Ι. Ρωγμές στον χρόνο
Κορνίζες.
Δεν λείπουν τα πρόσωπα,
λείπει μόνο ο χρόνος.
Μια ανάμνηση
ρίχνει άγκυρα στα όνειρα,
βουλιάζει σιωπηλά.
Πρώτο φιλί, χωρίς προοπτική
δεν ήταν έρωτας·
σκιά που πέρασε.
Με καινούργιες μορφές, με πέτρες
χλευάζεις τη λήθη
δίχως ενοχές.
Τώρα η αλισάχνη στα βλέφαρα
εκείνη που θεραπεύει
την αναπόληση.
Η σιωπή της νύχτας
πικρή απόφαση τα διπλωμένα σεντόνια,
όχι τύχη.
Συμβιβάστηκες, στείρες αγωνίες.
Ονόματα σβήνουν
αλλάζει πουκάμισο ο ουρανός.
Σ’ ένα φθινόπωρο χαλκεύει ο καιρός
και τη δική σου κρίση,
όχι απλώς τα φύλλα.
ΙΙ. Ο Χώρος της απουσίας
Αγία η πτώση των φύλλων
αποκαλύπτει αλήθειες,
εδώ, στο άλσος με τις σημύδες.
Ο φόβος, με τις πρώτες ψιχάλες
στ’ ακροκέραμα,
ύπουλα, χωρίς ήχο.
Δεν άντεχα πια.
Δεν ήξερα, μα πήγα,
χωρίς να έχω προορισμό.
Νερό είσαι,
χωρίς μορφή με πνίγεις,
αθόρυβα.
Δεν φεύγεις.
Υπάρχεις μαζί με τον πόνο,
απομεινάρια θλιμμένα, αχώριστοι…
Το δάσος εκεί, αυγή και δύση.
Δεν υπόσχεται, χιλιάδες σημάδια,
σε θυμάται.
Μοναξιά χωρίς πλάνη,
δεν τραυματίζει πια,
χλευάζει τις φαιδρές εικόνες.
ΙΙΙ. Επιστροφές χωρίς ανταπόκριση
Προκυμαία, ηδονική ρέμβη.
Ο αέρας σκορπίζει φύκια
και λόγια που κράτησα.
Δεν έρχεσαι να ξεχάσεις,
μα να μετρήσεις
αυτή τη σιωπή που σου ανήκει.
Ξυπόλητη έφτασες στην καταιγίδα
χωρίς κάτι να σε κρατά,
μόνο τα βήματα.
Δεν έχει φως πια.
Κι όμως η ψυχή κρατά ρωγμές,
νιώσε τον γυρισμό, τον γυρισμό.
Αγάπη αραξοβόλι,
υπάρχει μόνο απόσταση,
επίγειο άσωτο κενό.
Κάθε άγγιγμα μια θλίψη ηττημένη,
μια ξένη,
αύριο διαφορετική αφή.
Στο νέο άγγιγμα
κρατάω την ανάσα,
μυρίζει ακόμη κάτι παλιό.
Καμία λύτρωση, θνητός πηλός,
ναι, γράφω με λέξεις
που έκρυψα.
Υπάρχεις, δεν σε αρνούμαι,
ούτε σε διεκδικώ,
ύψιστη άθληση ν’ αντέχω.
IV Υποχωρήσεις και ψίθυροι
Προσμονή κι αιώνιες τρικυμίες
μια παρακμή που σβήνει,
σιωπηλά η συμπόνια.
Στη σιγαλιά ακούω
τον άνεμο
πριν ειπωθεί, με το σώμα μου.
Το μονοπάτι στενεύει,
θα μάθεις να προσέχεις,
ψιχαλίζει αμφιβολία.
Ατραπός πλάι στα ρείκια,
εγγύς γκρεμός, υψωμένα χέρια.
Εξευμενίζεις τη μοίρα.
Η φύση δεν λέει όχι στη μπόρα,
δεν περιμένει, δεν ζητά,
η φύση, χωρίς ικεσίες. Εσύ;
Κλεπταποδόχος της άρνησης
ώρες κρυφές,
η θύμηση ανεβαίνει στα χείλη.
«Σ’ αγαπώ»,
μ’ ένα πικραμύγδαλο στο στόμα
άξενο σώμα.
Γυαλί θαλασσόνερο,
μια μπίλια το φεγγάρι όταν τρέμει το κύμα,
χαμηλώνει κι εδώ η λύπη.
VΎστατες αφηγήσεις
Τριαντάφυλλα απλώνω, άλικα,
να μην ξεχάσεις
αιτίες κι ονόματα.
Μεσάνυχτα, αθόρυβα η σιωπή.
Ρωτάς τι είναι η θλίψη.
«Το μέλλον μιας μελαγχολίας», σαν ψίθυρος.
Τίποτα, σχεδόν
λιγότερο επικίνδυνο απ’ το λάθος,
χωρίς τραύματα.
Άρρητο πλεόνασμα του μωβ.
Κυκλάμινα,
στ’ ανήλιαγα ζητούν αφή και όραση.
Κάθε ναι, μικρή υποχώρηση,
μια μορφή πένθους
στη μελωδία της αμαρτίας.
Δεν θέλω πειρασμούς.
Σε ακοίμητη νύχτα,
μετέωρες συλλαβές συνένοχες.
Αναβολές και συμπτώσεις.
Μυημένος σε ανήφορο άχραντο
μεταλαβαίνεις πέτρα και φως.
Ελευθερία,
σε μια σκέψη που πέταξε,
ελευθερία και στο σώμα που μένει.
Χαρούλα Βερίγου
Μεγάλο Κάστρο, Σεπτέμβρης 2025
