Περνώντας μπροστά από τα εκθέματα των μουσείων δεν μπορώ παρά να σταθώ και να αναστοχάζομαι τους δημιουργούς τους και τη ζωή τους, το μόχθο και τη χαρά της δημιουργίας τους, την έκφραση αυτή του ανθρώπου σε άλλα πλαίσια, σε άλλες εποχές, σε άλλους πολιτισμούς, σε άλλες πραγματικότητες. Κι όλα αυτά ασυναίσθητα τα προβάλλω σχεδόν αυτόματα στο σήμερα και τα κρίνω, τα αξιολογώ με τα δικά μου σημερινά μέτρα και προσπαθώ απεγνωσμένα αλλά και με βεβαιότητα να τα τοποθετήσω στο τώρα. Μετρώ και ξαναμετρώ την απόσταση που με χωρίζει από εκείνο το συγκεκριμένο έκθεμα που στέκει μπροστά μου, με μια υπόσταση αυθύπαρκτη αλλά και λειψή, ξεκομμένο από το παρελθόν του και από το φυσικό του χώρο, το χρόνο του, τη φύση και το περιβάλλον μέσα στο οποίο κάποτε υπήρξε. Κι όλο αυτό αποπνέει μια μοναξιά, μια μαρτυρία του κάποτε και μια ανίερη και άδικη σύγκριση με το τώρα. Μένω λοιπόν μπροστά στο αντικείμενο κάποιες πολύτιμες στιγμές κι ενώ προσπαθώ να το αφομοιώσω, να το τοποθετήσω, να το συγκρίνω, να το θαυμάσω ή και να το απορρίψω, να κουνήσω απλά το κεφάλι μου πριν φύγω για την επόμενη σκηνή που εκτυλίσσεται μπροστά μου κι όλα να τακτοποιηθούν σε μια ανάμνηση, στέκομαι στο συναίσθημα που αποπνέει το ίδιο το έργο. Εκεί πριν φύγω και το κλείσω στην δική μου λήθη. Πως είναι τελικά να σε αποσπούν από το περιβάλλον σου και να σε μετατρέπουν σε προϊόν έκθεσης, να χάνεις την ουσία και τη χρήση σου, το σκοπό σου, να ξεχνιέσαι από τους ανθρώπους σου, τη φύση, τον ήλιο, τη ζωή του κάποτε και να αντικρίζεις ένα σήμερα παράταιρο, ξένο, αδηφάγο και συχνά αδιάφορο. Και τότε γύρισα στα μουσεία και άρχισα να ψάχνω τη σκέψη πίσω από αυτά, την άναρχη δημιουργία τους και την επιστημονική τους αλήθεια.
Και τότε είδα, μουσεία με αποκλειστικές συλλογές από εκθέματα που έρχονται μόνο από ένα τόπο (όπως αυτό της Ακρόπολης), είδα μουσεία που έγιναν για να δώσουν ένα στιγμιότυπο ανθρώπινης ιστορίας (όπως αυτό της Νάπολης με τα ευρήματα της Πομπηίας), είδα μουσεία που έγιναν μόνο για να φυλάξουν τα λίγα σκόρπια απομεινάρια που ξέμειναν πάνω και κάτω από το χώμα ενός τόπου (όπως το μουσείο στο Βουθρωτό της Αλβανίας), μουσεία που μπορούν να πουν το αφήγημα του τόπου μέσα στο χρόνο. Και είδα και άλλα μουσεία – μαυσωλεία του 19ου αιώνα κυρίως που μάζεψαν ζηλότυπα μέσα τους, ότι βρέθηκε και ότι στάθηκε μπροστά στη συλλεκτική τους βορά (όπως το Βρετανικό). Τα πολυσυλλεκτικά μουσεία, τα φιλόδοξα εγχειρήματα των ισχυρών που μάζεψαν και φυλάκισαν κάθε κομμάτι πολιτισμικής ένδειξης από όλη την υφήλιο, με στόχο τη συγκέντρωση όλου του πολιτισμού σε ένα σημείο με την απόλυτη λογική της τότε εποχής ότι με τον τρόπο αυτό συμβάλουν στη μόρφωση του κόσμου. Και ναι, πράγματι, ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις… τίποτα πιο αληθινό από αυτό.
Για να επιλεγεί ένα αντικείμενο να μπει στο μουσείο συνήθως χαρακτηρίζεται από την ένταξή του σε μια συλλογή, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η έννοια του «συλλέγειν» είναι αυτή που αποτέλεσε τη βάση για τα μουσεία αλλά και άλλους θαυμαστούς οργανισμούς όπως τις βιβλιοθήκες και τα αρχεία. Συνήθως τα αντικείμενα μιας συλλογής έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, κι αυτό επιτρέπει στα εκθέματά μας αργότερα να φτιάχνουν ενότητες, να συνηγορούν το ένα το άλλο, να νοιώθουν τελικά λιγότερη μοναξιά. Μια συλλογή λοιπόν δίνει μια ενότητα, ακόμα και αν αυτή είναι μόνο μια αντίληψη στο μυαλό του συλλέκτη/ δημιουργού της. Από τη συλλογή ζωγραφικής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού μέχρι τη συλλογή από σπιρτόκουτα που μπορεί να έχω στο ντουλάπι μου. Όλα είναι τελικά στα μάτια και την ψυχή του συλλέκτη. Υπάρχει όμως και μια άλλη αντίληψη, όπου τα αντικείμενά μας έρχονται έτσι μόνα και αποσπασματικά χωρίς συλλεκτική πνοή, χωρίς πάθος. Έρχονται με κινήσεις συνολικού μαζέματος, βορρά ενός καθολικού συλλεκτικού πάθους και υπερφίαλου μαξιμαλισμού. Κι αυτές οι πρακτικές φέρνουν μια ασήκωτη μοναξιά, ένα ξερίζωμα στα εκθέματά μας και αυτό αναδίνεται μπροστά μας μέσα στο μουσειακό γίγνεσθαι.
Σήμερα, τα μουσεία διαμορφώνουν αυτό που ονομάζουν συλλεκτική πολιτική και ακολουθούν μια διαδικασία που διέπεται από διεθνή νομοθεσία, δεοντολογία, στόχευση του μουσείου και της κοινωνίας που αυτό εκφράζει, αλλά και άλλων πιο πεζών συνθηκών, όπως η ύπαρξη ή μη χώρου, πολιτιστικών και άλλων επιταγών, οικονομικών δυνατοτήτων, εθνικής πολιτικής κ.ο.κ.
Αυτό βέβαια είναι θέμα για το οποίο μπορεί κανείς να πει πολλά: από το να εξετάσει τη δεοντολογία και τον τρόπο δημιουργίας μιας συλλογής ως τις εξελισσόμενες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες που διαμορφώνουν αυτές τις συλλεκτικές πολιτικές. Μπορεί ακόμα κανείς να σταθεί και να αξιολογήσει τη διαχρονική συλλεκτική μανία του ανθρώπου και το ρόλο της που ήταν η αρχική πηγή και συχνά η κινητήρια δύναμη για τις συλλογές των μουσείων. Γι’ αυτό το δεύτερο θέμα υπόσχομαι να επανέλθω. Ωστόσο, το κύριο θέμα μου σήμερα έρχεται από τα ίδια τα μουσειακά εκθέματα, πρώτα ως τεκμήρια της ανθρώπινης πορείας μέσα στο χώρο και το χρόνο και ύστερα ως αντικείμενα με τη σημερινή τους υπόσταση.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά: το να μπει ένα έκθεμα στη συλλογή ενός μουσείου είναι μια πράξη σύνθετη. Η πράξη μας αυτή σηματοδοτεί μια τεράστια αλλαγή για το αντικείμενο, που δεν είναι μόνο ότι αλλάζει θέση αλλά στην πραγματικότητα αλλάζει καθεστώς, αλλάζει χρήση, αλλάζει χώρο, φως, πνοή και υπόσταση μέσα στο νέο του περιβάλλον. Είναι στην πραγματικότητα μια σκληρή απόσχιση από τον αρχικό του δεσμό.
Και είναι γεγονός ότι ένα ανθρώπινο δημιούργημα (τεχνούργημα) φέρει πάνω του την πληροφορία για την εποχή της κατασκευής του, τον τόπο, τον πολιτισμό, την τεχνολογική δυνατότητα και το πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο φτιάχτηκε αλλά και τη χρήση ή και την εγκατάλειψή του από τον άνθρωπο. Κι όλα αυτά τα πολύτιμα για την πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη έχουν μια ακατανίκητη γοητεία, είναι αυτά που μας επιτρέπουν στην κυριολεξία να ακουμπήσουμε τα χέρια μας πάνω στην ιστορία μας και στην εξέλιξη, αλλά συχνά και στα πισωγυρίσματά μας ως ανθρώπινο είδος. Είναι ακριβώς αυτά τα στοιχεία που μας οδηγούν στο συλλεκτικό πάθος, στην προσπάθειά μας να κρατήσουμε για πάντα ένα στιγμιότυπο δημιουργίας. Τι γίνεται όμως μετά; Τι γίνεται μέσα στο μουσείο; Τι γίνεται αφού φυλακίσουμε το εύρημά μας μέσα στο χώρο που εμείς προσδιορίσαμε κάποια στιγμή;
Από τη στιγμή, που το αντικείμενο μπαίνει στο μουσείο, υφίσταται αυτό που ονομάζεται μουσειοποίηση, δηλαδή χάνει τη φυσική χρήση του ή το λειτουργικό του χαρακτήρα και αποκτά μουσειακή υπόσταση. Η διαδικασία αυτή το βγάζει από το πλαίσιο αναφοράς του και η φύση του μεταβάλλεται, καθώς από χρηστικό ή καλλιτεχνικό γίνεται πλέον υλικό ή άυλο τεκμήριο του μουσειακού περιβάλλοντος (musealium). Μέσα από αυτή τη διαδικασία, το αντικείμενό μας αποκτά μια άλλη υπόσταση και μια τεράστια μοναξιά, αφού απομονώνεται από το αρχικό του περιβάλλον.
Είτε λοιπόν πρόκειται για καλλιτεχνικό, λατρευτικό ή χρηστικό αντικείμενο, είτε πρόκειται για φυτό σε βοτανικό μουσείο ή πέτρωμα ή ζώο σε ένα μουσείο φυσικής ιστορίας, μόλις αυτό τοποθετηθεί μέσα στο μουσείο, μετατρέπεται σε τεκμήριο μιας συγκεκριμένης χρονικής στιγμής και θέσης του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του. Γίνεται, δηλαδή, ένα στιγμιότυπο μέσα στο χώρο και το χρόνο, μετατρέπεται σε προϊόν έκθεσης και μελέτης και αποχωρίζεται από το αρχικό περιβάλλον και το πλαίσιο που το δημιούργησε, υφίσταται δηλαδή μια μεταβολή στην ίδια του τη φύση. Ταυτόχρονα «πληρώνει» αυτή τη νέα υπόσταση με το αντίτιμο της μοναξιάς, που συχνά μας αρέσει να την αποκαλούμε «μοναδικότητα» αλλά που στην ουσία επιβάλουμε τη μοναξιά με την αλλαγή περιβάλλοντος, χρήσης και πραγματικής αξίας, ενώ αναδεικνύουμε τη μοναδικότητα ως εξιλέωση για την «πράξη σωτηρίας και ανάδειξης» που επιτελούμε στο μουσειακό γίγνεσθαι. Κι εδώ αλλάζουμε όχι μόνο την υπόσταση αλλά και την έννοια της αξίας του. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο αληθινό από τη φράση ότι η αξία είναι πάντα υποκειμενική και «τη δίνει μόνο αυτός που κατέχει το αντικείμενο (it is in the eye of the beholder)[1]». Άρα διαφορετικοί κτήτορες μέσα στο χρόνο και διαφορετικές αποδιδόμενες αξίες.
Πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι το αντικείμενο εντασσόμενο σε αυτό το νέο πλαίσιο αποκτά μια νέα πολιτισμική ταυτότητα που χαρακτηρίζεται όχι από το πλαίσιο δημιουργίας του, αλλά από το πλαίσιο του μουσείου στο οποίο εκτίθεται. Το εύρημα, λοιπόν, που βρέθηκε σε μια αρχαιολογική ανασκαφή, αποχωρίζεται από τον αρχικό του χώρο και από τα υπόλοιπα αντικείμενα που βρέθηκαν μαζί και εισέρχεται στο μουσείο με τη δική του αυτόνομη υπόσταση, εξακολουθεί όμως να τραβάει μαζί του όλες τις νοηματικές, πολιτιστικές, τεχνολογικές κ.α. συνδέσεις που αυτό μπορεί να είχε. Έτσι, αποσπασμένο από τον αρχικό δεσμό που το ενώνει με το χώρο, το χρόνο και τη ζωή του μέσα στο αρχαιολογικό πεδίο στέκεται μοναχικό και έκθετο στα μάτια μας. Και αν το αντικείμενο μέσα στο μικροπεριβάλλον του μουσείου (αίθουσα, βιτρίνα), όπου θα τοποθετηθεί, τύχει να συνδεθεί με την αρχική προέλευσή του, τότε η απόσταση αυτή μικραίνει και η μοναξιά του είναι λιγότερη. Κι αν το νέο πλαίσιο καταφέρνει να δώσει ένα σύνολο, ένα αφήγημα, μια αναπαράσταση του αρχικού περιβάλλοντος, τότε η απομάκρυνση μειώνεται ακόμα περισσότερο. Τώρα, αν και το μακροπεριβάλλον (μακρόκοσμος) του μουσείου (π.χ. το κτήριο, η χωρική θέση) είναι μέρος ή βρίσκεται στον ευρύτερο τόπο της προέλευσης των αντικειμένων τότε διατηρείται, έστω και αμυδρά, το πολιτιστικό, γεωγραφικό, φυσικό, κλιματικό περιβάλλον του αρχικού πλαισίου και η απόσταση λιγοστεύει ακόμη πιο πολύ. Κάπως έτσι, μένουμε πιο κοντά στην αλήθεια του αντικειμένου. Και είναι ο μόνος τρόπος για να λιγοστεύουμε τη μοναξιά του και να σεβόμαστε έμπρακτα την αξία του κι ας αναδεικνύουμε λιγότερο τη μοναδικότητά του. Άριστα παραδείγματα το Μουσείο της Ακρόπολης αλλά και το Αρχαιολογικό της Νάπολης που φιλοξενεί ευρήματα της Πομπηίας.
Αντίθετα τώρα αν όλο το πλαίσιο του αντικειμένου, μικρόκοσμος και μακρόκοσμος, είναι εντελώς αποσπασμένα από το αρχικό περιβάλλον, τότε γίνεται φανερό ότι αυτό υπήρξε μόνο η έκφανση μιας συλλεκτικής αρπακτικότητας, η λεία της (π.χ. η Καρυάτιδα στο Βρετανικό Μουσείο). Δημιουργείται έτσι μια χωρική, φυσική, κλιματική και πολιτιστική διάσπαση στη ζωή του αντικειμένου. Οι αποστάσεις από το αρχικό πλαίσιο είναι ανυπέρβλητες και ο πολιτισμικός δεσμός έχει διαρραγεί. Αναδεικνύεται τότε μια μοναδικότητα θλιβερή και μια παράξενη μοναξιά που περνάει στον επισκέπτη καθώς το βλέπει να στέκει εκεί αποσχισμένο και άγνωρο με μόνη αξία αυτήν την όποια μπορεί να του δώσει ο τυχαίος παρατηρητής.
Κι ας δούμε λίγο τη συνέχεια της ζωής του μουσειακού πια αντικειμένου. Το αντικείμενο έρχεται να σταθεί μέσα στο μουσείο με νέα συνεχιζόμενη ζωή, με ένα νέο πολιτιστικό, εκθεσιακό και χρηστικό πλαίσιο. Αυτό το πρότερο και το επερχόμενο σύμπαν αποτελεί τη συνεχιζόμενη ζωή του αντικειμένου στο διηνεκές και κουβαλάει μαζί του όλες τις δραστηριότητες που θα το χαρακτηρίσουν (π.χ. διαδικασίες συντήρησης, παρουσίας του αντικειμένου σε άλλες εκθέσεις, βιβλιογραφία που το αφορά, ψηφιακές φωτογραφήσεις κ.ά.). Κι αυτά ακριβώς τα στοιχεία θα δώσουν ένα νέο πληροφοριακό υλικό και νέα ζωή στο έκθεμα. Ας δούμε όμως τα πράγματα από κοντά: το Μουσείο της Ακρόπολης αποτελεί μια έκφανση της σημερινής πραγματικότητας στο χώρο και της σύγχρονης αντίληψης μας για την κλασσική εποχή. Το ίδιο και το Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, όπου με τα μάτια του σήμερα βλέπουμε τη ζωή του 79 π.Χ., τη στιγμή της έκρηξης του Βεζουβίου και την καταστροφή της πόλης. Ωστόσο, και στις δυο περιπτώσεις βλέπουμε τα εκθέματα με τα μάτια του 21ου αιώνα και τα κρίνουμε με το δικό μας κοινωνικο-οικονομικό και τεχνολογικό υπόβαθρο. Η ανάδρασή μας είναι σύμφωνη με τα δικά μας δεδομένα. Και μέσα από αυτό ένα είναι βέβαιο, ότι τα εκθέματα έχουν μια νέα συνεχιζόμενη ζωή και η καλλιτεχνική τους αξία εξακολουθεί να μετασχηματίζεται και να διαγράφει πορείες μέσα στο χρόνο. Το σύνολο λοιπόν αυτών των στοιχείων διαμορφώνει σήμερα τη νέα ολότητα της πληροφορίας που αφορά το αντικείμενο και που με τη σειρά της δε μένει στατική στο φυσικό χώρο αλλά μετεξελίσσεται και επαυξάνεται και στον ψηφιακό χώρο. Κι αυτή ακριβώς είναι η προστιθέμενη αξία του αρχικού δημιουργήματος και η συνεχιζόμενη ζωή του. Αυτό το χρονικό της πορείας του αντικειμένου είναι μέρος της ιστορίας του και του δημιουργού του, του εκάστοτε κτήτορα, του εκθέτη, του συντηρητή, του φωτογράφου, του ψηφιακού αντιγράφου, αλλά κυρίως μέρος της ιστορίας του σημερινού επισκέπτη. Κι εδώ είναι η συνέχεια και η μαγεία των μουσειακών αντικειμένων. Και η πορεία τους αυτή αυξάνει τη μοναδικότητα και ελαττώνει τη μοναξιά τους μέσα στο μουσειακό εκθεσιακό σύμπαν.
Κι έτσι, η ζωή των Καρυάτιδων δεν σταμάτησε τη στιγμή που μπήκαν στο μουσείο, ούτε οι τοιχογραφίες της Πομπηίας στάθηκαν εκεί ακίνητες πια μέσα στο μουσείο της Νάπολης. Συνεχίζουν να ζουν, να ανατροφοδοτούν και να ανατροφοδοτούνται, να πορεύονται μέσα στους αιώνες και να καλούν στη μέθεξη της αξίας τους όσους περνούν και κοινωνούν την ομορφιά ή την ασχήμια τους, την τέχνη ή την χειροτεχνία τους, την τεχνολογία και την ευαισθησία τους. Ούτε κι αυτή η ξεχασμένη Καρυάτιδα στο Βρετανικό μουσείο σταμάτησε μέσα στο χρόνο, ακόμα ταξιδεύει και ζει μέχρι την επιστροφή.
[1] Χαρακτηριστικά σημειώνουμε ότι μια σειρά από μουσειακές περιοδικές εκθέσεις έχουν ακριβώς αυτό τον τίτλο “In the eye of the beholder” Royal Ontario Museum, Toronto, Καναδάς αλλά και στο Smithsonian American Art Museum, κ.α.




