Άνοιξε τα μάτια, η μητέρα της κοιμόταν στη διπλανή καρέκλα. Έξω ήταν ακόμα νύχτα. Τα φώτα του διαδρόμου έφταναν στο σκοτεινό δωμάτιο από τη μικρή χαραμάδα κάτω από την πόρτα. Στερέωσε με μια κίνηση τον καθετήρα του οξυγόνου στη μύτη της και ανασηκώθηκε προσεκτικά στο κρεβάτι. Πήρε αγκαλιά τον Άρτσι, τον καφέ χνουδωτό αρκούδο της και τον έσφιξε στο στήθος της.
Στο απέναντι κρεβάτι ήταν η Όλγα, ένα κορίτσι πέντε χρονών, έναν χρόνο μεγαλύτερο από εκείνη. Ήταν η καλύτερή της φίλη εκείνο τον έναν χρόνο που έμενε σ’ αυτό τον θάλαμο. Ούτε και η Όλγα είχε μαλλιά. Είχαν συμφωνήσει πως όταν έφευγαν από εκεί, θα ζωγράφιζαν μακριές μπούκλες με τους μαρκαδόρους τους, κίτρινες και κόκκινες, που θα έπεφταν στους ώμους τους, και πολύχρωμα φιογκάκια, που θα κρατούσαν σφιχτά τις πλεξούδες τους. Και μετά θα γίνονταν πριγκίπισσες, αλλά θα είχαν δύο κάστρα, και δύο άμαξες, και δύο πρίγκιπες, και δύο θρόνους, και στο βασίλειό τους θα είχε πάντα καλοκαίρι, και θα βρίσκονταν όλη μέρα στις νεροτσουλήθρες, και θα έβγαζαν έναν νόμο που θα έλεγε ότι τα μόνα φαγητά που επιτρέπονται είναι το παγωτό σοκολάτα και τα μακαρόνια με κιμά.
Άνοιξε η πόρτα και μπήκε αθόρυβα η νοσηλεύτρια, η κυρία Ελένη, με το καροτσάκι της, που είχε σιρόπια, και κορδέλες για τα χέρια, και ενέσεις. Καθόλου δεν της άρεσαν οι ενέσεις. Η κυρία Ελένη ερχόταν κάθε πρωί στις έξι ακριβώς. Τη συμπαθούσε πιο πολύ από τη γιατρό που της έδινε το φάρμακο κάποιες φορές τη βδομάδα. Της έλεγε ότι είναι φίλτρο μαγικό και ότι δεν πονάει, αλλά εκείνη πονούσε και ζαλιζόταν και ήξερε ότι είναι δεν είναι φίλτρο μαγικό και μετά έκανε εμετό και μαύριζαν τα χέρια της. Ούτε όταν της πίεζε την κοιλιά τής άρεσε, ούτε όταν της έβαζε το ακουστικό στην πλάτη και της έλεγε να πάρει ανάσες, γιατί τότε πνιγόταν και έβηχε. Δεν μιλούσε όμως. Δεν ήθελε να στενοχωρήσει τη μαμά της, που έκλαιγε κρυφά καμιά φορά στο μπάνιο, κι ας νόμιζε ότι δεν την έβλεπε κανείς. Δεν της άρεσε να βλέπει τη μαμά της να κλαίει. Ο μπαμπάς της έλεγε πως τα δάκρυα καθαρίζουν τα μάτια και μετά είμαστε πιο όμορφοι και πιο λαμπεροί, αλλά εκείνη απαντούσε ότι δεν θέλει να είναι όμορφη αλλά έξυπνη, σαν τη θεά Αθηνά, κι έτσι κρατιόταν και δεν έκλαιγε. Ούτε στο φάρμακο ούτε στις ενέσεις.
Το κορμί της πονούσε, η φωνή της έτρεμε, η καρδιά της χτυπούσε αργά. Ανασαίνοντας κοφτά, με ανυπομονησία, κούνησε το χέρι της μητέρας της, που ήταν τρυφερά ακουμπισμένο πλάι της στο κρεβάτι.
«Τι έγινε, κορίτσι μου; Είσαι καλά;» ρώτησε εκείνη ανήσυχη και μισοκοιμισμένη.
«Ξύπνα, μαμά, ξύπνα!» της είπε με μάτια γεμάτα λαχτάρα. «Πρέπει να πας στο σπίτι ν’ ανοίξεις το ψυγείο. Πρέπει ν’ αφήσεις τον ήλιο να βγει και ν’ ανεβεί στον ουρανό. Το ξέρεις πως εκεί κρύβεται τα βράδια, σ’ το έχω πει, τον έχω δει! Σήκω, μαμά! Αν δεν πάει ο ήλιος στον ουρανό, δεν θα ξημερώσουν τα γενέθλιά μου σήμερα».
Βιογραφικό
