You are currently viewing Χριστίνα Βέικου: Μανόλη Σέργη, «Θεατρικά κείμενα και λαογραφία: Η περίπτωση του Ιάκωβου Καμπανέλλη». Μελέτες Ναξιακής Λαογραφίας, τόμ. Ε΄, εκδ. Κ. & Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη, 2025.

Χριστίνα Βέικου: Μανόλη Σέργη, «Θεατρικά κείμενα και λαογραφία: Η περίπτωση του Ιάκωβου Καμπανέλλη». Μελέτες Ναξιακής Λαογραφίας, τόμ. Ε΄, εκδ. Κ. & Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη, 2025.

Το νέο, ογκώδες και μεγαλόπνοο, έργο του ακαταπόνητου λαογράφου Μανόλη Σέργη «Θεατρικά κείμενα και Λαογραφία. Η περίπτωση του Ιάκωβου Καμπανέλλη» εγκαινιάζει ένα καινούριο πεδίο έρευνας για την λαογραφία και φέρνει στην επιφάνεια καινοφανείς προβληματισμούς και νοήματα, που τα αλιεύει μέσα από τα βαθιά νερά του πλούσιου έργου ενός εμπνευσμένου δημιουργού, του θεατρικού συγγραφέα Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Η λαογραφία παραδοσιακά μελετά τα ερευνητικά αντικείμενά της, που είναι η ίδια η ζωή των ανθρώπων, η υλική και η εθιμική, η παλαιότερη αλλά και η σύγχρονη, επί του εθνογραφικού πεδίου, στον χώρο δηλαδή όπου ζουν οι άνθρωποι και συμβαίνουν τα πράγματα. Με το έργο αυτό, όμως, ο Μανόλης Σέργης μετατοπίζει μεθοδολογικά το ερευνητικό του αντικείμενο και χρησιμοποιεί ένα μεγάλο, πολυθεματικό και πολυφωνικό σύνολο σύγχρονων θεατρικών έργων ως εθνογραφικό πεδίο. Με αφορμή τις υποθέσεις  και τα πρόσωπα των θεατρικών έργων του Καμπανέλλη, ο Μανόλης Σέργης επισημαίνει και αναδεικνύει όχι μόνον καίρια ζητήματα της λαογραφικής έρευνας αλλά, επιπλέον, εντάσσει το σύνολο των έργων του Καμπανέλλη μέσα στα πλαίσια της νεότερης πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας της Ελλάδας. Όπως εξηγεί ο ίδιος «στο διάστημα τεσσάρων περίπου ετών, όσο διήρκεσε, δηλαδή, εκ μέρους μου η συστηματική μελέτη ολόκληρης της θεατρικής παραγωγής του αναμορφωτή του νεοελληνικού θεάτρου αείμνηστου Ιάκωβου Καμπανέλλη, αναζητώ τις αναπαραστάσεις της ελληνικής κοινωνίας (από τα μέσα του 1940 ως τις αρχές του 21ου αιώνα), όπως αυτές αποτυπώνονται στο καμπανέλλειο έργο, δηλαδή μελετώ τα νεοελληνικά ήθη, τις «ανασκηνοθεσίες» κάποιων γεγονότων από τη διαχρονική ιστορική πορεία του Ελληνισμού, τα οποία επέλεξε να εγκιβωτίσει στο έργο του ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, λάτρης του λαϊκού «παραδοσιακού» πολιτισμού μας αλλά και οξυδερκής αναλυτής του σύγχρονου».
Η καινοτομία, λοιπόν, που προσφέρει αυτό το βιβλίο είναι η νέα οπτική με την οποία ο Σέργης προσεγγίζει και ταξινομεί το έργο του Καμπανέλλη, καθώς το εντάσσει σε ένα τριπλό ερευνητικό σχήμα. Πρώτα αναλύει το σύνολο των θεατρικών έργων του Καμπανέλλη ως ένα ενιαίο λογοτεχνικό δημιούργημα, επιχειρεί δηλαδή μία κειμενοκεντρική προσέγγιση του θεατρικού κειμένου, αναλύοντας την δομή, την μορφολογία και τις γλωσσικές επιλογές του συγγραφέα. Επίσης, όμως, περιγράφει τις αισθητικές και κοινωνικές εμπειρίες που επηρέασαν τον θεατρικό συγγραφέα και χάρη στις οποίες το έργο «συμβάλλει στη δημόσια ιστορία» της Ελλάδας, γιατί αν η λογοτεχνία μυθολογεί, το θέατρο πραγματολογεί – ο Σέργης μάλιστα χαρακτηρίζει τον Καμπανέλλη «πατριάρχη του νεοελληνικού δράματος».
Στη  συνέχεια επισημαίνει τις καινοτομίες που ο Καμπανέλλης εισήγαγε στην σύγχρονη ελληνική θεατρική εργογραφία, καθώς τόσο τα θέματα όσο και τα σκηνικά πρόσωπα των έργων του πηγάζουν από την τρέχουσα, ζωντανή, κοινωνική και πολιτική καθημερινότητα της χώρας μας και, με τα λόγια του Σέργη, «διαχειρίζονται την συλλογική μνήμη και αποδίδουν την εικόνα της νεοελληνικής συλλογικής συνείδησης».
Τέλος, αυτό που αποτελεί το κεντρικό θέμα του βιβλίου και το οποίο για πρώτη φορά παρουσιάζεται ως ερευνητικό αντικείμενο, είναι η επισήμανση των λαογραφικών θεμάτων που εμπεριέχονται στα θεατρικά έργα του Καμπανέλλη και τα οποία τροφοδοτούν την έμπνευσή του, με στόχο να προβάλλει τις δυστοπίες της καθημερινότητας των ηρώων του. Ο Σέργης μας προσφέρει μία λεπτομερειακή ανάλυση του πολιτικού, ιδεολογικού και κοινωνικού χαρακτήρα του έργου του Καμπανέλλη, ένα έργο που εκπονείται σε μιαν εποχή μεγάλης πολιτικής και ιδεολογικής φόρτισης της ελληνικής κοινωνίας, μετά τους δύο πολέμους, τον παγκόσμιο και τον εμφύλιο. Επιπλέον, όμως, προσφέρει μιαν ευαίσθητη και συγκινημένη καταγραφή της εντόπιας ζωής, όπως αυτή αναπαριστάται στην θεατρική εκδοχή της: ονόματα, ενδύματα, έπιπλα, συνήθειες, έθιμα, όλα αυτά που στοιχειοθετούν την καθημερινή κοινωνικότητα της ελληνικής οικογένειας.
Ο Μανόλης Σέργης αναζητεί μέσα στα θεατρικά κείμενα ιδέες, αξίες, και συναισθήματα που χαρακτηρίζουν την καθημερινή ζωή και φέρνει στο φως τα ατομικά και συλλογικά ήθη της  νεοελληνικής κοινωνίας, όπως τα περιγράφουν και τα οικοδομούν τα θεατρικά δρώμενα. Με την σταδιακή εξέλιξη της υπόθεσης και της δράσης των ηρώων, τα έργα αυτά προσφέρουν ζωντανές, ακριβείς αναπαραστάσεις και ερμηνείες ποικίλων καταστάσεων της σύγχρονης ζωής. Στο έργο λ.χ. «Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού», το οποίο σατιρίζει με κωμικοτραγικό τρόπο την απληστία εφτά αδελφών και τη δίψα τους για εξουσία και πλούτο, το ίδιο το τραπέζι μεταβάλλεται σε όργανο υποταγής και εξάρτησης. Ακόμη, στο έργο «Ο δρόμος περνά από μέσα», μια αλληγορική ιστορία, όπου συγκρούονται οι αξίες της ξεπεσμένης αστικής τάξης με την αδίστακτη επιθυμία νεοπλουτισμού, περιγράφεται γλαφυρά η σύγκρουση του ειδυλλιακού παρελθόντος με το απαιτητικό παρόν, καθώς και η δύναμη της καθημερινότητας, που ανθρωποποιεί τα αντικείμενα και αντικειμενοποιεί τους ανθρώπους. Χαρακτηριστικό είναι ακόμη ότι, στο τέλος της παράστασης του έργου «Μια Κωμωδία», που αποτελεί μεν σατιρική προσπάθεια εξορκισμού του φόβου του θανάτου, κατά βάθος όμως είναι μια καίρια πολιτική αλληγορία, όπου καταργείται ο θάνατος αλλά έτσι αποπροσανατολίζεται και η ζωή, οι ηθοποιοί σχολιάζουν την  υπόθεση του έργου και όλα όσα συνέβησαν στην παράσταση, βγάζοντας τα δικά τους συμπεράσματα:«..ήταν μια ιστορία κάπως αληθινή, ήταν μια ιστορία λίγο φανταστική, ήταν μια φαντασία κάπως πραγματική, ήταν μια ουτοπία ολίγον τοπική..»
Διανύοντας με άνεση την απόσταση από τη ρεαλιστική στη μυθολογική έμπνευση και από το δράμα στην κωμωδία, ο Καμπανέλλης ανατέμνει τις κοινωνικοπολιτικές δομές και τα ελληνικά τραύματα, ιχνηλατεί ιδεολογίες και συνειδήσεις, νοιάζεται για την ιστορία αλλά και για τους ανθρώπους. Αυτό ακριβώς το ζήτημα, η ρεαλιστική ερμηνευτική απεικόνιση της κοινωνικής πραγματικότητας, του συνόλου δηλαδή των υλικών συνθηκών και των λαϊκών θεσμών και πρακτικών, είναι που απασχολεί ολόκληρο το εκτενέστατο, αναλυτικό και λεπτομερές, δεύτερο μέρος του έργου του Μανόλη Σέργη. Με τις διεξοδικές περιγραφές του φέρνει στο φως όχι μόνο όσα λένε τα έργα αλλά και όσα υπονοούν. Η αναζήτηση αυτή είναι που τον οδηγεί στον οικείο του χώρο της λαογραφικής έρευνας, για να ανασύρει, μέσα από το φανταστικό περιβάλλον της θεατρικής γραφής, τις πραγματικές διαστάσεις, τις πρακτικές και τις επιλογές της ζωής του αστικού χώρου. Έτσι όμως ανοίγει ένα καινούριο πεδίο επιστημονικής έρευνας, καθώς επαναφέρει στο προσκήνιο την συζήτηση για την σχέση λαογραφίας και λογοτεχνίας, ένα θέμα που από καιρό προβληματίζει όχι μόνο τους λογοτέχνες και τους λαογράφους αλλά και φιλολόγους, γλωσσολόγους, κοινωνιολόγους και ανθρωπολόγους.
Είναι πράγματι αξιοθαύμαστος ο ερευνητικός και ερμηνευτικός μόχθος του συγγραφέα, σ’ ένα εντυπωσιακό πλήθος υπέρ εξακοσίων σελίδων, να αναδείξει και να αποδείξει τις λαϊκές ρίζες του αστικού θεάτρου, αλλά και τις θεατρικές προτιμήσεις του λαϊκού κοινού, μ’ άλλα λόγια τις πολιτισμικές ρίζες του θεατρικού έργου του Ιάκωβου Καμπανέλλη. «Τα κείμενά του», μας λέει ο Σέργης, «είναι πολιτισμικά αποθέματα, ενίοτε ντοκουμέντα, στα οποία αποκαλύπτεται η πορεία της ελληνικής κοινωνίας από τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι σήμερα. Και εντός αυτών, τα ίχνη του λαϊκού πολιτισμού δεν είναι διακοσμητικά αλλά οργανικά ενσωματωμένα στον κόσμο του δράματος». Με αυτή την οπτική το πλούσιο έργο και το ευρύ θεματολόγιο του θεατρικού συγγραφέα γίνεται, στα επιδέξια χέρια του ερμηνευτή λαογράφου, ο μεγεθυντικός φακός που θα φέρει στο φως κρυμμένα στοιχεία της δημόσιας ζωής και της λαϊκής ιδεολογίας: «το στοίχημα για τον ερευνητή» καταλήγει «είναι να ανακαλύψει την εικόνα και την ιστορία της κοινωνίας μέσα στη θεατρική γραφή του λογοτεχνικό έργου».
Ο Καμπανέλλης  ως δημιουργός στέκεται κριτικά απέναντι στην κοινωνία μας, φέρνει στο φως τα πιο βαθιά της προβλήματα και δίνει φωνή ακόμη και στους εχθρούς της. Ασχολείται επίσης και μ’ αυτό που φαντάζει παράλογο, επιχειρώντας έτσι να κινητοποιήσει τους θεατές, να αναπτερώσει τις ελπίδες τους και να τους δώσει τη δυνατότητα να ανακτήσουν τη δύναμη και την χαμένη αισιοδοξία τους. Όπως μας βεβαιώνει ο ίδιος  στο έργο «Μια κωμωδία»: «…αν υπάρχει κάποια χώρα, πολιτεία της ομορφιάς, της ξαλαφρωμένης σκέψης και της  έξυπνης χαράς, με ισότητα μοιραία, είν΄η χώρα μας η ωραία… Από δω αρχίζουν όλα, κι όλα εδώ ξαναγυρνούν, κι όσα γίνονται στο δρόμο τα θυμούνται και γελούν… Ως κι ο ήλιος άμα δύσει, έρχεται να το γλεντήσει, αφού όλοι κατ’ ουσίαν, ζούμε κατά φαντασίαν…» Όλα τα επί σκηνής διαδραματιζόμενα δεν είναι παρά η αναπαράσταση εξωτερικών περιπετειών και εσωτερικών ταραχών, χωρίς ωστόσο να λείπει η αυτογνωσία και ο σαρκασμός.
Στο σημείο αυτό εισέρχεται στη σκηνή ο ερευνητής Σέργης που ανατέμνει τα θεατρικά κείμενα, αναζητεί ιστορίες και μύθους, αλήθειες και ψέματα, πράγματα και σύμβολα, θεμιτά και αθέμιτα, ονόματα και ψευδώνυμα, ήρωες και εφιάλτες, συνήθειες και απαγορεύσεις, ενδύματα και μεταμφιέσεις, ανθρώπους και φαντάσματα, τον λαό και τους βασιλιάδες του -τους μαρμαρωμένους και τους ζωντανούς- και, σαν τον αθάνατο Καραγκιόζη, προσπαθεί να καταλάβει τί συμβαίνει μέσα στο «Μεγάλο μας Τσίρκο», όπου «κελαηδούνε οι γαδάροι και γκαρίζουν τα πουλιά, βγάζει κρίνους η τσουκνίδα, σκόρδα η τριανταφυλλιά, η πορτοκαλιά κρεμμύδια και καρπούζια η μηλιά». Το έργο αυτό, αν και πολιτογραφήθηκε ως κωμωδία, είναι ουσιαστικά  αλληγορíα, σάτιρα και, σε πολλά σημεία, δράμα. Οι παραπάνω στίχοι δεν αποτελούν απλώς διακωμώδηση της δημόσιας νοοτροπίας και εμφανή προσπάθεια γελοιοποίησής της, αλλά φέρνουν στην επιφάνεια παραγωγικά σύμβολα της  κοινής ιδεολογίας και υπονοούν μια λανθάνουσα ευχή αυτοδιόρθωσης. Η αυτοκριτική δεν είναι τιμωρητική αλλά αντίθετα τροφοδοτεί την αισιοδοξία, γιατί όπως μας διαβεβαιώνει στη συνέχεια ένας από τους πρωταγωνιστές, το Ρωμιάκι, «οι ρίζες μας είναι βαθιές, το χώμα δικό μας. Κόβω, κόβεις, κόβει, κόβουμε κόβετε κόβουν τα κλαδιά μας, τον κορμό μας. Μα το χώμα ξαναφουσκώνει και φωνάζει – εδώ είμαι».
Στο σημείο αυτό δεν μπορώ παρά να εκφράσω τον θαυμασμό μου για την διορατικότητα, την οξυδέρκεια και την ευαισθησία με την οποία ο λαογράφος κατανοεί και ερμηνεύει το αντικείμενό του – το ίδιο το «κείμενο» – όχι απλώς για να περιγράψει τις πηγές της αισθητικής και κοινωνικής εμπειρίας του συγγραφέα, αλλά για να εντάξει την θεατρική δράση μέσα στο κοινωνικό της περίβλημα και τους θεατρικούς χαρακτήρες μέσα στην ιστορία, την ιδεολογία, την αισθητική και την ηθική της Ελλάδας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, «τότε που το χωριό το ρήμαξε η αστυφιλία και η μετανάστευση και άρχισε να αντιγράφει τα δήθεν εξελιγμένα πρότυπα της πόλης», όπως γράφει. Κάτω από το ερευνητικό βλέμμα του Μανόλη Σέργη, το θεατρικό κείμενο αναδύεται ως αναπαράσταση της πραγματικότητας, ως φορέας κοινωνικοποίησης των θεατών, «παρέχει προστασία στους μύθους και προστατεύει ό,τι καταστρέφει η πραγματική ζωή»… «Μνήμη και πράξη κι όνειρο γίνονται ένα» όπως  γράφει ο ποιητής Στρατής Πασχάλης. Έτσι όμως αρχίζει να συντελείται μία ευρεία κοινωνική διεργασία πολύ σημαντική για το μέλλον, αυτήν που ο γερμανός κοινωνιολόγος Max Weber ονόμασε «απομάγευση του κόσμου» μας. Τέτοια έργα, όπως το βιβλίο του Μανώλη Σέργη που παρουσιάζουμε σήμερα,  επιχειρούν να αναστήσουν γεγονότα και πρόσωπα, αναδεικνύουν την προσπάθεια των ανθρώπων να κατανοήσουν τα προβλήματα της εποχής τους, αλλά  και  την επιθυμία τους να τα θεραπεύσουν. Στήνουν ένα ιστοριογραφικό  σκηνικό και φωτίζουν το παρελθόν, ώστε να γίνουμε σοφότεροι για το μέλλον. Μ’ αυτό τον τρόπο συμβαίνει κάτι αξιοθαύμαστο: ένα λογοτεχνικό κείμενο, ένα θεατρικό δρώμενο, αποβαίνει φορέας κοινωνικής δράσης.

 

 

Χριστίνα Βέικου
Φιλόλογος/Κοινωνική Ανθρωπολόγος.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.