Μάθημα χωροταξίας
Ανέκαθεν υπήρξα φύση ρομαντική.
Το αστικό περιβάλλον με εκπολιτίζει βάναυσα.
Κατά καιρούς απολυτρώνομαι
με μικροδόσεις επαρχίας.
Η γεωργική ενασχόληση ζυμώνει ενδόμυχα
πρόσφορα για τους ευτυχισμένους.
Στέκομαι δίπλα στην πατρογονική ανάσα
με τα ροδιά τριαντάφυλλα.
Ξεχορταριάζω μνήμες.
Φτύνω κουκούτσια από μασημένες αλήθειες
που μετατράπηκαν σε φρίκη.
Κούτσουρα στοιβαγμένα με στρατιωτική πειθαρχία
αναμένουν το σπίθισμα
μήπως κατακαθίσει μέσα μας
η απωθημένη λογική.
Καθεστηκυΐα τάξη η ερημιά.
Απαιτεί εκκωφαντικό θόρυβο
για να απλώσει στα σχοινιά
τα νεαρά λευκώματα.
“Δεν σε θυμάμαι έτσι”, ψιθυρίζει
η ληθαργική μου ταυτότητα.
“Ρέει το ύδωρ
κι εγώ μαζί”, απαντώ.
Η “πινακοθήκη των ηλιθίων” στο βάθος
με βομβαρδίζει με ήχους και εικόνες
αποσυνθεμένης πραγματικότητας.
Επέλεξα να αρνούμαι τη συμπόρευση
με τα νούμερα τηλεθέασης.
Πεισματικά εμμένω στους παφλασμούς του ραδιοφώνου
που με λικνίζουν σε ρετρό ψυχαγωγία.
Το θέατρο της Κυριακής αναπαριστά σκηνές
του εξημερωμένου βίου μου.
Ο εκφωνητής – αμέτοχος στις δράσεις μου –
με αποστάσεις ασφαλείας
ορίζει τα εδάφη της δικής μου επαρχίας.
Τώρα μένει να πολιτογραφηθώ.
Οφθαλμοσκόπηση
Σε μια γυάλα εκτίθενται διάφανα
τα ανθρώπινα συμβάντα.
Όλα κινούνται άναρχα, χωρίς κανόνες.
Τα προμοτάρει ο εσωτερικός ρυθμός
της ίδιας της συνύπαρξης
και τα αναγάγει είτε σε δια βίου τριαντάφυλλο
ή σε παχύφυτο αδρής μορφής.
Εδώ κατοικούν τα προστατευόμενα είδη
υπό καθορισμένες συνθήκες
αντοχής και οξυγονώσεως.
Τα ανώτερα όντα απέξω έχουν οριστεί
να χτυπούν που και που με το δάχτυλο
τη στιλπνή σφαίρα.
Οι κραδασμοί δημιουργούν παλμούς
αφύσικους στα μέσα όντα.
Κάποια συντονίζονται.
Κάποια παραληρούν.
Αυτή η όχληση είναι – ως φαίνεται – πέρα
από ό,τι η πιθανότητα μπορεί ν’ αντέξει.
Ο εξεταστής επικεντρώνεται στα σημεία.
Η πάσχουσα περιοχή ίσως σωθεί.
Όμως ο φακός παραμορφώνει.
Αλλιώτικα φαντάζουν τα είδωλα.
Ποιος μπορεί να δει το τριαντάφυλλο-άνθρωπο
ή τον άνθρωπο-κάκτο;
Ή ακόμη ακόμη τον άνθρωπο-καρέκλα;
Ακίδες συναινούν σε μυστική συνομωσία.
Αμυντικοί μηχανισμοί αρχίζουν πόλεμο.
Οι υποσχέσεις για ανθόσπαρτες μέρες ματαιώνονται.
Δίχως λουλούδια οι κάκτοι μένουν
και η γείωση παίρνει οριστικά το μόνο εύσημο.
Ένα φως διαθλάται πάνω στα τοιχώματα της γυάλας.
Τυφλώνει κι αφήνει στη σφαίρα του ορατού
μονάχα την ψευδαίσθηση
απ’ όσα θέλαμε να ζήσουμε.
Αντωνία Ματσίγκου
