Ένα εσωτερικό, αλλά πληθωρικό σε εικόνες του εξωτερικού κόσμου, ταξίδι
Η συλλογή Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε ξαφνιάζει, εξαρχής, τον αναγνώστη καθώς ο ποιητής αφηγείται το παρελθόν σε χρόνο παροντικό σαν να συμβαίνει τώρα, με το βιωματικό στοιχείο να είναι κυρίαρχο σε έναν κόσμο που μετακινείται από τον χωροχρόνο του πραγματικού στη δίχως χωρικούς περιορισμούς και αχρονικότητα της φαντασίας. Ιστορίες μιας άλλης εποχής ξεδιπλώνονται, γραμμένες συχνά σε μορφή πεζοποιήματος, που εκτυλίσσονται μέσα σε ιδιότυπους κόσμους όπου το ρεαλιστικό και το ονειρικό στοιχείο συμπορεύονται, ενώ, δεν λείπουν και τα λάιτ μοτίφ, επαναλαμβανόμενες λέξεις-σύμβολα, όπως, για παράδειγμα, η «σκόνη», η σκόνη αυτή που ο χρόνος φεύγοντας αφήνει πίσω του, ιδιαίτερα στα δύο πρώτα ποιήματα της συλλογής που αφορμώνται από τις προγονικές μικρασιατικές καταβολές του ποιητή. Το δεύτερο εξ αυτών, το «Basmat», με την πολύ παραστατική περιγραφή των γυναικών που με τέχνη περνούν τα φύλλα του καπνού στο νήμα, μοιάζει να έχει γραφτεί με μολύβια ζωγραφικής, ανταποκρινόμενο, θα έλεγα, στον γνωστό ορισμό της ποίησης από τον Σιμωνίδη τον Κείο.
Ο ποιητής κινείται σε πόλεις και τόπους που ονοματίζονται, οριοθετούνται σ’ έναν χώρο πραγματικό που ζωντανεύει μέσα από τον λόγο του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, ο οποίος βρίσκεται μέσα τους παρών και απών την ίδια στιγμή:
Πού ήμουν εγώ;
Μοιάζει να μην το πρόσεξε κανείς πως λείπω, (σ. 14).
Η πόλη όπου μεγάλωσε προσωποποιείται, γίνεται μια γυναίκα, η Βέροια, που βγαίνει στο μπαλκόνι, το γνωστό μπαλκόνι της Βέροιας με θέα στον κάμπο, και τινάζει το φως με μια βέργα, όπως τινάζουν από τα δέντρα τις ελιές, και κάπως έτσι εικονοποιείται ποιητικά η πλατεία Εληάς κι εκατοντάδες κυβικά χιλιόμετρα φως, όπως λέει ο ποιητής, απλώνονται μέχρι τη θάλασσα, δηλαδή τον απέραντο κάμπο της Ημαθίας, (σ. 10). Η εικονοποιία είναι έντονη, κάποτε φτιαγμένη από πλάνα-σεκάνς, πλάνα-ενότητες, δηλαδή, όπως στο ποίημα «Η πόλη άφαντη», όπου μέσα στο ίδιο κάδρο, μέσα στο ίδιο πλάνο, εναλλάσσονται οι εποχές και ο παγωμένος χειμώνας γίνεται άνοιξη, κάτι που θα συναντήσουμε και σε άλλα ποιήματα.
Ο πραγματικός χρόνος, όμως, διαφέρει, ασφαλώς, από τον ποιητικό, τρέχει με μεγάλη ταχύτητα και από το 1950, που ζούσε ακόμα η προγιαγιά Ευανθία, φτάνει στα πυροτεχνήματα της πρωτοχρονιάς του Millennium που γίνονται αφορμή για μια κριτική προσέγγιση της νέας εποχής με σαφείς πολιτικές και ανθρωπιστικές νύξεις:
Στο Πεκίνο
Κάποιος προσπαθώντας να σκοτώσει τον εαυτό του
Πηδάει απ’ το παράθυρο
Και πέφτει στο δίχτυ ασφαλείας της Apple
Που απαγορεύει τις αυτοκτονίες
Στους ντόπιους υπαλλήλους της
και συνεχίζει ο ποιητής:
Τώρα στον Γάγγη
Χιλιάδες άνθρωποι
Χιλιάδες πτώματα, (σ. 18).
Επίσης, στο «Ένα ερείπιο σουβενίρ», ποίημα που συνομιλεί με την ταινία «Mad Max», διαβάζουμε:
Κοιτάζω την ανατιναγμένη προβλήτα
Παλιό φρικτό γλυπτό
Γλυπτική με βόμβες
Οι γλύπτες του IRA, (σσ. 24-25).
Τοπία της μνήμης αναβιώνουν στο έσω βλέμμα του ποιητικού υποκειμένου, όπως στο εξαιρετικό ποίημα «Ο Κάτω Κάμπος», που αναφέρεται, προφανώς, στο γνωστό λιμανάκι της Αμοργού με τη μικρή προβλήτα και την παραλία, εκεί που, όπως λέει ο ποιητής, οι αναμνήσεις σκουριάζουν σε χρόνο ρεκόρ… σαν κάτι υποσχέσεις αιώνιας αγάπης, (σ. 26). Ο χρόνος, λοιπόν, είναι αμείλικτος και δεν αφήνει αλώβητες τις αναμνήσεις στο πέρασμά του, σε αντίθεση με τη φυσική ομορφιά του κόσμου που παραμένει αναλλοίωτη κι απέναντι στην οποία ο ποιητής στέκεται με σεβασμό:
Λοιπόν στρίβουμε… Ή μάλλον περιμένουμε… Ένα λεπτό.
Να περάσουν από μπροστά μας τα πρώτα χρώματα, (σ. 26).
Ο σεβασμός του φυσικού στοιχείου ενισχύεται και μέσα από ευθείες ή αλληγορικές αναφορές, που ξεκινούν ήδη από το πρώτο ποίημα της συλλογής, όπου διακρίνεται η ευαισθησία του ποιητή απέναντι σε οτιδήποτε αντιπροσωπεύεται από τον κόσμο της φύσης.
Μέσα από στίχους σπάνιας ποιητικής δύναμης ακολουθεί ο αναγνώστης τον ποιητή σ’ αυτό το εσωτερικό αλλά πληθωρικό σε εικόνες του εξωτερικού κόσμου ταξίδι. Παραθέτω ένα δείγμα:
Θα μπορούσε ίσως κάποτε παλιά να είχε χτίσει εδώ κάτω κάποιος
μόνος του κρυφά ένα εκκλησάκι για τον Ιούδα.
Αλλά ποιος να το βρει
Και ποιος να την αντέξει τόση αγάπη…
Ποιον να προδώσει κανείς σε μια τέτοια ερημιά…
Από αγκάθια ένα σωρό αλλά ποιος να τα πλέξει…, (σ.27).
Ωστόσο, ακόμα και μέσα στον πιο δυστοπικό τόπο, όπως και σε καθετί στη φύση, υπάρχει και το αντίθετό του:
Βραδιάζει
Πρέπει να προλάβω να επιστρέψω
Επάνω
Στη Χώρα όλο και κάποιο Γιασεμί θα ξενυχτάει,
διαβάζουμε στο τέλος του ποιήματος «Ο Κάτω Κάμπος», (σ. 28).
Κατ’ ανάλογο τρόπο με τον Χέλντερλιν και το γνωστό ρητορικό του ερώτημα: και οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό, το ποιητικό υποκείμενο αναρωτιέται: Και ποιος τις χρειάζεται αυτές τις μέρες; (σ. 27).
Ο ποιητής δίνει σάρκα και οστά στους θεωρητικούς προβληματισμούς και τα φιλοσοφικά ερωτήματα. Η διαφορετική ματιά του πάνω στον κόσμο δεν παίρνει τη μορφή ενός ποιητικού θεωρήματος. Αντ’ αυτού, μέσα από την πλούσια εικονοποιία μπορούμε να δούμε κι εμείς τον κόσμο διαφορετικά, μέσα από τα δικά του μάτια, με πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Μία ελιά». Στην ποίηση του Παύλου Παυλίδη οι λέξεις γίνονται ζωντανές εικόνες, ζωντανεύουν κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μοιάζουν να υπάρχουν στο χαρτί μόνο για τυπικούς λόγους.
Μα εσύ ανοίγεις τα μάτια
Και γύρω σου ο κόσμος
Είναι ακόμη Δρόμος
Είναι νωρίς ακόμη, (σ. 32).
Κάπως έτσι, και τόσο παραστατικά, ορίζεται η παιδική ηλικία, ή με την εικόνα ενός χαρταετού που πήγε και κρεμάστηκε απ’ τα καλώδια της διπλανής ημέρας και γι’ αυτό δεν τον βρίσκεις, (σ. 34).
Ο ποιητής δεν σταματά να σκηνοθετεί με διαφορετικούς τρόπους τη νοητή επιστροφή στα παιδικά χρόνια, όπως το κάνει, για παράδειγμα, με τον τρόπο κάποιου Άγιου Ρώσου σκηνοθέτη στο αλληγορικά αυτοβιογραφικό ποίημα με τον τίτλο «Στο ίδιο σημείο», στο οποίο θα συναντήσουμε και τον στίχο-τίτλο της συλλογής Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε, (σ. 49). Αποκαλυπτικό, μέσα στην κρυπτικότητά του, είναι και το σπονδυλωτό ποίημα «Η γυναίκα που κλαίει σιωπηλά». Σαν μέσα σε δυσερμήνευτο όνειρο αναδύονται και περιβάλλονται από αμφίσημους συμβολισμούς το ποιητικό υποκείμενο, παιδί ακόμη, οι μορφές της μητέρας και του πατέρα και οι παιδικοί φίλοι. ένα όνειρο που λαμβάνει χώρα μέσα στη φύση, στο χωράφι με τα στάχυα, στο δασάκι με τις πασχαλιές, στον γυαλό, στην άσπρη αμμουδιά, σε στιγμές φαινομενικά ασήμαντες, ένα όνειρο που ήταν, όμως, κάποτε αληθινό και στην πραγματικότητα δεν είναι όνειρο και που ο ποιητής το ερμηνεύει σαράντα χρόνια αργότερα για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι:
Τα γέλια εκείνου του ασήμαντου απογεύματος
Δε θα συγκρίνονταν στο εξής
Σχεδόν με τίποτα, (σ. 37)
και ότι:
Οι μόνες κορφές
Που στ’ αλήθεια κατακτήσαμε
Ήταν τέτοιες στιγμές
Εκτός τόπου και χρόνου
Τα φευγαλέα θρύψαλα
Κάποιας παράλογα μεγάλης ευτυχίας, (σ. 39).
Η αξεδιάλυτη σχέση μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου που χαρακτηρίζει τη συλλογή γεννάει οράματα ή όνειρα ποιητικά που σίγουρα δεν θέλεις να τα ξεχάσεις όταν ξυπνήσεις:
Ξεκουράζομαι δίπλα στ’ απομεινάρια του ρωμαϊκού τείχους. Έχω δίπλα μου κλειστό το Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο. Απέναντί μου στέκεται όρθιος ο κύριος Σαραμάγκου. Πριν λίγες ώρες μου γιάτρεψε το στήθος. Πήρε την πέτρα απ’ την καρδιά μου και την ακούμπησε δίπλα στις άλλες, διαβάζουμε στο δεύτερο μέρος του ποιήματος «Νας», (σσ. 58-59).
Και το ταξίδι συνεχίζεται με διάσπαρτα μικρά ποιήματα που φυτρώνουν αβίαστα κι ενσωματώνονται οργανικά μέσα στο σώμα μεγαλύτερων σε έκταση ποιημάτων, σαν μικρές επαναστάσεις μέσα σε μια εξέγερση εν εξελίξει. Μια εξέγερση ενάντια στη φθορά του χρόνου που συχνά μέσα στη συλλογή αποκτά την υφή μιας φθαρμένης υλικής υπόστασης:
Σπασμένοι ανεμόμυλοι
Δεν ανεβαίνει πια κανείς
Ν’ αλέσει τίποτα εδώ πάνω
Μόνο ο αέρας, (σ. 38).
Διαπιστώνουμε πως, στην ουσία της, πρόκειται για μια ποίηση βαθιά βιωματική όπου οι αναμνήσεις από καίριες περιόδους της ζωής του ποιητή, όπως τα χρόνια του στο Παρίσι, που αποτυπώνονται στο συνθετικό ποίημα «Rue des Martyrs», και σε ελληνική μετάφραση «Οδός των Μαρτύρων», ιδωμένα τώρα από τη μακρινή σκοπιά του χρόνου που πέρασε, παίρνουν μια άλλη διάσταση, μυθική και απομυθοποιητική ταυτόχρονα. Στο πολύ ωραίο και γεμάτο νόημα κλείσιμο του ποιήματος διαβάζουμε:
Πριν λίγο σκέφτηκα ότι αν γράψω Rue de Martyrs θα εμφανιστεί στο κινητό
Αυτόματα μπροστά μου ο ανηφορικός εκείνος δρόμος.
Όντως εμφανίζεται.
Αλλά πια σαν κατηφόρα, (σ. 68).
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι πρόκειται για μια ποιητική αυτοβιογραφία, διότι τη συλλογή χαρακτηρίζει μια θεματική ποικιλομορφία που, ενίοτε, εισχωρεί ευθέως στην αρχαία ελληνική μυθολογία, δίνοντας άρτια ποιήματα, όπως ο μονόλογος της Ωραίας Ελένης, άλλοτε συνομιλεί με ταινίες, όπως είδαμε παραπάνω, με αγαπημένα βιβλία, αλλά και ομότεχνους, όπως στο πολύ ωραίο ποίημα «Αθήνα», με τη διαφωτιστική χρονική αναφορά «17 Νοεμβρίου 1992», που αποτελεί, θα έλεγα, μια ωδή στην επονομαζόμενη «αγία των Εξαρχείων», την Κατερίνα Γώγου.
Συμπερασματικά, τα ποιήματα του Παύλου Παυλίδη διακρίνονται για την αμεσότητά τους, καθώς ο ποιητής ή το ποιητικό υποκείμενο μοιάζει να κάθεται στη μέση μιας μεγάλης παρέας και να αφηγείται με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο τις ποιητικές του ιστορίες, όλα αυτά που κρύβονταν καιρό μέσα του και ήρθε τώρα η κατάλληλη στιγμή με ώριμο και ψύχραιμο βλέμμα να τα κάνει κοινό κτήμα, αποκαλύπτοντας μια άλλη πλευρά του εαυτού του, πέραν εκείνης του μουσικού, του στιχουργού και τραγουδοποιού, μια πλευρά, όμως, θεωρώ, εξίσου σημαντική που έρχεται να συμπληρώσει το προφίλ μιας πολύπλευρης, χαμηλών τόνων, αλλά δυναμικής και τολμηρής καλλιτεχνικής προσωπικότητας.
Δημήτρης Καπετανάκης
