Με φόντο τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’70, η Ελένη Γερασιμίδου σε τριάντα μικρές ιστορίες, με γραφή λιτή και κοφτερή, δίνει φωνή στις αναμνήσεις και τα βιώματά της, σε στιγμές και συναισθήματα. Δίνει φωνή σε όνειρα, με κάποια – χρόνια μετά – να παίρνουν σάρκα και οστά και άλλα να μένουν ανεκπλήρωτα αφήνοντας μια στυφή γεύση στο στόμα και την καρδιά. Η νοσταλγία, διάχυτη στις ιστορίες του βιβλίου, γίνεται το όχημα με το οποίο επιστρέφουν οι μνήμες, άλλοτε γλυκές άλλοτε πικρές.
Οι ήρωες, πρόσωπα νεανικά. Συνήθως οι ιστορίες δομούνται γύρω από τη σχέση μιας έφηβης κοπέλας με κάποιον, λίγο μεγαλύτερό της, νεαρό. Σχέση που τις περισσότερες φορές δεν ευοδώνεται. Το μόνο που μένει απ’ αυτήν είναι το πρώτο κοίταγμα, το πρώτο σκίρτημα, τα πρώτα λόγια ξεστομισμένα με δειλία, ντροπή ή φόβο. Παρόλο που έχουμε να κάνουμε με διηγήματα ευσύνοπτα, που σπάνια εκτείνονται σε περισσότερες από δύο σελίδες, πολλά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας των ηρώων μάς αποκαλύπτονται.
Πρέπει, όμως, να διευκρινίσουμε δύο πράγματα. Το ένα έχει να κάνει με τη δομή των ιστοριών. Η Γερασιμίδου υπηρετεί τις αρετές του καλού διηγήματος. Τη συντομία, την πύκνωση του λόγου και την ελλειπτικότητα που εξυπηρετεί τον υπαινιγμό. Οι κύριοι ήρωες είναι το πολύ δύο πρόσωπα, αν και φωτίζονται επαρκώς οι κοινωνικές ζυμώσεις την εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται η αφήγηση. Το δεύτερο έχει να κάνει με το πλαίσιο στο οποίο δρουν και ανήκουν οι ήρωες, με αυτό να μην είναι άλλο από τα λαϊκά στρώματα και την εργατική τάξη. Γι’ αυτό, συχνά, η φτώχεια, η ανέχεια και η στέρηση συνιστούν τους παράγοντες που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά και τις πράξεις των ηρώων.
Η συγγραφέας αναπολεί. Γράφει για τον νεανικό έρωτα, τον σαρωτικό με τα πείσματα και τα καπρίτσια του, ενώ, παράλληλα, η γραφή της αποπνέει νοσταλγία για κάποια αγάπη, αθώα και ευγενική, που δεν πρόλαβε ν’ ανθίσει. Ενίοτε, η φτώχεια στις λαϊκές οικογένειες είναι εκείνη που καθορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Το χάσμα με τις αστικές οικογένειες μεγεθύνεται. Ένα χάσμα που εκδηλώνεται και στις φιλικές και ερωτικές σχέσεις.
Με κάποια πικρία το διαπιστώνει αυτό η συγγραφέας ψυχογραφώντας τους ήρωές της. Ήρωες που πολλές φορές προβάλλουν στο πρόσωπο που επιθυμούν να προσεγγίσουν τις δικές τους προσδοκίες, τις δικές τους απαιτήσεις από τη ζωή. Σε μια προβολή του εαυτού τους, λοιπόν, βρίσκουν χώρο και θρέφονται κόμπλεξ κατωτερότητας, η ξιπασιά και η ψωροπερηφάνια, που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα πολλών στερημένων ανθρώπων.
Η συγγραφέας, όμως, συνειδητά δίνει προβάδισμα στους ήρωες που επιλέγουν την απλότητα και φτιάχνουν μια ευτυχία από το τίποτα. Αυτούς τους ήρωες συμπαθεί κι ας τους διακρίνει ο δισταγμός, κι ας χαμηλώνουν το βλέμμα μπροστά στην κοπέλα που αγαπούν, ας κομπιάζουν, όταν επιχειρούν να της μιλήσουν. Και από την άλλη συμπαθεί τις κοπέλες με το θράσος της νεότητάς τους και την τόλμη τους να εισχωρήσουν στον αγώνα της εργατικής τάξης, ενώ την ίδια στιγμή η ταπεινότητά τους τις κάνει να ντρέπονται στο αθώο φλερτ ενός αγοριού.
Τα χρόνια περνούν και η ενηλικίωση φέρνει αλλαγές, στις οποίες οι ήρωες πολλές φορές, ανήμποροι να αντιδράσουν, υποκύπτουν. Η τύχη (;) επιφυλάσσει διαφορετική πορεία για τον καθένα. Όμως, οι μνήμες είναι η σταθερά τους και η ξεγνοιασιά της νιότης δεν παραγράφεται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Η ζωή συνεχίζεται με το τέλος της δεκαετίας του ’70 να εμφορείται από πολύ σκοτάδι και πολύ φόβο και να προμηνύει το ξεκίνημα μιας ζοφερής εποχής. Με την επιβολή της χούντας, ο αντιδικτατορικός αγώνας θεριεύει με τους φοιτητές στην πρώτη γραμμή. Τα παιδιά εκείνης της εποχής μεγαλώνουν απότομα ή μάλλον είναι παιδιά μικρομέγαλα με όνειρα, πολλά από τα οποία, χρόνια μετά, αποδείχθηκαν τρύπια ή απλώς ξεχάστηκαν.
Παρά ταύτα οι ήρωες μεγαλώνοντας ωριμάζουν με τη συνείδηση και το ήθος τους να στερεοποιούνται και να θωρακίζονται μέσα από τις γραμμές του κοινού αγώνα. Η Ελένη Γερασιμίδου με τη γραφή της αποτυπώνει τη μεταβατική εποχή: από την ανέμελη νιότη στη απαιτητική ενηλικίωση. Κοινός παρονομαστής η μνήμη – όχι ως παρελθοντολαγνεία αλλά ως καύσιμο, για να συνεχίσει κανείς την πορεία του, χωρίς να ξεχνά από πού ξεκίνησε. Η συνειδητότητα κερδίζεται με τον χρόνο και η ωρίμανση έρχεται, όταν εκείνη κερδηθεί. Όσο για τις κάθε είδους ανθρώπινες σχέσεις, η γλυκιά αναπόλησή τους προκύπτει ως φυσιολογικό απότοκο του χρόνου, καθώς είναι αυτές που μας ορίζουν.
Είχανε πάει – όπως κάθε χρόνο – στο Χορτιάτη στις 2 Σεπτέμβρη, μέρα Ολοκαυτώματος. Να ήταν 15 χρονών. Μπορεί.
Το λεωφορείο από τη Σαλονίκη ήταν γεμάτο Νεολαία Λαμπράκη. Τραγούδια σ’ όλη τη διαδρομή και με τον πατέρα της να χαιρετιέται με τους ΕΔΑΐτες από τα κεντρικά, και δώσ’ του χειραψίες και δώσ’ του «πώς μεγάλωσε η μικρή! Μπράβο, μπράβο!», σαν να ήταν ξεπεταρούδι, ολόκληρη κοπέλα πια! Εκείνη έκανε σα να μιλούσαν γι’ άλλη και κοίταζε σοβαρά τους νεολαίους.
Πόσο ζήλευε. Τραγουδούσαν, συζητούσαν, πειράζονταν, φλέρταραν.
Μετά από το μνημόσυνο για τις χαμένες από τους ναζί ψυχές, καθίσανε όλοι στο μεγάλο καφενείο, στη σκιά του τεράστιου πλατάνου.
Απέναντί της στο τραπέζι ένας νέος ίσαμε 23-24 χρονών. Έπινε το κρασί που του γέμιζαν το ποτήρι και παρέμενε σκεφτικός. Βάζανε και σε κείνη κρασί χωρίς να την ξεχωρίζουν, και… έπινε να κάνει τη μεγάλη.
Μέχρι που ζαλίστηκε. Ο νέος άντρας της πήρε το ποτήρι μαλακά και της είπε:
- Το κρασί ζαλίζει. Δεν είναι πορτοκαλάδα.
Δηλαδή, την πέρασε για μικρή.
«Θα του δείξω εγώ», σκέφτηκε.
Σε λίγες μέρες, οργανώθηκε στη Νεολαία Λαμπράκη, να έχει τα ίδια δικαιώματα. Όχι για το κρασί.
Για να τη σέβονται που ήταν μια αγωνίστρια με τη βούλα.
(σ. 26-27)
Αυτές οι τριάντα μικρές ιστορίες, τις οποίες διανθίζουν – στο εξώφυλλο και εσωτερικά – έργα της Μάρθας Κορίτσογλου, λειτουργούν ως τεκμήρια προσωπικής και συλλογικής μνήμης που καθορίζουν το παρόν μιας ζωής γεμάτης από την ένταση του αγώνα για ένα καλύτερο αύριο και έναν πιο δίκαιο κόσμο.
