.  Τίποτα δεν είναι σίγουρο κι όλα παιδιά της τύχης είναι.

Εκείνη η νεραϊδένα, με το σβησμένο πρόσωπο, τι μήνυμα άραγε  μου στέλνει; Είμαι εγώ αυτή, μια άγνωστη, στο σχήμα μόνο μιας ιδέας μακρινής, ήμουν εγώ κάποτε αυτή ή είμαι αυτή που κάποτε θα σβήσω; Και μια και η εμμονή δεν με εγκαταλείπει θα πω πως είμαι μια «μορφή από αλάτι/ Λαξεμένη με κόπο / Αδιάφορη άσπρη/ που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της / στηρίζοντας το άπειρο». Και το ερώτημα τώρα μετατοπίζεται: Πώς έγινα κι εγώ μέρος της ερμηνείας του πίνακα της Μαριέττας,  της μουσικής και του χορού της; Και η απάντηση έρχεται από μακριά. Δεν είσαι εσύ, εσύ είσαι μόνο ένας ο κόκκος της άμμου της θαλάσσης, δείγμα συμπτωματικό και επικαιρικό εκείνου του αιώνιου που γέννησε η φύση…

Η ψυχολογία δίνει -ίσως, μάλλον, ενδέχεται-  την ερμηνεία. Πάντως, η  βραδιά ήταν υπέροχη σαν θέαμα, σαν άκουσμα, σαν επικοινωνία, σαν όλα τα ωραία με τα οποία μας ξαφνιάζει απρόσμενα η ζωή, σαν τρίμματα χοχλιδιών στον ήλιο που λέει ο ποιητής…

 

Ανθούλα Δανιήλ

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.