Στον Κώστα Αγόρα
Αγκαλιάζοντας τον εγγονό μου, φιλώντας τον γιο μου, αγγίζοντας το μάγουλο της νύφης μου, κοιτάζοντας τα απαλάπρόσωπατων αγίων, σκεπτόμενη τα ευλογημένα μωρά που γεννήθηκαν πρόσφατα στο φιλικό μου περιβάλλον, αλλά και εκείνον τον άγνωστό μου νεαρό στρατιώτη που έφυγε, μου ήρθε στην σκέψη το “ομοούσιον” του Συμβόλου και η κουβέντα του δασκάλου μου – επ’ αφορμή της επισκέψεως του Πάπα στην Νίκαια της Τουρκίας: Ο Ιησούς-Χριστός είναι “ομοούσιος τω Πατρί” ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΑ. Αλλά εξίσου ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΑ είναι ΚΑΙ “ομοούσιος τη Μητρί και Ημίν”!!!!!… (Από το FBKostasAgoras, 29/11/2025)
Έτσι λοιπόν σκέφτηκα να μας μιλήσω λίγο για την ανθρωπότητα του Χριστού. Είναι άνθρωπος ο Χριστός; Κι αν ναι, τι “σόι” άνθρωπος;
Η Καινή Διαθήκη το λέει σαφώς: εκ ρίζης Ιεσσαί ο Χριστός και η υμνογραφία των Καταβασιών επίσης: «Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εξ αυτής Χριστέ εκ της Παρθένου ανεβλάστησας…».Ο Ιεσσαί ο Βηθλεεμίτης είναι πατέρας του Προφητάνακτα Δαβίδ, από την ρίζα αυτού κρατά την πλήρη ανθρωπότητά Του ο Ιησούς εκ Μητρός, ενώ την πλήρη θεότητά Του εκ Πατρός,από την ομοουσιότητα των Τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος (Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως).
Πλήρης λοιπόν ανθρωπότητα. Ένα νέο “ανθρωπάκι”Γεννάται, Αυτό αναμένουμε. Αυτού την Γέννηση εορτάζουμε. Σας ξαφνιάζει που Τον λέω “ανθρωπάκι”; Μην ξαφνιάζεστε. “Τζιέρι μου”,“Τζιβαέρι μου”, θα μπορούσα να πω. Γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου… θα Τον έλεγε ο ποιητής, “ανθρωπάκι μου” λέω εγώ όλα τα μωρά, αναγνωρίζοντας σε αυτά τι θα γίνουν στο μέλλον, δηλαδή ολοκληρωμένοι άνθρωποι, «κατ’ εικόνα και ομοίωσινΘεού»πλασμένα (Γέν. 1,26).
Κάπως θα Τον χάιδευε και θα Τον νανούριζε και η Μάνα Του, όσο και αν γνώριζε το προ αιώνων μυστικό και το απόρρητο. Κάπως θα προσδοκούσε να Το δει να μεγαλώνει το “ανθρωπάκι”Της, όσο κι αν γνώριζε. Η εικονογραφία Την δείχνει μάγουλο με μάγουλομαζί Του στο λίκνο – τάφο. Την δείχνει να θηλάζει η Κεχαριτωμένη με αυτή την φυσική Της λεπτότητα που κάνει τα πάντα. Ανθρώπινη λεπτότητα.
Λίγες πληροφορίες έχουμε για Κείνην κι αυτές από “Απόκρυφα Ευαγγέλια”, κείμενα που, όπως γράφει ο Ιωάννης Καραβιδόπουλος (1999), είναι κείμενα γραμμένα κατ’ απομίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής τα οποία αποδίδονται ψευδωνύμως σε γνωστά βιβλικά πρόσωπα, ώστε να δώσουν εγκυρότητα στα γραφόμενα. Δεν είναι ότι δεν σέβονται τα Ευαγγέλια την Μαρία, όμως η έννοια και η προτεραιότητά τους είναι ο Ευαγγελισμός, δηλαδή η διάδοση του Μηνύματος:«Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν», όπως ανακοινώνει περιχαρής ο Ανδρέας ο πρωτόκλητος.
Ο άνθρωπος τον οποίον ακολουθούν οι μαθητές είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας των Προφητειών και Σωτήρας και Μεσίτης Χριστός και «προσδοκία εθνών» (Γεν. 49,10). Οι μαθητές και Ευαγγελιστές και Απόστολοι το κατανοούν στο βάθος του και το διαδίδουν μετά την Πεντηκοστή, θεμελιώνοντας την Εκκλησία Του στον Κόσμο.
«Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέει: Ήρθε ο Θεός στον κόσμο και ο κόσμος δεν τον δέχτηκε και όλα του ήταν ξένα, (Ιω. 1,10). Αυτή η νιότη που γεννάται κάθε στιγμή και σαρκώνεται στην Αγάπη, Αυτή η δοξολογία των αιθέρων και των αγγέλων, η αγαλλίαση της γης και των πλασμάτων της, Αυτή η ελπίδα, έρχεται σε μας και σαρκώνεται για μας για να μας γίνει τα πάντα. Όμως δεν τον αποδεχόμαστε. Αυτός που δημιούργησε τον Ουρανό και την Γη ήρθε ανάμεσά μας και παρόλα αυτά όλατού ήταν δανεικά και ξένα, από το Σπήλαιο ως τον Τάφο. […] Λαμβάνει την μορφή μας, γίνεται δούλος(Φιλ. 2, 6-7) και πένης, σαρκώνεται, παίρνει σάρκα από την σάρκα μας, από την μήτρα της Θεοτόκου Μαρίας, συνομιλεί μαζί μας και γι’ αυτό το ελάχιστο, γι’ αυτό το ένα ποτήρι νερό που του εδόθη (Ιω. 4,7.), μας προσφέρει τον εαυτό Του»,.
Αυτά τα λόγια από το βιβλίο μου Γιατί (το) Πιστεύω,(Λιντζαροπούλου, 2025), δεν είναι γραμμένα για την θεότητα του Ιησού, αλλά για την ανθρωπότητά Του. Η ανθρωπότητα Του ήρθε και έπαθε ανάμεσά μας. Η ανθρωπότητά Του γεννάται και χλευάζεται ανάμεσα στους ανθρώπους.
Εμάς ήρθε να γνωρίσει και Του το οφείλουμε… τόσο απλό. Με εμάς ήρθε να συνομιλήσει και Του το οφείλουμε, ήρθε για να γνωρίσουμε δι’ Εκείνου τον Πατέρα, δι’ Αυτού να Θεωθούμε, τόσο θεολογικό. Όπως γράφει ο Μέγας Αθανάσιος: «Αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν· καὶαὐτὸςἐφανέρωσεν ἑαυτὸν διὰ σώματος, ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀοράτουΠατρὸςἔννοιαν λάβωμεν· καὶ αὐτὸς ὑπέμεινε τὴν παρ᾿ ἀνθρώπων ὕβριν, ἵναἡμεῖς ἀφθαρσίαν κληρονομήσωμεν.» (PG 25, 192Β).
Διότι, όπως συνομολογούν οι Πατέρες, μετά το “Πρωτοευαγγέλιο” – έτσι ονομάζουμε την Υπόσχεση, της λύτρωσης τουανθρώπουμετά την Πτώση(Γέν. 3,15) – ο Θεός μεταχειρίστηκε πολλούς τρόπους για να επαναφέρει τον άνθρωπο στην σχέση μαζί Του και στο αρχαίο κάλλος:τον Νόμο, τους Προφήτες, ακόμη και απειλές, ώσπου ήρθε η ώρα και ο Υιός Του ο αγαπητός, ο Υιός του Πατρός και της Μαρίας, εκ Πνεύματος Αγίου, βάδισε στην γη και έγινε κομμάτι της ιστορίας μας ανακεφαλαιώνοντάς την στο πρόσωπό Του, «στο ένα πρόσωπο, αυτό του Υιού, του δευτέρου προσώπου της Τριάδος», όπως οφείλουμε να υπενθυμίσουμε σύμφωνα με το ενυπόστατο θείου και ανθρωπίνου προσώπου.
Όσο τρυφερά Τον βλέπουμε τον Χριστό στην φάτνη ανάμεσα σε ζωάκια, λαμπάκια και δώρα, τόσο εύκολα Τον ξεχνάμε ως άνθρωπο, διότι η ανθρώπινή Του φύση δεν μας είναι οικεία κι ας είναι και δική μας φύση (έστω και χωρίς αμαρτία). Και δεν μας είναι “οικεία”… αφενός μεν γιατί δεν έχουμε καταλάβει σε τι μας χρησιμεύει ένας Θεός που πέθανε για μας, αφετέρου διότι μας καλεί να σηκώσουμε τον προσωπικό μας Σταυρό.
Σιγά το πράγμα θα μου πείτε. Αυτό είμαστε αναγκασμένοι να το κάνουμε. Από τον Σταυρό μας δεν ξεφεύγουμε.
Αλήθεια;
Και τότε γιατί αυτοκτονούμε; Γιατί κρυβόμαστε πίσω από χιλιάδες λαμπιόνια; Γιατί παίρνουμε αντικαταθλιπτικά και οι πιο πιστοί; Γιατί καταναλώνουμε χρήμα, χρόνο, θόρυβο, αναίτια, και οι πιο πιστοί; Γιατί κρύβουμε την ταυτότητά μας και την αλήθεια μας και οι πιο πιστοί;
Δεν μας εγκαλώ, απλώς προβληματίζομαι.
Ο Χριστός στον Οποίον καλούμαστε να ομοιάσουμε είναι “δύσκολη” εικόνα, όμως γι’ αυτό πλαστήκαμε. Αυτός είναι η εικόνα, Εικόνα του Πατέρα Του. Ο Χριστός στον Οποίον καλούμαστε να ομοιάσουμε, είναι “δύσκολο” ρούχο, όμως Τον φοράμε με το βάπτισμά μας.
Γιατί μας γίνεται δύσκολο;
Μήπως γιατί εμείς το “ανθρωπάκι” το θέλουμε εκεί στα λαμπάκια και όχι στο τραπέζι μας, όχι δίπλα μας, όχι στα πρόσωπα των άλλων, όχι στην ζωή μας;
Μήπως γιατί δεν Τον θέλουμε ΚΑΙ άνθρωπο;Γιατί δεν Τον θέλουμε κοντινό και οικείο, δεν Τον θέλουμε αδελφό, δεν Τον θέλουμε να μπορεί να Τον φτάσει ο κάθε άνθρωπος, αφού δεν μπορούμε να Τον φτάσουμε εμείς;
Υποθέσεις κάνω.
Μήπως νομίζουμε ότι η πύλη προς την Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι για τους αναμάρτητους ή για τίποτα «καλούς χριστιανούς»;
… Μήπως δεν είδαμε ότι μας άνοιξε την οδό της Σωτηρίας και μας την ανοίγει χαριστικά Εκείνος;
… Μήπως δεν Τον είδαμε να τρώει με τις πόρνες και τους τελώνες;
…Μήπως δεν τον είδαμε να παίρνει τον ληστή από το χέρι και να τον οδηγεί στον Παράδεισο;
Ή
…Μήπως μας τρομάζει γιατί το “ανθρωπάκι”, το παιδίον Νέον που Γεννάται κάθε σήμερον, βγήκε από την ασφάλεια της φάτνης, άφησε τον μαστό, ενηλικιώθηκε και θυσιάστηκε, από Αγάπη και μόνον;
…Μήπως μας τρομάζει γιατί σε αυτό το “ανθρωπάκι”καλούμαστε να ομοιάσουμε, να ενηλικιωθούμε, να βγούμε από την “φάτνη”μας, να ομοιωθούμε στον Θεάνθρωπο Χριστό, να θυσιάσουμε την άγνοια και την βολή μας, από Αγάπη και μόνον;
Υποθέσεις κάνω.
Καλά Χριστούγεννα.
