Η τελευταία θεραπεία δεν πήγε όπως περίμεναν οι γιατροί. Το έβλεπε και μόνος του πως δεν είχε πια ελπίδα. Κι έτσι αποφάσισε να πραγματοποιήσει το παιδικό του όνειρο. Να μείνει για κάποιο διάστημα σ’ ένα φάρο. Δεν ήταν εύκολο να τον δεχτούν, ώσπου μετά από έρευνα ημερών ανακάλυψε πώς ένας παλιός του συμμαθητής ήταν φαροφύλακας. Κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί του και του εξέθεσε την κατάσταση και την επιθυμία του. Ο φαροφύλακας απάντησε με δυο κουβέντες: Θα με βάλεις σε μπελάδες αλλά θα χαρώ πολύ να έρθεις. Έκανε το ταξίδι εφοδιασμένος με ζεστά ρούχα και τα βαριά παυσίπονα που έπαιρνε εδώ και χρόνια, φυσικά φορώντας πάντα την ειδική μαλακή μάσκα φτιαγμένη από ειδικό εργαστήριο στο Λονδίνο για ανθρώπους που έχουν υποστεί βαριά εγκαύματα στο πρόσωπο. Έξι χρόνια τώρα την φορούσε και ακόμη ξαφνιαζόταν σαν έβλεπε τον εαυτό του σε καμιά βιτρίνα τις ελάχιστες φορές που έβγαινε από το σπίτι. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο μετά από τα αλλεπάλληλα χειρουργεία ο διευθυντής του ξαφνικά έγινε πολύ συγκαταβατικός και του ζήτησε να δουλεύει από το σπίτι. Για το δικό σας καλό του είπε. Να μην ταλαιπωρείστε με τις μετακινήσεις. ΟΙ φίλοι του αραίωσαν σιγά σιγά τις επισκέψεις κι εκείνη είχε χαθεί στη φωτιά.
Μόλις έφτασε στην ακτή θυμήθηκε το βιβλίο της Βιρτζίνια Γουλφ που διάβαζαν μαζί ξανά και ξανά. Άκου της έλεγε τρυφερά πόσο όμορφα περιγράφει τον φάρο και της διάβαζε με βαθιά φωνή «ασημένιο, μισοκρυμμένο στην ομίχλη πύργο με ένα κίτρινο μάτι που άνοιγε ξαφνικά και τρυφερά το βράδυ». Εσύ είσαι το δικό μου κίτρινο μάτι απαντούσε εκείνη κι έπειτα κοιμόταν αγκαλιασμένοι.
Ο βαρκάρης τον άφησε μπροστά στην μεγάλη σκάλα του φάρου, όπου τον περίμενε ο παλιός του συμμαθητής, μεσήλικας πια με κουρασμένα μάτια και σκαμμένο απ’ την αλμύρα δέρμα. Αγκαλιαστήκανε αμήχανα και ανέβηκαν στο ειδικά προσαρμοσμένο σπίτι. Περίμενε τρείς μέρες μέχρι να καταφέρει να τον ρωτήσει για την μάσκα. Εκτός από τις ώρες που κοιμόταν ο Πάτρικ, ο φαροφύλακας απέφευγε να τον κοιτάζει στο πρόσωπο. Του μιλούσε ατελείωτες ώρες για τα σύγχρονα μέσα που έχουν πια οι φάροι, για τον αυτοματισμό στο άναμα του προβολέα μα κυρίως του μιλούσε για την μοναξιά του, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά. Μετά από τρεις μέρες, ελάχιστα πράγματα ειπώθηκαν για τη μάσκα και ακόμη λιγότερα για την πυρκαγιά.
Ο Πάτρικ ανάσαινε όσο πιο βαθιά μπορούσε την αύρα της θάλασσας, άκουγε με προσήλωση τις αληθινές και φανταστικές ιστορίες του συμμαθητή του κι ένιωθε πως δεν ήταν πια άνθρωπος αλλά ένα καράβι που θα ξεκινούσε από εκείνον τον φάρο για να βρει ξανά τον προορισμό του.
Την ημέρα που ο φαροφύλακας πήγε να φέρει προμήθειες, έβγαλε με προσοχή τη μάσκα του κι έπειτα πήδηξε με αξιοζήλευτη γαλήνη στη μήτρα της θάλασσας.
