Και από Αύγουστο χειμώνα, έλεγαν οι παλιοί κι εμείς οι νέοι, αφού φάγαμε τον καύσωνα με την κουτάλα, την περασμένη εβδομάδα και τον παλεύαμε με όλα τα κλιματιστικά και τους ανεμιστήρες στο φουλ, σήμερα, τελευταία ημέρα του κεκαυμένου Ιουλίου, η θερμοκρασία έπεσε 15 βαθμούς, ο ουρανός έγινε μαύρος, τα μελανόπτερα σύννεφα αρμενίζουν, και το ψυχρόν της αργύριο ρίπτει η σελήνη (1), κρυφοκοιτάζουσα, μισή πίσω απ’ τα σύννεφα, και μισή μέσα στο βάθος τ’ άσωτου ουρανού (2), όπως λέει ο ποιητής. Κι εκεί που ιδρώναμε και δεν μπορούσαμε να σταθούμε, αυτή την ώρα, 9,29΄ βραδυνή, φυσάει τόσο στο μπαλκόνι ώστε πρέπει να μπω μέσα και … να σκάσω από τη ζέστη. Γιατι το μέσα δεν συντονίζεται καθόλου με το έξω, μοιάζει με τη δική μου θερμοκρασιακή ανισορροπία.
Βρίσκομαι στο εξοχικό μου, όπου έχω άπλετη θέα σε βουνά, ουρανό και θάλασσα. Στην Αθήνα είναι στενός ο δρόμος και δεν χωράει το φεγγάρι να στρίψει. Εδώ όμως το έχω όλη τη νύχτα από πάνω να βλέπει τι κάνω, τι γράφω, πώς νιώθω.
Και που λέτε, όλα τα παράξενα εδώ συμβαίνουν. Στη βεράντα μαζεύονται οι γατούλες μια οικογένειας άστεγης και πεινασμένης. Κι εγώ τις ταΐζω, τις ποτίζω και κάπου κάπου κάνω την κίνηση να τις χαϊδέψω, αλλά αυτές οπισθοχωρούν βίαια. Από τα χρώματα, κυριαρχούν οι ασπρόμαυρες ή μαυρόασπρες, ανάλογα με το υπερέχον άσπρο ή μαύρο στη ράχη τους, αλλά και από το μέγεθος καταλαβαίνω ποια είναι η μάνα και ποια τα παιδιά που συνεχώς την αρμέγουν, άλλωστε. Η όμορφη και πιο μεγαλωμένη πρέπει να είναι ο γάτος. Έρχεται και μια ξανθιά, ωραία και αυτή, αλλά δεν γνωρίζω ποια μπορεί να είναι τα συγγενικά της. Έρχονται, επίσης, αλλά τηρούν τις νόμιμες αποστάσεις, και δυο γκρίζες…
Η μάνα έχει φαγωμένα τα αυτιά της, γδαρμένη τη μύτη της και ένα κενό στη ράχη. Της λείπει το τρίχωμα. Είναι ήσυχη και υπομονετική. Την ώρα που τα δυο μικρά θηλάζουν εκείνη τα γλείφει και τα φροντίζει. Κι όταν εγώ είμαι στην κουζίνα, έρχονται οικογενειακώς στην πόρτα και με κοιτάζουν στα μάτια, αμίλητα όλα. Δυο μάτια τόσο, μα τόσο, θλιμμένα. Είναι πρόσφυγες κι η γάτα και τα γατιά της. Μια μέρα κρατούσα στο χέρι ένα κομμάτι ψωμί πολυτελείας, σαν τσουρέκι χωρίς ζάχαρη ήταν. Και της έριξα μια μπουκίτσα κι έπειτα κι άλλη κι άλλη κι άλλη και όλα τα γατιά ορμούσαν και έπιαναν στο αέρα τη μπουκιά. Τότε πήγα κοντά για να τα χαϊδέψω, έκαναν πίσω όλα, εκτός από τη μεγάλη την όμορφη, τον γάτο, αν είναι γάτος, δεν ξέρω, ο οποίος ήρθε και τριβόταν στο χέρι που κρατούσα τη μπουκιά. Κι ενώ εγώ προσπαθούσα να του τη βάλω στο στόμα, το ζωντανό τριβόταν πάνω στο χέρι μου και δεν το έτρωγε, απλώς χαϊδευόταν. Αισθάνθηκα μια θλίψη απέραντη για την καλοπέρασή μου και για τη συμπεριφορά του γατιού.
Όταν τους ετοιμάζω το πρωινό πιάτο ορμάνε όλα μαζί, πέντε κεφάλια μέσα στο ίδιο λεκανάκι, τρώνε λαίμαργα. Το μεσημέρι το ίδιο.Κι όταν έρχονται τα φρέσκα ψάρια τα κόβω σε μπουκιές και ρίχνω ίδια σε όλα. Εκεί να δείτε τι γίνεται, η μάνα γάτα πηδάει πάνω από τα παιδιά της στον αέρα για να αρπάξει τη μερίδα της. Κι αν καμιά ξένη τολμήσει να ανεβεί στη βεράντα οι άλλες την προγκάνε. Εγώ πάντως ρίχνω και σ’αυτήν. Μια φορά είδα τη μάνα γάτα, να παίρνει ένα ολόκληρο ψαράκι στο στόμα και να κατεβαίνει τη σκάλα προς την πίσω αυλή. Την παρακολούθησα και είδα ότι στα νεογέννητα γατιά της πήγαινε που τα είχε πολύ καλά κρυμμένα στο υπόγειο. Όταν το κατάλαβα, τους έβαζα κυπελλάκια με γάλα και τα έσπρωχνα σιγά σιγά κοντά τους για να μην τα τρομάξω. Είναι και αυτά σαν μικρά παιδιά… κι η μάνα, σαν μάνα που ζει μόνο για τα παιδιά της.
Στα μάτια αυτής τη μάνας έβλεπα τις Μεσολογγίτισσες που έβγαιναν τα βράδια στη Ζάκυνθο και ζητιάνευαν, γιατί ντρέπονταν να βγουν την ημέρα. Και φυσικά άκουγαν τη φαρμακερή γλώσσα της Γυναίκας της Ζάκυθος (3). Η φύση διδάσκει αλλά ποιος κάθεται να σκεφτεί!
Κάθε φορά που βλέπω τα γατιά όλα μαζί στην πόρτα της κουζίνας, σκέφτομαι τα παιδιά που πνίγονται στη θάλασσα, που σκοτώνονται, που πεινάνε, που διψάνε που βασανίζονται. Κι αμέσως ο νους μου πάει στην περιγραφή που κάνει ο Βίκτωρ Ουγκό για τα χαμίνια : το παντελόνι είναι πολύ μεγάλο και το πατάνε, του πατέρα τους, η τιράντα μία, το καπέλο ποιος ξέρει ποιου, το πουκάμισο σκισμένο, συνήθως ξυπόλητα, χωρίς παπούτσια, κι άλλες φορές με παπούτσια χωρίς σόλες. Όσο για τη γλώσσα τους, ας μην το συζητάμε… (4).
Ο νους μου κάνει κι άλλη αναδρομή. Στο ντοκιμαντέρ με την Καταστροφή της Σμύρνης, μανάδες και παιδιά, κουρελιασμένα και ξυπόλητα που τρέμουν από το κρύο και περιμένουν τουρτουρίζοντας την αόριστη σωτηρία, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα στον ορίζοντά τους.
Τι συμφορά είναι αυτή… στον πολιτισμένο κόσμο μας! Και όσα παιδάκια αυτές τις μέρες βρέθηκαν νεκρά, στα αζήτητα…
Το άλλο παράδοξο είναι ο Όντι. Το όνομα πρόερχεται από ένα παιδικό βιβλίο ή παιδικό έργο. Μια μέρα ένα μικρό κατάμαυρο σκυλάκι βρέθηκε στην αυλή μου. Το έβγαλα έξω και έκλεισα την πόρτα και μόλις έστριψα αυτό ήταν πάλι μέσα. Έμπαινε, χώραγε, μεσ’ από τα κάγκελα της γκαραζόπορτας. Δεν γαύγιζε, δεν … Απλώς καθόταν αμίλητο κι όταν του δώσαμε να φάει καθάρισε εν ριπή οφθαλμού όλο το πιάτο. Τα παιδιά μου άρχισαν να το χαϊεύουν, ο μεγάλος εγγονός μου τον κοίταζε με απορία και αγάπη, ο μικρός αμέσως τον είπε Όντι, η νύφη μου είπε πως είναι παρατημένο, ο γιος μου δεν είπε τίποτα αλλά τα μάτια του είπαν πολλά και τελικά βρέθηκε να κάθεται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και να ταξιδεύει για Αθήνα. Ένιωθα πως δεν θα κατέληγε στη Φιλοζωική, όπως μου είπαν. Έτσι, ο Όντι απέκτησε σπιτάκι στο μπαλκόνι τους, αρχικά, και μετά μέσα στο διαμέρισμα. Τον πήγαν στο γιατρό, του έκαναν τα εμβόλια, του αγόρασαν κόκαλο για τα δόντια μόνο στον ορθοδοντικό για σιδεράκια δεν τον πήγαν. Αγόρασαν σακούλα τεραστίων διαστάσεων με κροκέτες, κονσέρβες, πιάτα πιρούνια, κουτάλια, λουριά, και ο Όντι, το μικρό σκυλάκι, έφτασε αισίως να είναι σήμερα, τρία χρόνια μετά, 36 κιλά. Κατάμαυρος, ποιμενικός, κάθε φορά που έρχεται στη γιαγιά και στον παππού τρελαίνεται από τη χαρά του, αλλά όταν είναι να φύγουν τρέχει πρώτος να πιάσει θέση στο αυτοκίνητο. Ο Όντι είναι το τρίτο εγγόνι μας. Και τα γατιά όλα, τα προσφυγάκια μας.
Επιστρέφω στη γάτα. Στην κάτω Αυλή πάνω στις πλάκες ήταν ξαπλωμένη η γάτα και πλάι της ο γάτος που είχε βάλει και το πόδι του πάνω της, σαν προστάδιο του τι έμελλε να ακολουθήσει. Μόλις όμως εκείνος έκανε την κίνηση, αυτή, φρατς, και όρμησε τρέχοντας πάνω στην συκιά, στο πιο ψηλό κλαδί, αφήνοντας εκείνον στα κρύα του λουτρού να κοιτάζει από κάτω και να αναρωτιέται πώς έχασε την ευκαιρία και του ξέφυγε το θύμα.
Μια άλλη μέρα βρήκα τη γάτα με τον γάτο στην πλάτη της, ενώ πλάι της ένας άλλος γάτος την κρατούσε να μη φύγει, περιμένοντας τη σειρά του. Η γάτα ούρλιαζε, όταν ο γάτος τελείωσε την ιεροτελεστία του, έμεινε εκείνος στο πλάι και ανέβηκε ο άλλος, αλλά σ’ αυτή την αλλαγή η γάτα το ’σκασε κι όρμησε αυτή τη φορά στη ψηλή ροδιά. Και τότε κατάλαβα πως στο ζωικό βασίλειο ο έρωτας είναι βία. Γι’ αυτό η μύτη και τα αυτιά της είναι καταφαγωμένα και από την πλάτη της λείπει ολόοκληρο κομμάτι γούνας.
Κι ο μύθος μιλάει για τον Δία ή κάποιον άλλο θεό και τα μικρά κορίτσια που με τούτον ή τον άλλο τρόπο ζευγαρώνουν οι θεοί μαζί τους. Δηλαδή τα βιάζουν…Ιδού ο μύθος που κρύπτει νουν αληθείας… (5) και άλλες φορές τα εκδικούνται άλλες θεές ζηλιάρες για να καταλήξουν άστρα στον ουρανό. Και όλα τα τέρατα καθώς λέει ο μύθος -και η Σφίγγα και Μέδουσα και η Σκύλα και οι Σειρήνες- όμορφες κόρες ήταν που από τη ζήλια κάποιας θεάς μεταμορφώθηκαν σε τέρατα. Σαν να λέμε πάλι, ο κόσμος μας αποτελείται από ανθρώπους που σε άλλους έτυχε μια κανονική ζωή, σε άλλους μια δύσκολη ή μια βασανισμένη και η όποια αντικοινωνική συμπεριφορά τους έχει αίτια που δεν φαίνονται. Θα πρέπει να βάλουμε τους πάντες στο ντιβάνι του Φρόιντ για να μάθουμε του καθενός που τρώει η αίγα μαύρο σωθικό (6) και να αιτιολογήσουμε τις πράξεις του.
Ο πολιτισμένος κόσμος μας έβαλε κάποια τάξη στα ερωτικά των ανθρώπων, αλλά κατά βάθος, και κατά ένστικτο, περί βίας πρόκειται. Τώρα, πώς η Τούτη που είχε το χρώμα του έβενου τα μάτια της Σαλώμης και ήταν κι από σόι, επέλεξε τον ασκημομούρη βρόμικο λαϊκό γείτονα για τον οίστρο της (7), είναι κι αυτό ένα βίτσιο που νοιώθεται (8) καθώς λέει κι ο ποιητής.
Η γάτα ιερό ζώο γι’ αυτό και εφτάψυχο και χαδιάρικο και ερωτικό: Και η γάτα που μας κοίταξε στα σκοτεινά (9). Κάτι πρέπει να σημαίνει αυτό το βλέμμα σαν αντιφέγγισμα μιας άλλης υπομονετικής που έζησε εδώ σ’ αυτά τα μέρη και μου παραχώρησε τη θέση της σ’ αυτόν τον κήπο.
Σημειώσεις
-
Ανδρέας Κάλβος, Ωδή εις θάνατον
-
Κώστας Βάρναλης, «Οι μοιραίοι»
-
Διονύσιος Σολωμός, Η γυναίκα της Ζάκυθος
-
Βίκτωρ Ουγκό, Οι Άθλιοι
-
Ανδρέας Κάλβος, Ωδή εις Σάμον.
-
Οδυσσέας Ελύτης, Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, «Η
βοή απ’ το πέλαγος μου ‘τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό»
-
Γιώργος Σεφέρης, «Επιτύμβιο στην γάτα μου την Τούτη»
-
Κ.Π. Καβάφης, «Στα 200 π.Χ.»: είναι κι αυτή μια στάσις νιώθεται
-
Οδυσσέας Ελύτης, Μονόγραμμα
Ανθούλα Δανιήλ

