You are currently viewing Χαρινέλα Τουρνά:  Γιούλη Χρονοπούλου, Άρωμα φουζέρ. Εκδόσεις Νήσος   

Χαρινέλα Τουρνά:  Γιούλη Χρονοπούλου, Άρωμα φουζέρ. Εκδόσεις Νήσος  

         Κάθε αφήγημα της συλλογής αποδίδεται λιτά, αφαιρετικά, για να πρωταγωνιστεί μια φέτα ζωής και να «χάνεται» ο αφηγητής τους! Γιατί αυτό επιδιώκει και το πετυχαίνει, χωρίς συγγραφικά τερτίπια,  η Γιούλη Χρονοπούλου που ωστόσο υπάρχει παντού, σε όλα της τα διηγήματα, διαποτίζοντάς τα, με την κομψή της καλαισθησία,  την  καλλιέπεια και την αισθητική της γραφής της, χωρίς να φορτώνει με πολλά μαλάματα την τέχνη της και την γι αυτό απέριττη τεχνική της.

Στη  Γιούλη Χρονοπούλου δόθηκε το χάρισμα, να μιλάει απλά, λαγαρά για να δι-αυγάσει την ανθρώπινη συνθήκη, που δεν είναι άλλη από αυτή της ευαλωτότητας, της ευθραυστότητας και της τρωτότητας  μας, απέναντι στο ψυχικό άλγος, τη φθορά και το θάνατο, στην ερωτική ματαίωση, τη βία και τα ενεργά κοχλάζοντα ή αόρατα τραύματά της, στα ανείπωτα, συχνά αξόδευτα, ανεκπλήρωτα πάθη και όνειρα, τα αν-έκφραστα συναισθήματα,  τις διαψευσμένες επιθυμίες αλλά και τις βασανιστικές εσωτερικές συγκρούσεις/εντάσεις,  την αναπόδραστη απώλεια και το μνησιπήμον πένθος. Η εστίασή  της, ωστόσο, αφορά όχι τόσο στη νοσταλγία- θρήνο, αλλά στη νοσταλγία- ευγνωμοσύνη, παρακαταθήκη για μελλοντικές πτήσεις, γιατί σαν κληρονόμοι πουλιών πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάμε. Στο διήγημά της «Η βαλίτσα» γίνεται αναφορά στην αλλόκοτη ασάλευτη μοίρα (της πρωταγωνίστριας) με αγιάτρευτα τα σπασμένα της φτερά. Ενώ στο διήγημα  «Τα άσπρα ακουστικά» ο πρωταγωνιστής έχει  βαθιά πίστη  και λέει με τη θερμοκρασία της πρωτοπρόσωπης αφήγησης ότι «μπορώ να σκαρφαλώσω  στον ουρανό, ανεμόσκαλα ν΄ απλώσω και ν΄ ανέβω, ακόμα και φτερά να βγάλω».

Το όνειρο αναδύεται ακόμη και στα πια σκοτεινά της -για το γυναικείο ζήτημα- διηγήματα, όπως «Η πρώτη σου δουλειά» και «Το διαζύγιο». Τα διηγήματα αυτά αφορούν την υπαρξιακή συνθήκη του (αυτό) εγκλεισμού, την μοίρα της γυναίκας, την αυτοενοχοποίησή της για τη ματαιωμένη ζωή της, τη μη εξέγερση,  ή την καθυστερημένη εκδήλωσή της. Στο πρώτο η ψυχολογική χειραγώγηση, πέρα από τη σωματική κακοποίηση την κάνει να μην μπορεί ούτε να ονειρευτεί πια κλεισμένη στο σπίτι, κλειδωμένη στο πιο σκοτεινό, το πιο ανελέητο μέσα κόσμο, Στην ίδια κατεύθυνση κινείται το διήγημα «Το διαζύγιο», όπου η αφηγήτρια διερωτάται εάν η γιαγιά έχει ονειρευτεί μια ζωή αλλιώς. Ή πρόσκρουε στα τοιχώματα του κλουβιού της, αυτό που η εποχή πρόσταζε και επέβαλε για “κανονικότητα”: την κυριαρχία του ισχυρού και της πατριαρχίας;

Στη συλλογή της Χρονοπούλου  το μεγάλο ποτάμι της προσωπικής και της συλλογικής ιστορίας- είναι το ίδιο το νόημα, που μνημιώνεται σε μεγάλους τάφους συλλογικών ονείρων για έναν πιο δίκαιο κόσμο στο διήγημα : «θα ’θελα να ζω  σ΄ έναν άλλο κόσμο» και στις μικρές κατοικίες των δικών μας νεκρών στα διηγήματα «Άρωμα  φουζέρ» και «Βαθούλωμα στο στρώμα».

Τα δύο τελευταία και «Η φυσαρμόνικα» εντάσσονται στα υπαρξιακά διηγήματα με ιδιαίτερη εστίαση στις τελετουργίες  του πενθείν για να μην μείνει ανεπεξεργαστο  και σε ψυχική εκκρεμότητα το τραύμα.  Στο «Βαθούλωμα στο στρώμα» η αφήγηση της τελετουργίας του πένθους/πάθους δίνεται με στοχαστική ανάσα ανάμεσα σε πολλά κόμματα, με την επιλογή ασύνδετου σχήματος, το  θαμιστικό λόγο, τη συμπύκνωση χρόνου στην  ψευδαίσθηση του πάντα μαζί και επειδή δεν γίνεται, στο -χωρίς αυταπάτη- ποτέ πια.  Στο διήγημα «Η φυσαρμόνικα» η τελετουργία του πένθους για την τρωτότητα της ανθρώπινης συνθήκης, τη φθορά, την αρρώστια, το θάνατο υπερβαίνεται με το ασυμφιλίωτο ανθρώπινο πάθος/αναμέτρηση μαζί τους. Ο καταλύτης είναι η ακατάλυτη, ακατάβλητη αγάπη του ανδρόγυνου, αλλά και του γιού τους  που βρίσκει σύμβολό της τη μουσική, άυλη κι αυτή όπως κάθε τι που δεν δεσμεύεται στο χώρο και το χρόνο και υπάρχει πέρα από αυτά.  Και το διήγημα «Άρωμα φουζέρ» που έδωσε τον τίτλο της συλλογής περιέχει μια λυρική εικονοποίηση της μνήμης και της μεταμνήμης μέσα από μνημόσυνες «ιεροπραξίες», τη διέγερση των αισθήσεων, τη συναισθηματική συν-δεση και την αισθητηριακή ολοκλήρωση, πέρα από τη φυσική παρουσία, εξάλλου της αγάπης την ουσία την μετράς στην απουσία: επαληθεύοντας την ανθρωπολογική αρχή ότι ο άνθρωπος είναι, βαθιά υπαρξιακά,  ceremonial ον.

Είναι η ευθυβολία του στιλπνού βλέμματος της πεζογράφου, που κατανέμει τις μορφές του πόνου μέσα και έξω από τη σκηνική επικράτεια των διηγημάτων της, κοιτώντας μας στα μάτια, συ-ζητώντας μαζί μας για τον άνθρωπο που μέσα στην βαρβαρότητα, στον άγριο κόσμο της σωματικής και ψυχικής βίας, συνεχίζει να παλεύει, να ονειρεύεται, να τραγουδάει την πικρή αλήθεια της -εισέτι αήττητης- αδικίας, με τρυφερότητα, τον άνθρωπου που επιμένει να απλώνει και να δίνει το χέρι, ακόμη και στον «εχθρό» όπως στα διηγήματα «Η συγχώρεση» και «Η Απελευθέρωση».  Ο Φουκώ κάνει λόγο για το βλέμμα που ακούει και το βλέμμα που μιλάει. Συγκροτεί σε δεύτερο επίπεδο ένα χάρτη σωμάτων-σημείων, αόρατων και ορατών αλλαγών-συμπεριφορών, ένα χώρο όπου ο ευαίσθητος θεατής και αναγνώστης μπορεί, δυνάμει, να εντοπίσει το ψυχικό άλγος της ανθρώπινης συνθήκης  στη σωματικότητά του, αφού αυτή είναι από μόνη της μια επικοινωνιακή πράξη όπως στα «Το διαζύγιο». «Η πρώτη σου δουλειά» «Σκύψε, σκύψε Μπατού» και «Η υπόσχεση». Νοηματοδοτεί και αναπαριστά εντέλει την αξιοπρεπή παρά τις δυσχέρειες εκφώνηση/αποφώνηση των αδύναμων, μια ετεροτοπία στο εδραιωμένο κανονιστικό σύστημα της ανάπτυξης και της ευημερίας.

Και ενώ εκτυλίσσονται στις ιστορίες της Χρονοπούλου πολλά εσωτερικά υπαρξιακά δράματα, οι ήρωες τους δεν απαντούν στην πρόκληση των δυσκολιών με απελπισία και αδράνεια, τουναντίον επιχειρούν να αλλάξουν την πραγματικότητα με τη δράση τους. Διακρίνουμε στη συλλογή θεματικούς άξονες: όπως τη τυραννία του μέσου όρου και κυρίως του παραδοσιακού ρόλου σε συνθήκες καταπίεσης, πατριαρχίας και ανδροκρατίας, την προσωπική ευθύνη σε σχέση με την κοινωνική προσαρμογή, τους κοινωνικούς προγραμματισμούς και αυτοματισμούς, τα  τραυματικά και μετατραυματικά σύνδρομα από εμπόλεμες συγκρούσεις, την δυσανεξία στη διαφορετικότητα, αλλά και την αξιοπρεπή, μαχητική αποδοχή της, την «νομιμοποίηση» και την απονομιμοποίηση  των  μηχανισμών βίας και  καταστολής στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο, την παιδική εργασία, τον έρωτα και τον σχεδόν ανεπίτευκτο χαρακτήρα του ως παυσίλυπο, τις ιαματικές ;τελετουργικές διαδικασίες αναμέτρησης με τον αθάνατο θάνατο, αλλά και την αγωνιστική αισιοδοξία ότι η επανάσταση δεν είναι ουτοπία. Καιρός για επανοικείωση της σημασίας της.

Και ως συνέπεια έρχεται η αίσθηση που αποπνέει η συλλογή ότι είναι επανάσταση η τρυφερότητα, η χαμένη ζεστασιά στην εποχή της ψυχρής οικειότητας και μια νέου τύπου νοηματοδότηση των ζωών μας σε σχέση με την αγάπη και την αλληλεγγύη, τη μαχητικότητα και  το πάθος για ανθρωπιά, σκορπίζοντας -σαν άρωμα- τρυφερούς τόνους μιας ψυχικής ευρυχωρίας και μιας ευγένειας που αντέχει, συνδέοντάς τους με τους αγώνες της παλιότερης γενιάς του Ανέστη (βλ. «Η συγχώρεση») με αυτούς των μεταναστών αποδεικνύοντας ότι το πολιτικό διήγημα, που συνδυάζει το προσωπικό με το πολιτικό  μπορεί να είναι ποιητικό κι ότι η κοινωνική διαμαρτυρία μπορεί να ευωδιάζει τρυφερότητα και ζείδωρο φρέσκο αεράκι.

Η μικροϊστορία διαπερνάει τα αφηγήματά της σε ένα μεγάλο εύρος στο χρόνο και το χώρο, στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 20  και του 30 στη Μικρά Ασία, από τον Εμφύλιο, τα μετεμφυλιακά χρόνια, τη χούντα μέχρι  το σήμερα των μεταναστευτικών ροών και της πολυπολιτισμικότητας και φτάνουν στην Αφρική και στο Αφγανιστάν με τον εκπαιδευτικό, Έλληνα πολίτη του κόσμου, Λερούνη,

Οι προσωπικές διαδρομές στον πολυκύμαντο ρου της ιστορίας  κάνουν τη δομή και τη πλοκή των διηγημάτων πιο σύνθετη, με γραμμές που συγκλίνουν στο εννοημένο, αλλά (υπ)αινικτικό συναίσθημα, που σου υποβάλλεται δια της σιωπής του. Στο «Αυθαίρετο» η πολιτικοποιημένη με νηφάλιο πάθος – και από οικογενειακή παράδοση, συν τοις άλλοις, -πεζογράφος  δηλώνει αχνά στο φόντο της μικροϊστορίας των χαρακτήρων της την εμφυλιοπολεμική Ελλάδα και τα δεινά της, συνθέτοντάς το  άρτια,  και εντάσσοντας έτσι στη θεματολογία της και τη δημόσια σφαίρα/ιστορία, παρουσιάζοντας τον βιο-κόσμο (Lebenswelt), μιας εποχής εκτός  από τον προσωπικό βίο με τα πάθη του, όπως κάνει π.χ. στο «Ηχοτοπίο», (που ωστόσο έχει έντονο, αλλά υποδόριο το πολιτισμικό και ιστορικό του συγκείμενο).

Μια μικροϊστορία είναι  «Το χώμα της μνήμης» που αφορά τις σκληρές εμπειρίες μιας γυναίκας στο συγκείμενο  του Εμφυλίου, δοσμένο με αδρές πινελιές, πέτρινων χρόνων αντίστασης, αναγκαστικού εκτοπισμού, επιβίωσης μέσα από συντρίμμια με  θαμμένους  και άταφους νεκρούς δικούς μας και των άλλων, το ίδιο νεκρούς για τους δικούς τους, τους άλλους. Υπενθυμίζοντάς μας ότι κανένας πόλεμος ποτέ δεν τελειώνει, τελικά. Και οι πληγές ανοίγουν και ματώνουν ξανά, όταν η παραμικρή μορφή βίας διαταράξει την απατηλή καθησυχαστική ρουτίνα.  Και είναι αυτό ένα διήγημα για το τραύμα το ανεξίτηλο αποτύπωμα της ψυχικής βλάβης που παραμένει συχνά σχεδόν άρρητη ως μια ασταθής σύνθεση θραυσμάτων μνήμης, ως πρόβλημα και ως ανθρώπινη κατάσταση που συνδέθηκε με οριακά συμβάντα της πρόσφατης ιστορίας.

Για να αναπαραστήσει την «κατασκευή» της πραγματικότητας η Γιούλη Χρονοπούλου προτιμά κυρίως τον κοινωνικό και ψυχολογικό ρεαλισμό σε αρκετά από τα διηγήματά της, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, όπως στο διήγημα «Η έκθεση» (όπου παρεισφρέει και το αδιανόητο, το μεταφυσικό), αλλά κυρίως στο «Το κορίτσι με το τουρμπάνι» όπου είναι  σαφής  η υπέρβαση του ρεαλισμού, αφού αποτυπώνει τον ελεύθερο μετεωρισμό μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, κάθε πιθανής ενδεχομενικότητας. Το διήγημα αυτό είναι το πιο μεταφυσικά ανήσυχο της συλλογής σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και σε ατμόσφαιρα πινάκων του Σαράντη Καραβούζη.

Στο «κλίμα» της εισβολής του ετέρου της λογικής στη ρωγμή του φυσιολογικού η συγγραφέας κινείται στα όρια του ανιμισμού και του συμβολισμού σε κάποια διηγήματα, όπως στο «ο Αποχαιρετισμός»   με τη τεχνική του παμψυχισμού.  Κάποιος/α, κάτι εκφωνεί τον επικήδειό του, αναφέροντας την τελευταία ζωντανή εικόνα με τις πεταλούδες –ψυχές που δεν αποτυπώνονται στο φωτογραφικό φιλμ. Το τελευταίο είναι ένα εξαιρετικό εύρημα, υπομνηματίζοντας την εγγύτητα της μεταφυσικής με τη φυσική.   Εκεί η περιγραφή σκάβει πιο βαθιά στην αποϊεροποίηση της φύσης, στη βίαιη έξοδο των πνευμάτων, της ζωικής ορμής των μη ανθρώπινων αλλά ζώντων οργανισμών, της βλάστησης. Ο συμβολικός ανιμισμός κορυφώνεται κυρίως «Στην άμμο»  όπου μέσα από τη φωνή που αποκτά η βάρκα για να διαλαλήσει στα πέρατα, αλλά όχι να διεκτραγωδήσει την -έτσι και αλλιώς- συντριπτική τραγωδία των μεταναστών, εμπνέοντας ένα  στοχασμό πάνω στις μεθόδους της «ανθρώπινης» πολιτικής πρακτικής.

Στο τελευταίο ανήκει το διήγημα «Η συγχώρεση» που είναι  η πιο έκδηλα πολιτική ιστορία της συλλογής, διαλύοντας το μύθο της – επικρατούσας στην εποχή μας- χομπσιανής απαισιοδοξίας για τη σκοτεινή ανθρώπινη φύση, υπενθυμίζοντάς μας  τι είναι ο άνθρωπος για τον άνθρωπο, όταν τιμά το αριστοτελικό πρόταγμα περί συνείναι του πολιτικού όντος, ως την βαθύτερη φύση του ανθρώπου, κι όχι το χομπσιανό homo homini lupus.  Τέτοια κείμενα ενισχύουν τον οπτιμισμό μας ότι μπορεί να έλθει η ευτοπία. Όπως και το διήγημα «Η Απελευθέρωση» που αποπνέει ηθικό άρωμα, αφού ξεκινάει ως μια ιστορία ωμής σκληρότητας αντιποίνων, αντεκδίκησης, ανθρώπων -αντικειμένων στην ισορροπία τρόμου  και πολεμικών στρατηγικών  και που καταλήγει σε αποκατάσταση της ηθικής τάξης και της δίκαιης εναρμόνισης των «αντιπάλων» επί ξυρού ακμής.

Με ένα επιμύθιο ηθικοπολιτικά στοχαστικό και γι αυτό συνεπές  στην αντιπροσωπευτική μικροϊστορία της αστικοποίησης στην Ελλάδα ολοκληρώνεται το διήγημα «Το αυθαίρετο».  Η οικοδόμηση ενός σπιτικού με τον τίμιο ιδρώτα ενός φτωχού υδραυλικού, μετά από πολλές ατυχίες και ταλαιπωρίες, αλλά με το πείσμα και την  πίστη  ενός βιοπαλαιστή. Αυτό θα μπορούσε να αναχθεί αναλογικά στην οικοδόμηση ενός μέλλοντος με αρετές: την απλότητα, την ταπεινότητα, την τόλμη και την πίστη -που δεν είναι αφελής- στο ότι μπορούμε να αγωνιστούμε για έναν πιο δίκαιο κόσμο.

Η ίδια  η συλλογή και η συγγραφέας της δίνει μια πρόταση ζωής για τον κόσμο και της θέσης μας  σε αυτόν, άλλοτε αγωνιστικά αισιόδοξη, άλλοτε στωικά υπομονετική, γλυκόπικρα θλιμμένη, ναι, πάντα θλιμμένη, αλλά όχι καταθλιπτική, αφού το τέλος, έτσι κι αλλιώς, θα ‘ρθει.  Αυτό το κάνει επιλογικά κυρίως,  όπου συχνή είναι η παρεμβολή σκέψεων του αφηγητή, σαν ακροτελεύτια ποιητική σύνοψη.  Εξάλλου εσωτερικοί μονόλογοι και αφηγηματικά σχόλια συνιστούν την ιδιάζουσα στοχαστική γραφή της Γιούλης  Χρονοπούλου, χωρίς να βαραίνουν το κείμενο, αλλά να το βαθαίνουν.

Από τα δυνατά της σημεία είναι το ΕΡΩΤΗΜΑ/ΘΕΜΑ: που προκαλεί στον αναγνώστη/τρια, όταν διαβάζει  στα διηγήματά της κυρίως τους εσωτερικούς μονολόγους των ηρώων της.  Τα            ανείπωτα λόγια τους  συνηχούν μέσα μας, είτε έχουμε αντίστοιχα βιώματα είτε και όχι, αλλά καταφέρνει η Γιούλικα ο καθένας/μία μας να πιστέψει ότι είναι κρίσιμο θέμα συζήτησης αυτό που θέτει το κείμενο. Το ερώτημα παράγεται από έναν βαθύ πυρήνα σιωπής και αμηχανίας  για το τι κάνουμε, πώς φτάσαμε έως εδώ, παρότι δεν εκβιάζει την οπτική και τη στάση ζωής του καθένα/καθεμιάς για αυτά τα θέματα, απλώς τα παρα-θέτει ενεργοποιώντας μοτίβα αταβιστικά από την κοινωνική ψυχολογία και ανθρωπολογία, όχι μόνο του Δυτικού ανθρώπου, αλλά και του Ασιάτη (Αφγανού) και Αφρικανού.

Χαρακτηριστική της ταυτότητάς της είναι η ιδιαίτερη εστίασή της στους πρόσφυγες και στην ενδεδειγμένη στάση μας απέναντί τους, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως στάση του πραγματικά και όχι προσχηματικά πολιτισμένου κόσμου, που φέρεται βάρβαρα σε αυτούς που θεωρεί «βάρβαρους».   Γιατί πολιτισμένος είναι εκείνος που αποδίδει ίση αξία στην κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και καμιά δεν τη θεωρεί περιττή. Και δεν χρειάζεται κάποιος/α να έχει διαβάσει Τοντόροφ και Άρεντ για να συναισθανθεί την αξιωματική αυτή ηθική αρχή, η οποία διαπνέει αρκετά διηγήματά της που επικεντρώνονται σε ανθρώπους με μεταναστευτικό υπόστρωμα.

Στα τέσσερα από τα εικοσιπέντε διηγήματα της συλλογής δάσκαλοι καθοριστικά επιδρούν και διασώζουν παιδιά, όπως στα «Τα άσπρα ακουστικά», η δασκάλα με τη γλυκιά κουβέντα που πήρε αθέλητα τη θέση της μάνας, αλλά δεν την αντικατέστησε, ο Λερούνης με κόστος, παραλίγο, της ζωής του στο «Η Απελευθέρωση» και στο «Σκύψε, σκύψε Μπατού», η κυρία Λένα. Η Γιούλη είναι παντού με την πίστη της στην Κριτική Παιδαγωγική ως όχημα κοινωνικού μετασχηματισμού.

Επιλογικά θα ήθελα να αναφερθώ στο «Θα ήθελα να ζω σ’ έναν άλλο κόσμο» ένα διήγημα αγωνιστικά τρυφερό, γιατί και η καταγγελία μπορεί να είναι τρυφερή.  Ο Σαΐντ είναι πολιτικός «πρόσφυγας «ανέστιος και πένης». Έχει πίστη και πάθος, όχι μόνο για τον ίδιο, και την πατρίδα του, το Ιράν, αλλά για όλους τους καταπιεσμένους, πως θα γυρίσει ο τροχός. Το βροντοφωνάζουν οι στίχοι του: ΚΑΙ ναι, το πιστεύει, πως θα έλθει σύντομα αυτή η ώρα. Θα επιστρέψουν ξανά σε μας, σε σένα, σε μένα, η αγάπη και η ελευθερία. Ένας ποιητής, λοιπόν, είναι ο Σαΐντ.  Wozu Dichter in durftiger Zeit?  Όμως οι ποιητές τι χρειάζονται σε έναν μικρόψυχο  κόσμο διερωτάται ο Χέλντερλιν. Γράφει η συγγραφέας για τον Σαΐντ  πάντα μένει ανοιχτή αυτή η πληγή, το να μην  μπορείς να αγγίζεις, να αγκαλιάζεις τη μάνα, τ΄ αδέλφια, να συνοδεύσεις τη  σορό της Μαχσά Αμίνι, που δολοφονήθηκε στο όνομα της σεμνότητας και να βροντοφωνάξεις την αντίθεση σου στ΄ αυτιά των ισχυρών.

Είναι Dreamer and Fighter, ονειροπόλος και μαχητής, ο Σαΐντ∙ διαθέτει το μοναδικό συνδυασμό του οράματος με τη αγωνιστικότητα και την ανθεκτικότητα να μετασχηματίσει τα όνειρα σε πραγματικότητα, συμβάλλοντας στην υλοποίηση του τίτλου του διηγήματος.  Και μας θυμίζει ότι η μικροψυχία των καιρών δεν είναι έξω από εμάς, εάν δεν δούμε μια διαφορετική λειτουργία της ποίησης, που αποτινάσσει τη σκόνη των βιβλιοθηκών και ανοίγεται σε κατά μέτωπο αναμέτρηση με το δυστοπικό παρόν και μέλλον μας. Γι αυτό και το ερώτημα του Χέλντερλιν ας μη το δούμε ως πικρή διερώτηση, γιατί ποιητές πάντα θα εμφανίζονται μέσα στο σκοτάδι της πιο βαθιάς νύχτας. Κυρίως τότε.

 

Η Χαρινέλα Τουρνά είναι Σύμβουλος Εκπαίδευσης Φιλολόγων Β΄ Αθήνας

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.