You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Το ράσο  κάνει τον παπά ή ο παπάς το ράσο;

Ανθούλα Δανιήλ: Το ράσο  κάνει τον παπά ή ο παπάς το ράσο;

                         

Η ζωή μας δίνει μερικές ευκαιρίες και σε πάρα πολλές ποικιλίες για να ελέγξουμε την αλήθεια των ανθρώπων και είναι τόσο, μα τόσο, πολλές που εκπλήττεται κανείς∙ γιατί δεν τις έβλεπα πιο πριν; Αλαζονεία,  στραβομάρα, αφέλεια; Και τότε σκέφτηκα τι έκανε ο αρχαίος Σωκράτης, ο οποίος με  ερωτήσεις και εφαρμόζοντας την εκ μητρός του τέχνη της μαιευτικής έβγαζε την αλήθεια στο φως από τον ακκιζόμενο συνομιλητή του που νόμιζε πως ήξερε. Και η αλήθεια έβγαινε σαν νεογέννητο μωρό. Ο Σωκράτης, όχι εγώ…

Αυτή την αλήθεια έβγαλε στο φως και ο Ιησούς όταν ένας πάμπλουτος νεαρός που ποτέ του δεν είχε δουλέψει, τον ρώτησε τι έπρεπε να κάνει για να κερδίσει την αιώνια ζωή (προφανώς η τρέχουσα ζωή δεν του έφτανε για να καταναλώσει τη  μεγάλη του  περιουσία). Ο Ιησούς τον έκοψε από τη φτιαξιά και του είπε: Πούλα τα υπάρχοντά σου όλα, χάρισέ τα στους φτωχούς και ακολούθησέ με. Ο νεαρός έγειρε λίγο λοξά το κεφάλι, το κούνησε πέρα δώθε για να ελέγξει τη στατικότητα της οικοδομής του, μισόκλεισε τα μάτια κι έμεινε με το στόμα χάσκον για λίγα δευτερόλεπτα. Τέλος, σαν να μην είχε καταλάβει τι άκουσε, έθεσε νέο ερώτημα, συνέχεια της απάντησης που δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι κατάλαβε:  Και να χαρίσω όλα αυτά που ο πατέρας μου μια ολόκληρη ζωή μάζεψε με τόσο κόπο;  Και ο Ιησούς του απάντησε, Ναι!  Ο νεαρός έκανε μεταβολή και έφυγε. Τότε ο Ιησούς είπε: Αλήθεια σας λέω, ευκολότερο είναι να  περάσει κάμηλος από την τρύπα βελόνας παρά πλούσιος στην αιώνια  βασιλεία…

Ίσως, λέω ίσως, ο Ιησούς έκρυβε το ότι μετά θάνατον  κανείς δεν περνάει πουθενά και όλα εδώ τελειώνουν, στη μόνη σίγουρη ζωή που έχουμε. Και ίσως ακόμη να ήθελε να του πει, μα αυτά όλα, παιδί μου,  ο πατέρας σου τα κέρδισε, εσύ δεν δούλεψες ποτέ σου, τι σε νοιάζει, δώστα… Κι όπως θα πει και ο ποιητής του μέλλοντος δεύτερη ζωή δεν έχει. Εκεί,  σ’ αυτόν το στίχο βρίσκεται  όλο το ζουμί.

Αλήθεια, πόσα να υπολογίσουμε ότι θα προλάβαινε να περάσει από τον οισοφάγο του αυτός ο τεμπέλης χαραμοφάης.  Αυτός, πάντως, μου θυμίζει ως ένα σημείο, τον γιο του Στρεψιάδη, στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, που καθόλου δεν υπολόγιζε την αιώνια ζωή, αλλά   εγκεκορδυλημένος πέρδεται και σκέφτεται μόνο τα άλογα∙ τα ακριβά αυτοκίνητα, λέμε σήμερα.  Να είναι και αυτό ένα σχόλιο του Αριστοφάνη για τους γόνους των πλούσιων πατεράδων; Κλίνω ευήκοον ους προς την άποψη…

Λίγα χρόνια πριν, τον καιρό της ακμής της οικονομικής κρίσης, είναι γνωστό ότι πολλοί απέσυραν τα ακριβά αυτοκίνητά τους από την κυκλοφορία γιατί δε είχαν τα μέσα για να κινήσουν. Εμείς είχαμε πεπαλαιωμένον ακριβόν αυτοκίνητο… και γι’ αυτό τη μέρα εκείνη βρισκόμαστε στο βενζινάδικο για να βάλουμε βενζίνη. Μπροστά μας βάζει ένα τεράστιο μεγαλοπρεπές τζιπ, το οποίο οδηγεί μια πανέμορφη νεαρή,  αστή κυρία, κρατώντας στο δεξί της χέρι ένα πενηντάρικο με τα δυο δάχτυλα σαν τσιγάρο, έξω από το παράθυρο. Ο βενζινάς παίρνει το χαρτονόμισμα και της επιστρέφει τα ρέστα σε σχήμα βεντάλιας:  ένα εικοσάρικο, ένα δεκάρικο και ένα πεντάευρω. Τα έχασα… Μ’ αυτή την αυτοκινητάρα, αυτή η σούπερ γυναικάρα στο τιμόνι και έβαλε βενζίνη αξίας 15 ευρώ μόνο;;;;. Εκείνη έφυγε και μεις κινηθήκαμε προς τις αντλίες. Πόσο να βάλω, ρωτά ο βενζινάς. Γέμισέ τοοο,  του φώναξα…

Κάτι τέτοια με έχουν κάνει να μην εμπιστεύομαι τα αξεσουάρ και τις πολλές φιγούρες. Όλα όσα προείπα ήταν η εισαγωγή σ’ αυτό που θα ακολουθήσει… Πριν λίγες μέρες, τον Ιούλιο του σωτηρίου έτους 2025, το πεπαλαιωμένο αυτοκίνητό μας ασθένησε  σοβαρά και βρεθήκαμε στην εξοχή, κάπως μακριά από τη θάλασσα, το σούπερ μάρκετ και τον φούρνο. Εν ολίγοις, θα  μείνουμε αποκλεισμένοι στο εξοχικό να θρηνούμε τη μοίρα μας και να προσμένουμε  εξ ουρανού το μάννα. Και ιδού το. Ο καλός Θεός μας έστειλε Άγγελον πρωτοστάτη  στο πρόσωπο και στο σώμα του κυρίου Τάσου που ήταν κάποτε παιδί ψηλά στην αετοράχη, αλλά κατέβηκε για να σπουδάσει και έγινε  ναυτικός και γύρισε όλον τον κόσμο, μέχρι  που αποσύρθηκε από τον μεγάλο ωκεανό και τον γαλάζιο πόντο, ξανασκαρφάλωσε στο ορεινό χωριό του και ασχολείται με τα μελίσσια του, τα αμπέλια του, τις ελιές του, τον ιδιωτικό του παράδεισο, τη δική κιβωτό, με την χρυσοχέρα  γυναίκα του την κυρία Κατερίνα και τα δυο μοντέρνα και σπουδασμένα  όμορφα, ψηλόκορμα, λυγερόκορμα παιδιά του, τον Κωνασταντίνο και την Κωνσταντίνα∙ η κόρη του, σαν Κόρη με μια πλούσια χαίτη από λαμπερά, μαύρα,  στιλπνά μαλλιά,  σαν δημιούργημα αρχαίου γλύπτη που κατέβηκε από το βάθρο και περπατάει στην παραλία μας. Και ο γιος του σαν σύγχρονος Ποσειδώνας, κολυμπάει κι αυτός. Κατά κύρη, κατά μάνα  και τα παιδιά.

Τον κύριο Τάσο τον γνωρίσαμε στη θάλασσα. Κάθε μέρα κάνει το δρομολόγιο από το ορεινό χωριό του στην παραλία, όπου όλοι, λίγο πολύ, τόσα χρόνια τώρα, έχουμε γνωριστεί και έχουμε αναλύσει όλα τα μεγάλα προβλήματα της ζωής: φιλοσοφικά, οικονομικά, πολιτικά, γαστριμαργικά, ιατρικά, περιβαλλοντολογικά, κοινωνικά, το Ανατολικόν Ζήτημα και άλλα παρόμοια,  και ακόμα αυτό κάνουμε, σε ένα σεμινάριο διαρκείας, αρχίζοντας πάντα από τον καιρό εκείνο τον καλό, όταν ήμασταν παιδιά κ.λπ., κ.λπ. και συνεχίζοντας από το περασμένο καλοκαίρι στο τρέχον και ελπίζοντας και στο επόμενο πάντα.

Ο κύριος Τάσος, λοιπόν,  προσφέρθηκε, για όσες μέρες το αυτοκίνητό μας ήταν στο συνεργείο, να περνάει και να μας παίρνει και να μας φέρνει με το Ντάτσουν. Κάποια μέρα, είχα και δυο τεράστιες σακούλες με οργανικά και ανακυκλώσιμα  σκουπίδια  και … σταματήσαμε μπροστά στους κάδους∙ κατεβαίνω και ρίχνω τις σακούλες. Επιστρέφοντας στο Ντάσουν βλέπω ότι πίσω μας είχε σταθμεύσει, για τον ίδιο λόγο, ένα πολυτελείας Ι.Χ. και είχε κατεβεί μια πεντάμορφη, μοντέρνα κοπέλα που ερχόταν προς το μέρος  μου, προς τους κάδους, με τις σακούλες της και με τα ούλα της.

Την είδα και εθαύμασα –ο θαυμασμός είναι αποκάλυψη,  λέει ο Νίτσε- και ό,τι ήμουν έτοιμη να αποκαλυφθώ –με πιάνουν οι ευγένειες όταν είμαι στην εξοχή να χαιρετώ και τους αγνώστους- αυτή όμως ούτε που καταδέχτηκε να μου ρίξει ένα βλέμμα, σαν να μην ήθελε να βεβηλώσει τη ματιά της από το ατυχές συναπάντημα. Κινήθηκε σαν να μη με είδε κι ας έφραζαν όλη τη μπασιά οι δυνατές μου οι πλάτες…. Οπότε μπήκα και πάλι στο Ντάτσουν και φύγαμε. Ο κύριος Τάσος όμως –μεγάλη γάτα- την παρακολουθούσε μέσα από το καθρεφτάκι για να δει τις αντιδράσεις και έκανε το ανάλογο σχόλιο. Και τότε συνειδητοποίησα κι εγώ ότι η ωραία νέα με παρέκαμψε σαν ανύπαρκτη, επειδή είδε ότι κατέβηκα από το Ντάτσουν,  ότι ξαναανέβηκα στο Ντάτσουν κι ακόμα κι αν δεν  έδειχνα επιχωριάζουσα, εκείνη παραδομένη στην ψευδαίσθηση της ανωτερότητάς της –και βέβαια, chapeau που λένε και οι Γάλλοι, πράγμα που δεν αρνήθηκα, άλλωστε, και ήμουν έτοιμη να καλοχαιρετίσω το θαύμα των οφθαλμών μου- εκείνη, λοιπόν,  κρίνοντας από το όχημα, με παρέκαμψε σαν μεγάλη τσουκνίδα. Ήταν, πράγματι, πολύ δύσκολο όχι να με χαιρετήσει, αλλά έστω να καταδεχτεί να με κοιτάξει.

Ο Νίτσε έλεγε: μάθε να βλέπεις πίσω από την ευγένεια, πίσω από τα χαμόγελα, πίσω από τις λέξεις. Ας προσθέσουμε και το: κάτω από τα ράσα, πέρα από τα αυτοκίνητα και πέρα από τον αέρα …

Ο κύριος Τάσος γελούσε διακριτικά κάτω από τα παχιά λευκά κολοκοτρωναίικα μουστάκια του… Με τόσα που έχει δει, σε τόσες  χώρες που έχει ταξιδέψει, δεν τον θαμβόνει πάθος κανένα… σαν νεώτερος στωικός φιλόσοφος  κατανοεί  … πιθανόν και να υποδηλοί ότι πίσω έχει η αχλάδα την ουρά… και ποια είναι η αχλάδα… άντε τώρα, καπετάνιε, να εξηγείς…

Τότε μου ήρθαν στο νου οι άρχοντες της επαρχίας –οι Κυρ Γιάννηδες και οι Κυρά Μαρίες, που έλεγε ο Ελύτης- αλλά και εκείνος ο Λυσίας που βέβαια δεν ταιριάζει απόλυτα, αλλά ταιριάζει:

οὐ γὰρ τοὺς πενομένους καὶ λίαν ἀπόρως διακειμένους ὑβρίζειν εἰκός, ἀλλὰ τοὺς πολλῷ πλείω τῶν ἀναγκαίων κεκτημένους· οὐδὲ τοὺς ἀδυνάτους τοῖς σώμασιν ὄντας, ἀλλὰ τοὺς μάλιστα πιστεύοντας ταῖς
αὑτῶν ῥώμαις· οὐδὲ τοὺς ἤδη προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ,
ἀλλὰ τοὺς ἔτι νέους καὶ νέαις ταῖς διανοίαις χρωμένους.

Ο καημένος ο γεράκος, ακούγοντας τον  κατήγορό του να του αποδίδει ετούτο, εκείνο και  τ’ άλλο, αρπάζει την ευκαιρία που δεν είχε ποτέ του να περιαυτολογήσει και ξεσπάει. Κυρίως στέκεται σε τρεις κατηγορίες ανθρώπων  που δεν μπορούν να καμαρώνουν. Και αυτοί είναι   οι  φτωχοί, οι  ανάπηροι και οι μεγάλοι στην ηλικία, οι γέροι  άλλαις λέξεσιν. Οπότε αφήνει ανοιχτό ότι μπορούν να καμαρώνουν  οι ι πλούσιοι, οι αρτιμελείς και οι νέοι ….

Και η νέα  που συνάντησα στους κάδους τα είχε όλα: νιάτα, ομορφιά, αρτιμέλεια, πλούτο (εκ του οχήματος, το σχόλιο) και άλλα που αγνοώ…

Δεν είναι φυσικό να έχουν τη μύτη ψηλά οι φτωχοί που δεν έχουν να πληρώσουν έναν καφέ την καφετέρια, αλλά εκείνοι που έχουν πολύ περισσότερα από τα αναγκαία και μπορούν να παραγγείλουν και εσπρεσάκι και παγωτό τούρλα με όλα τα συνοδευτικά. Ούτε οι «αδύνατοι» στο σώμα, αλλά εκείνοι που σφύζουν από ζωντάνια και καμαρώνουν για τους τρικέφαλους,  τους τετρακέφαλους, τους ορθούς και πλάγιους κοιλιακούς τους και εκείνες οι νέες κοπέλες που, αφού έκαναν πιλάτες και μασάζ, φόρεσαν το στριγκάκι τους και πάνε στην παραλία να δείξουν τις καμπύλες τους  και τι ωραία που σκύβουν για να στρώσουν την πετσέτα! Φυσικά συνυπολογίζονται και τα νεανικά φρονήματα…  Ποια δηλαδή;;; Κάπως έτσι θα τα έλεγε σήμερα ο «Αδύνατος» του Λυσία, αν είχε συμπεριλάβει και τις γυναίκες στον λόγο του.

Και ο νέος και η νέα θα έλεγαν δεν με εμποδίζει τίποτα να νιώθω όπως θέλω, να περιφρονώ όποιον δεν μου γεμίζει το μάτι, επειδή έχω νιάτα ομορφιά και λεφτά.

Και έχει δίκιο, βέβαια, διότι, Ναι, δεν είμαι πλούσια, δεν είμαι νέα και ωραία πια,  ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης (αλλά όχι ο Ρομπέν των δασών), ήμουν κι εγώ κάποτε στο άλογο καβάλα (αλλά άλογο δεν είχα), ωστόσο, δεν θα κάνω σκόντο  στα νεανικά φρονήματα δεν θα υποχωρήσω εκτός αν διευκρινίσουμε τι εννοούμε όταν λέμε «νέαις ταῖς διανοίαις χρωμένους»... Να κοιτάζω, ας υποθέσουμε, όλη μέρα την οθόνη του κινητού  μου  αφής με τα τεντωμένα δάχτυλα και στην απόληξή τους τα νύχια τα μακριά σαν αρπακτικού, καθένα κι άλλο χρώμα, στην καφετέρια, μασώντας τσίχλα;;;

Κοπέλα!  στους κάδους των σκουπιδιών συναντηθήκαμε και παρόμοια σκουπίδια πετάξαμε…. Έσσεται ήμαρ…. με αμιλλητήρας τροχούς τρέχει ο χρόνος, γι’ αυτό, όσο βρίσκεσαι στον ενεστώτα, χαίρε νέαις ταῖς διανοίαις χρωμένη…μονολόγησα ενδομύχως.

Χαμογέλασα στον κύριο Τάσο, χαμογέλασε κι αυτός και συνεχίσαμε το δρόμο μας για την απίθανη παραλία μας, συζητώντας περί  ανέμων και υδάτων …

 

 

 Ανθούλα Δανιήλ

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.