Καλός, ευλογημένος ήταν ο αγέρας που φύσηξε και έφερε εδώ στο βορειοδυτικά, στις εκδόσεις Παρέμβαση, και από κει στους αναγνώστες/τριες, τον τόμο με τις «μικρές ιστορίες» της Καίτης Παυλή. Καιρός ήταν πλέον, μετά την ποιητική συλλογή «Ανοίγεις το παράθυρο» των εκδόσεων ΑΩ, να δουν το φως συγκεντρωμένα και τα πεζά της, που κείτονταν σκόρπια σε περιοδικά και εφημερίδες..
Τριάντα διηγήματα σύντομα ή και εκτενέστερα, κάποια στις παρυφές του χρονογραφήματος, στοχαστικά αφηγήματα, δοκίμια με φιλοσοφική πνοή απαρτίζουν το σώμα της συλλογής, που αρθρώνεται σε τρεις ενότητες, καθεμιά και ένας τόπος, με κίνηση στον άξονα του χρόνου: ο γενέθλιος τόπος, η Λέσβος των πρώτων χρόνων και η Μικρασιατική ακτή͘ η μεγάλη πόλη στα χρόνια της ωριμότητας͘ ο μέσα Τόπος, του (ανα)στοχασμού.
«Τη σιγανή φωνή την ακούω καθαρά: μνημείωσέ με, πριν μνημειωθώ ως ερείπιο» («Στο βαθύ πηγάδι του σπιτιού μου», σελ.16)
Χρέος της θεωρεί η αφηγήτρια να σκύψει, στο «πηγάδι» της μνήμης, να ανασύρει τον θησαυρό των αναμνήσεων: οικογενειακές παραδόσεις, τραύματα και χαρούμενες στιγμές στο πατρικό σπίτι, αγαπημένα πρόσωπα του περίγυρου. Οφειλή της πίστεψε να αναστήσει και να διασώσει λαϊκές αφηγήσεις, αυτές που άκουγε από τους ανώνυμους θυμόσοφους ή και σοφούς θαμώνες του καφενείου, να «μνημειώσει» χαρακτήρες απλών ανθρώπων: ο συγκλονιστικός «αόμματος» Εύανδρος Χατζημιχαήλ, που « έβλεπε αυτά που εμείς ακόμα δεν μπορούσαμε να δούμε και καθημερινά [μας]διέψευδε» (Ανατολή, παλίμψηστο, σελ. 11) και η Ρηνιώ της Καταστροφής (Μια ιστορία του ξενοδοχείου-η Ρηνιώ, σελ.25), ο Γάτος, ο Τηλέγραφος (« Μια ιστορία του καφενείου: ο Τηλέγραφος», σελ.28), γνήσιοι λαϊκοί ήρωες της μικρής κοινωνίας της Πέτρας, όλοι μέσα στον αντίλαλο του χαλασμού στη Μικρά Ασία, βασανισμένοι, αλλά όλοι με το πολυτιμότερο: την Ανθρωπιά και τη λαχτάρα για Ζωή
Η Ρηνιώ έβαλε τις δυο παλάμες της στα μάγουλα[…] «Ζει, λοιπόν, ζει η κόρη μου» μονολογούσε μ΄αναφιλητά. Κι ύστερά αποχαιρετώντας [..]γύρισε και είπε: «Ας είναι, ας είναι βουρή Λεν΄ , ας ζει η κόρη μ΄κι ας τούρκιψι» (σελ.27)
Με περισσή ευαισθησία, με ματιά που διακρίνει λεπτές αποχρώσεις και διεισδύει σε ό,τι περνά απαρατήρητο ως ασήμαντο από τη δική μας ματιά, η αφηγήτρια περιδιαβαίνει την απρόσωπη μεγαλούπολη και καταγράφει εικόνες, στιγμιότυπα, σκηνές, συνομιλίες στο πάρκο, σε περίκλειστους χώρους, στα ασφυκτικά διαμερίσματα του απάνθρωπου κέντρου της μεγαλούπολης, στο τρένο, στις σκάλες και στις υπόγειες στοές του. Σε αυτήν τη δεύτερη ενότητα μνημειώνονται «της γης οι κολασμένοι»: παιδιά που «χάνονται» στον κόσμο των ουσιών, μετανάστες, μοναχικοί ηλικιωμένοι, όλοι στην ίδια απόγνωση που «δεν την αγγίζουμε πια». Ο Ορφέας, ο Άντελ, ο Γιαβάντ, η γιαγιά Αγάπη, η Μηλίτσα… Γι’ αυτούς και το ποίημα στο κέντρο περίπου της συλλογής:
[……]
Η απόγνωση είναι
Στα χαμηλά, στο σκοτεινά,
Στο υπόγειο κλεισμένη,
Μας ψιθυρίζει, μας μιλά
Με σφιγμένη ανάσα
Μα σαν ξυπνήσει μέσα της
Η περηφάνια
Με καμένο φτερό
Και με σκοτεινιασμένα μάτια
Μονάχη της στο υπερώο ανεβαίνει ( σελ.42-43)
Η Τέχνη χαρίζει λίγο χρώμα, λίγο φως παρηγορητικό στα αδιέξοδα, στο όποιο δυστοπικό περιβάλλον.
« Τώρα τα χρώματα έξω ήταν πολύ παράξενα. Ο ουρανός βαθύ θαλασσί, σχεδόν πράσινο, άνοιγε χαμηλά με το κίτρινο ηλεκτρικό της πόλης. Ένα σμήνος μαύρων πουλιών τινάχτηκε ξαφνικά προς τα πάνω. Το δωμάτιο γέμισε με τη βαθιά μουσική βιολοντσέλου. Με τρεμάμενο χέρι έπιασε ξανά το πινέλο» (Νεκρή φύση, σελ.64)
Τρίτη ακολουθεί η ενότητα με κείμενα «σαν χρονογράφημα» (Ο καιρός και ο χρόνος, σελ.99), κείμενα για την Τέχνη και τη θέση της στη ζωή, για τον χρόνο και την ουσία του, « την αιώνια μεταβλητή ανάμεσα στον Έρωτα και στο Θάνατο»(Η παγίδα, σελ. 113). Είναι η ενότητα που περισσότερο φανερώνει την έμφυτη στοχαστική διάθεση της Καίτης Παυλή και τη βαθιά πνευματική της καλλιέργεια
Με βαρύ το πολύτιμο απόθεμα από αναμνήσεις και βιώματα προσέρχεται η Καίτη Παυλή στον κόσμο της Λογοτεχνίας. Και κατέχει καλά τα μυστικά της Τέχνης. Στα διηγήματα της μια λεπτή, αδιόρατη γραμμή χωρίζει το βίωμα από τη μυθοπλασία, και σ΄ αυτό συντελεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αφηγείται με δεξιοτεχνία, χειρίζεται με μαστοριά τον χρόνο και τον χώρο. Περιγράφει με ενάργεια εικόνες είτε ανοιχτών είτε κλειστών χώρων. Θαυμαστή είναι η οικονομία στην άρθρωση της αφήγησης, με ελλειπτικότητα που προκαλεί τον αναγνώστη και τον αφήνει ελεύθερο να συμπληρώσει την ιστορία όπως αυτός θέλει, να εξαγάγει τα συμπεράσματά του, να νιώσει, να στοχαστεί. Αβίαστα, με οδηγό τους συνειρμούς της, γλιστρά από τη μια ιστορία στην άλλη, εγκιβωτίζει τη μια στην άλλη, ώστε καμιά να μη χαθεί- και αξίζει να μη χαθεί. Με την τεχνική της αλληγορίας( «στη χώρα των θαυμάτων» σελ.89), με υπαινικτικότητα, με συμβολισμούς κινείται από το χώρο του πραγματικού στο μεταφυσικό για να εξιστορήσει και να θέσει θέματα οδυνηρά( Λυγρά σήματα, σελ.83), ή σωτήρια (Νεκρή φύση, σελ.61)͘ και δεν είναι δυνατό να μην επισημάνει ο αναγνώστης τον εκφραστικό τρόπο της, τον λιτό, στοχαστικό λόγο, με νότες της ποιητικής της. Με προσοχή αξιοποιεί, «μνημειώνει», την ντοπιολαλιά της Πέτρας (σελ. 27) ή τη λαλιά του μετανάστη, όσο απαιτείται για να ζωντανέψει χαρακτήρες και γεγονότα.
Με τα κείμενα συνομιλεί λεπταίσθητη, διακριτική η εικονογράφηση της Σοφίας Τζίμα.
Η Καίτη είναι από τους τυχερούς που είδαν και άκουσαν ιστορίες, από «τους γεννημένους αφηγητές» του τόπου της (ο Τηλέγραφος, σελ.28,), έμαθε, πήρε από αυτούς τον «φανό θυέλλης» (σελ.14,15) για το δρόμο της ζωής και το συναρπαστικό παιχνίδι της γραφής. Χαιρόμαστε που μας χάρισε τις ιστορίες της, γιατί, όπως το συλλογιέται ο ήρωας του νομπελίστα Ι. Άντριτς, «αν δεν ήταν αυτοί ( οι αφηγητές) τι θα μαθαίναμε εμείς για τους άλλους[…] και τελικά για τους ίδιους τους εαυτούς μας; […]]Τι θα ξέραμε αν δεν υπήρχαν αυτοί που αισθάνονται την ανάγκη να μιλήσουν προφορικά ή γραπτά για όσα είδαν και άκουσαν, γι’ αυτά που έζησαν ή πέρασαν από τη σκέψη τους; […] Πάντα κάτι μένει από την ανθρώπινη αλήθεια γι’ αυτούς που έχουν την υπομονή να ακούν ή να διαβάζουν»
[1]. Ιβο Άντριτς, Η Καταραμένη Αυλή, νουβέλα, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 63
Φλώρινα, Δεκέμβρης του 2025. Δανάη Τσουλιά-Χασακή
