You are currently viewing Éric Senabre: Η επίσκεψη του κυρίου Σοτέ[1]. Μετάφραση από τα γαλλικά: Μαγδαληνή Θωμά

Éric Senabre: Η επίσκεψη του κυρίου Σοτέ[1]. Μετάφραση από τα γαλλικά: Μαγδαληνή Θωμά

Μουσείο Λούβρου, Τμήμα Συλλογών

 

«Παρακαλώ, καθίστε, κύριε…»

«Σοτέ».

«Μα βεβαίως, συγνώμη. Να σας προσέφερα κάτι να πιείτε;»

«Όχι, σας ευχαριστώ εγκαρδίως. Θα προτιμούσα να μπαίναμε κατευθείαν στο θέμα. Έχετε, υποθέτω, πολλές ενασχολήσεις. Η συζήτησή μας μπορεί να λάβει περισσότερο χρόνο απ’ όσο νομίζετε».

«Όπως επιθυμείτε. Θα σας ομολογήσω, κύριε Σοτέ, ότι είναι σύνηθες το Τμήμα Συλλογών του Λούβρου να ζητά κάμποσες πληροφορίες πριν από μια συνάντηση σαν τη δική μας τώρα. Μα έχουμε, βλέπετε, έναν κοινό γνωστό που εγγυήθηκε για ελόγου σας. Και τα λόγια του Κλοντ, ομολογώ, μού έχουν εξάψει την περιέργεια: “Δεν έχω ιδέα τι στο καλό θέλει ο Σοτέ να σου προτείνει, αλλά κάποιος ξεχωριστής φύσεως άνθρωπος όπως αυτός, δίχως ενδιαφέρον δεν είναι ποτέ”. Εδώ είμαστε, λοιπόν!»

Ο κύριος Σοτέ έστειλε ένα φευγαλέο χαμόγελο, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αφελές ή κοροϊδευτικό, αναλόγως τη ματιά του· μα έλα που τα μάτια του έμεναν κρυμμένα πίσω από κάτι φιμέ γυαλιά τόσο αδιαπέραστα όσο κι ένας άπατος καθρέφτης και η ετυμηγορία τους, έτσι, παρέμενε μυστική. Με μαλλί σύρριζα κομμένο, μούτρο ξεροπόταμο και δέρμα μαύρο, σκληρυμένο, ο κύριος Σοτέ κράτησε σιωπή για λίγο ακόμα· αρκετή ωστόσο ώστε να εγκατασταθεί ένα αίσθημα δυσφορίας ανάμεσα σ’ εκείνον και τον κύριο Λορέν, τον υπεύθυνο Συλλογών του Λούβρου – η ιδέα περισσότερο, παρά το ίδιο το αίσθημα αυτό καθεαυτό.

«Σας ακούω, κύριε Σοτέ» ξαναείπε υπομονετικά ο κύριος Λορέν. «Για τι ακριβώς πρόκειται;»

Ο κύριος Σοτέ ίσιαξε το μανίκι από το σακάκι του, μάρκας ιταλικής, τιμίας ποιότητος, κοπής διαχρονικής, που αν και αναδείκνυε αρκούντως τον κάτοχό του, άρχιζε να δείχνει ωστόσο κάποια σημάδια φθοράς.

«Θα ήθελα να σας προτείνω κάτι. Ως “ντασιόν”, μια εξόφληση σε είδος»[2]

Ο κύριος Λορέν έγνεψε με ύφος σοβαρό σαν ο ίδιος ο όρος να απαιτούσε αυτόματα κάποια δόση συμπόνιας. Οι παραχωρήσεις έργων με ντασιόν γίνονταν πράγματι με σκοπό την εξόφληση ενός χρέους. Οπότε, ο κύριος Σοτέ είχε σίγουρα οικονομικές δυσκολίες – κι όπως όλοι ξέρουμε, στη Γαλλία δεν υπάρχει σοβαρότερο ζήτημα απ’ αυτό.

«Ποιο τμήμα αφορά, πιστεύετε; Τέλος πάντων, θα ήταν ίσως ταχύτερο, αν μου λέγατε για ποιο αντικείμενο πρόκειται. Έχετε τίποτα φωτογραφίες; Έτσι δεν είναι;»

«Ω, οι φωτογραφίες θα ήσαν περιττές!»

«Χμ… Δεν σας κατανοώ· το έχετε μαζί σας εννοείτε;»

Ο κύριος Σοτέ είχε μπει με άδεια χέρια. Τι είδους έργο τέχνης θα μπορούσε να έχει φέρει;

«Όχι ακριβώς, αλλά ό,τι λέτε προσεγγίζει σαφώς την αλήθεια. Όσον αφορά την ερώτησή σας, ε, λοιπόν, θα δίσταζα μάλλον…»

«Την ερώτησή μου; Αναφορικώς με το τμήμα, εννοείτε».

«Με αυτό, ναι. Αλλά δεν ξέρω τι να σας πω, βεβαίως. Θα ταίριαζε οπωσδήποτε ωραιότατα στο Τμήμα Αιγυπτιολογίας – από την άλλη πλευρά και η ελληνική αρχαιότης θα ωφελούνταν εξίσου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πρόκειται για κομμάτι που κανένα μουσείο στον κόσμο δεν θα μπορούσε να καυχηθεί πως έχει. Αυτό που αγνοώ, ωστόσο, είναι ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσατε να το εκθέσετε. Νομίζω ότι απαιτείται μια αρκετά πρωτότυπη διάταξη· προτιμώ όμως να μη σας φέρω προ εκπλήξεως».

Ο κύριος Σοτέ μιλούσε με μια κάποια ελαφριά προφορά. Αλλά τι σόι προφορά ήταν αυτή; Ιδού η απορία: δεν είχε καμιά ιδέα ο κύριος Λορέν. Κι όμως, είχε δει να περνούν απ’ το γραφείο του ξένοι όλων των λογιών· από την άλλη βέβαια, δεν μπορεί να ξέρει κάποιος όλες τις τοπικές παραλλαγές των γλωσσών του κόσμου.

«Κύριε Σοτέ, αν σας έλεγα ότι μου κεντρίσατε την περιέργεια, θα ήμουν τω λόγω συγκρατημένος».

«Μα ναι, βέβαια, κατανοώ. Αρκετά το γυροφέραμε, δεν νομίζετε;»

«Αυτό και θα ήταν το νόημα των λόγων μου».

Ο κύριος Σοτέ τράβηξε ελαφρά την καρέκλα του από το γραφείο του κυρίου Λορέν και ξεκούμπωσε το σακάκι του. Ανασηκώθηκε, λεπτός κι ευθυτενής και δήλωσε βαρύγδουπα και με έναν τρόπο παρά τρίχα γελοίο:

«Σας προτείνω να αποκτήσετε… εμένα αυτοπροσώπως».

Ο κύριος Λορέν ανοιγόκλεισε το άκρο της γιαπωνέζικης πέννας του, την τοποθέτησε στου γραφείου του την άκρη και έγλειψε τα χείλη του. Πλατάγισε ελαφρώς τη γλώσσα στα δόντια του κι ευθύς αποφάσισε να μιλήσει:

«Κάπου είχατε να πάτε, είπατε;»

«Μάλιστα».

«Ε, τι να χάνουμε τότε τον χρόνο μας με αστειότητες;»

«Διότι δεν είναι αστειότης αυτή. Συγκεντρώνω όλα τα προσόντα νομίζω για να μπω σε μία από τις συλλογές σας».

«Ελάτε τώρα κύριε Σοτέ…»

«Έχω μήπως φάτσα ανθρώπου που κάνει αστεία;»

Κατά μια απόλυτη έννοια, ο κύριος Σοτέ είχε δίκιο: οι άκαμπτοι τρόποι του, τα άτεγκτα χαρακτηριστικά, η στεγνότητα που τον χαρακτήριζε καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη λέξη, δεν του έδιναν a priori το ήθος ενός φαρσέρ. Παρά τα φαινόμενα, ήταν δύσκολο να τον πάρει κανείς στα σοβαρά, αν κρίνουμε μάλιστα κι από τη θέση του κυρίου Λορέν, a fortiori. Παραιτημένος πια,  ίσιαξε δυο έντυπα στην άκρη του γραφείου του και έκανε ένα νόημα με το κεφάλι του.

«Καλώς, ας μιλήσουμε λίγο ακόμα, λοιπόν. Τι άλλο θα θέλατε να μου πείτε;»

Μέχρι κι ίδιος ο κύριος Λορέν φάνηκε να ξαφνιάζεται από τον τόνο της φωνής του ή ακόμα καλύτερα, από τη συμφιλιωτική πρόθεση των λόγων του.

Ο κύριος Σοτέ κάθισε και είπε με ηρεμία:

«Είμαι ένας από τους απογόνους του Πτολεμαίου του Α΄».

«Ε, θα πρέπει να ’μαστε μπόλικοι στην κατηγορία αυτή» απάντησε ο κύριος Λορέν.

Ο Σοτέ κούνησε τα χείλια του ελαφρά ώστε να φανεί ο περιφρονητικός του τόνος:

«Όχι, δεν καταλάβατε. Δεν μιλώ για έναν απόγονο που η καταγωγή του έχει ξεθωριάσει μέσα εις τους αιώνας, αλλά για απόγονο απευθείας. Είμαι ένα από τα παιδιά του».

«Ω, παρντόν!» Έκανε έκπληκτος τάχα ο κύριος Λορέν. «Ποιο απ’ όλα; Ο Μελέαγρος μήπως; Ή ο Πτολεμαίος Κεραυνός;»

«Όχι βεβαίως κάποιος που θα ξέρατε το όνομα, κύριε Λορέν μου. Η ιστορία, βλέπετε, δεν μου έκανε τέτοια τιμή. Γεννήθηκα από τον έρωτα του πατέρα μου με μία από τις θεραπαινίδες του, τον καιρό που βασίλευε αυτός στην Αίγυπτο. Γι’ αυτό και δίστασα λίγο τότε που με ρωτήσατε για το τμήμα: Έλληνας ή Αιγύπτιος… δύσκολο να πεις!»

«Α, μα βέβαια, οπωσδήποτε. Ιδού η εξήγηση».

Δύσκολα έκρυβε ο κύριος Λορέν τον εκνευρισμό του, αλλά κάτι στην όλη κατάσταση κιόλας τον διασκέδαζε, γιατί το συνέχισε:

«Είσαστε, επομένως, η μετενσάρκωση του…»

Ο Σοτέ ξέσπασε αγανακτισμένος.

«Τι πράμα; Η μετενσάρκωση; Μα τι λέτε τώρα! Εγώ δεν έχω μετενσαρκωθεί ποτέ! Γνωρίζετε τι σημαίνει αυτή η λέξη;»

«Για να δουλέψει κανείς εδώ, ξέρετε, είναι καλό να έχει κάνει και λατινικά και ελληνικά. Οπότε, ναι, γνωρίζω τι σημαίνει».

«Μάθετε, το λοιπόν, ότι ποτέ εγώ δεν “άλλαξα δέρμα”. Δικό μου είναι το δέρμα από τη μέρα που γεννήθηκα. Που πάει να πει, από το 307 προ Χριστού, περίπου. Λέω «περίπου» διότι τότε η έννοια των χρονολογιών ήτο… Όπως και να ‘χει, δεν σας μαθαίνω φαντάζομαι και τίποτα καινούργιο».

«Όχι, βέβαια».

Ο κύριος Λορέν τράβηξε ένα μεγάλο τετράδιο από κάποιο συρτάρι, το άνοιξε σε μια σελίδα λευκή και κάτι σημείωσε. Κατόπιν επαναστόχευσε:

«Δεν έχετε, επομένως, μετενσαρκωθεί. Μάλιστα, το βλέπω… Έχετε…»

«Μουμιοποιηθεί, κύριε Λορέν».

Ο κύριος Λορέν έβγαλε τα χρυσόδετα γυαλιά του· διατηρούσε ακόμα εκείνη την διακριτική νεανικότητα που συναντά κανείς σε παλιούς επαναστάτες, όταν εκεί, γύρω στα σαράντα τους γίνονται ευρωπαίοι επίτροποι. Σκούπισε τους φακούς, ξαναέβαλε τον σκελετό στη μύτη του και ρώτησε:

«Είστε μούμια, κύριε Σοτέ; Ορθώς;»

«Ναι, απολύτως. Γι’ αυτό και εκτιμώ ότι θα εκπληρώσω το καθήκον μου προς στην κοινωνία, εάν ενταχθώ στη θαυμάσια συλλογή σας».

Ο σεβαστός υπάλληλος του Λούβρου σταύρωσε τα χέρια του με ένα χαμόγελο παιχνιδιάρικο στην άκρη των χειλιών του.

«Για να γίνει κανείς μούμια, κύριε Σοτέ μου, χρειάζεται μια ολόκληρη διαδικασία με πολλά στάδια, μεταξύ των οποίων και η αφαίρεση των σπλάχνων, η εξαγωγή του εγκεφάλου…»

Αυτός που ισχυριζόταν πως ήταν μούμια σήκωσε το δάχτυλο με ένα ειρωνικό χαμόγελο σαν να είχε μόλις κερδίσει στη συζήτηση ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα.

«Α, όχι! Εδώ σας σταματώ! Δεν συνέβαινε αυτό κατά την Παλαιά Αυτοκρατορία! Ο εγκέφαλος έμενε στο κρανίο».

«Βεβαίως» συγκατένευσε ευγενικά ο κύριος Λορέν, «αλλά αν είστε γιος του Πτολεμαίου, ήσασταν τότε τόσο μακριά από την Παλαιά Αυτοκρατορία, όσο είμαστε εμείς σήμερα από, ε, ας πούμε… από τον “ένδοξο πατέρα” σας».

«Πολύ ενημερωμένο σας βρίσκω».

«Γι’ αυτό και μου έδωσαν το πόστο αυτό».

«Παρόλα αυτά, οι ιστορικοί δεν τα γνωρίζουν όλα, έτσι;»

«Όχι· ειδάλλως, θα είχε χαθεί το επάγγελμα και κανένας δεν θα έψαχνε τίποτα».

«Ακριβώς. Λοιπόν, ακούστε με καλά: η μουμιοποίηση χωρίς την αφαίρεση του εγκεφάλου συνεχιζόταν ακόμη σποραδικά για χιλιετίες μετά το Παλαιό Βασίλειο. Εφαρμοζόταν σε πρόσωπα μικρότερης σημασίας, για τα οποία δεν ήθελαν να σπαταλήσουν δύο μήνες  – και κάτι παραπάνω μάλιστα! – επίπονων προετοιμασιών. Σκεφθείτε μόνο πόσος χρόνος χρειάζεται για να ξεραθεί ένα σώμα στον ήλιο, να ταριχευθεί, να το…»

«Ναι, ναι, το κατανοώ απολύτως. Ή μάλλον το φαντάζομαι, να πούμε καλύτερα. Ας συνοψίσουμε, άρα: έχετε μουμιοποιηθεί και προφανώς δεν τη γλιτώσατε την αφαίρεση των σπλάχνων. Αυτό μονάχα θα ήταν κιόλας ένας καλός λόγος να μην βρίσκεστε σε ένα γραφείο του Λούβρου, όπως τώρα λόγου χάρη, δύο χιλιάδες τριακόσια χρόνια μετά, τι νομίζετε;»

Ο κύριος Σοτέ σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

«Το παραδέχομαι, ναι. Κι όμως, για κάποιον λόγο που μου διαφεύγει, εξακολουθώ να μπορώ να μιλάω, να περπατάω… Δεν θα έλεγα φυσικά “να έχω μια ζωή κανονική”».

«Φυσικά».

«Το μόνο βέβαιο είναι ότι διέβην τους αιώνας όπως είμαι, φτυστός. Είστε άνθρωπος της πίστεως, κύριε Λορέν;»

«Εξαρτάται πώς το εννοείτε, αλλά φαντάζομαι πως η πιο σύντομη απάντηση θα ήταν “όχι”».

«Εγώ πάλι, ναι. Πώς να μην είμαι; Αλλά δεν πιστεύω σε έναν θεό μοναδικό. Α, όχι, δεν είναι αυτό που θέλω να πω. Δεν πιστεύω ούτε στον αιγυπτιακό πάνθεον, όπως η ιστορία του μας μεταδόθηκε μέσα απ’ την ιστορία μας. Πιστεύω, ωστόσο, σε δυνάμεις που κάποιες φορές εγκυμονούν ανωμαλίας. Σε μία από αυτές βάλτε κι εμένα. Ένα καύκαλο αδειανό σχεδόν που δεν πίνει, δεν τρώει, δεν κοιμάται, καταδικασμένο να είναι ο θεατής του χρόνου που κυλάει».

Ο κύριος Λορέν έριξε πάλι μια βιαστική ματιά στις σημειώσεις του (ένα κεφάλι κουνελιού με κάτι ρουθούνια που σχημάτιζαν ένα ξαπλωτό οχτάρι, συν τρεις φορές υπογραμμισμένο το όνομα «Σοτέ» με τελίτσες) και ανεβάζοντας τα γυαλιά που γλιστρούσαν από τη μύτη του, είπε:

«Καλώς. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως είστε όντως αυτό που ισχυρίζεσθε ότι είστε… Και προσέξτε: σας μιλάω σαν να πρόκειται για απλό νοητικό πείραμα. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι είσαστε μια μούμια περιφερόμενη που το ‘σκασε από την εποχή του Πτολεμαίου… Εφόσον τώρα είστε εις θέσιν να μου μιλάτε, τι μέλλει γενέσθαι; Θέλω να πω: φανταστείτε ότι δέχομαι να μπείτε στη συλλογή. Πώς στην ευχή να σας εκθέταμε

«Δεν χρειάζομαι τίποτα, σας το είπα. Ούτε να τρώω, ούτε να πίνω, τίποτα. Δεν έχω ούτε καρδιά πλέον, ούτε κύστη… Αν καταλήγαμε ποτέ σε συμφωνία, θα φερόμουν σαν κάποια τυχαία μούμια. Μια μούμια νεκρή. Θα με παρέδιδαν σε εσάς μέσα σε μια κάσα και δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να μείνω ξερός μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Αρκετά περιδινήθην στη ζωή μου· λίγη ξεκούραση δεν θα μου ‘κανε κακό».

Ο κ. Λοραίν μισόκλεισε τα μάτια.

«Μιλήσατε αρχικά για ντασιόν».

«Σωστά».

«Το “χάρισμά” σας, επομένως, θα τακτοποιούσε ένα χρέος».

«Έτσι είναι. Μαζεύεται χρέος αρκετό, άμα ζεις ογδόντα χρόνια· φανταστείτε τι γίνεται στα 2300 χρόνια!»

«Προτιμώ να μην το φανταστώ. Αλλά αν βρισκόσαστε εδώ, σε μια προθήκη μέσα… Το ποσό από την ντασιόν…»

«…θα πήγαινε στην οικογένειά μου».

«Στους γονείς… Παρντόν, χαζομάρα λέω: αφού ο πατέρας σας πέθανε το 283 πρό Χριστού. Και κάπου εκεί γύρω και η μητέρα σας, υποθέτω. Σε κάποια σύζυγο ενδεχομένως;»

«Ναι» έκανε με μια αστάθεια ξαφνικά στη φωνή του. «Και σε δυο παιδιά που δεν είναι ακόμη ενήλικα».

Ο κύριος Λορέν ξέσπασε σε γέλια.

«Δυο παιδιά; Ορίστε τι με παραξενεύει εδώ λιγάκι, κύριε Σοτέ. Συγγνώμη που θίγω τόσο πεζές λεπτομέρειες, μα…»

«Κατανοώ, φοβάστε μη με θίξετε. Το «χάρισμα» που με ζωογονεί και που εσείς ίσως το νομίζετε κατάρα, μού έδωσε και τη δύναμη να τεκνοποιήσω».

«Μάλιστα. Και χρειάζεστε οπωσδήποτε την ντασιόν για να βοηθήσετε την οικογένειά σας».

«Αλλοίμονο, καμία άλλη λύση δεν μου έμεινε πια».

Ο κύριος Λορέν συμπλήρωσε στο κουνέλι του μουστάκια. Συνέχισε:

«Και πώς γνωρίσατε τον Κλοντ, τον κοινό μας φίλο;»

«Στους ίδιους κύκλους συχνάζουμε».

«Στ’ αλήθεια;»

Η «μούμια» φάνηκε λίγο διστακτική.

«Είχαμε την τύχη να διασταυρωθούμε συχνά, προτού να…»

Έδειχνε πολύ ευάλωτος ξαφνικά.

«Να…;»

«Να μην μπορώ να συντρέξω στις ανάγκες της οικογενείας μου σαν μούμια που είμαι. Τον είχα συχνά εξυπηρετήσει τον φίλο μας, οπότε…»

«Σας το ανταπέδωσε, ως συνήθως κάνει! Νομίζω πως αρχίζω να καταλαβαίνω καλύτερα τώρα τα νήματα της υπόθεσης αυτής. Κύριε Σοτέ, έχετε βέβαια στην πλάτη σας χιλιάδες χρόνια, αλλά… δεν τα λέτε αυτά σε όλους, φαντάζομαι. Όταν σας ρωτούν την ηλικία σας, τι λέτε συνήθως;»

Ο κύριος Σοτέ έμεινε για λίγο σιωπηλός. Ύστερα έκανε με τόνο κουρασμένο:

«Εξήντα τριών».

«Είστε καιρό στη Γαλλία;»

«Ναι. Πήρα μάλιστα και τη γαλλική υπηκοότητα. Ακούστε…»

Ο κύριος Λορέν τον διέκοψε χτυπώντας τη γλώσσα του.

«Όχι, σειρά μου να μιλήσω τώρα. Κύριε Σοτέ, ειλικρινά, πιστεύω πως άμα δεχόμουν την προσφορά σας, θα σας έφερνε περισσότερους μπελάδες απ’ όσους μπορείτε να διανοηθείτε».

Δεν διαβάζεται η απογοήτευση στα μάτια μόνο· η απογοήτευση τρικύμισε εκείνο το μικρό γραφείο, παρόλο που το βλέμμα του έμενε θωρακισμένο πίσω από τους χοντρούς, αδιαπέραστους φακούς.

«Βλέπετε, θα χρειαστεί να εκτιμηθείτε. Να “χρονολογηθείτε”, αν μπορούσα έτσι να το πω. Με λίγα λόγια, να σας περάσουμε από πραγματογνωμοσύνη. Και θα είναι μια μακρά διαδικασία, επίπονη, μπορεί και ταπεινωτική, διότι εφαρμόζεται κατά το σύνηθες επάνω σε αντικείμενα, όχι σε πλάσματα εν ζωή. Και το φαντάζεστε να γίνει λάθος;»

«Είμαι αυθεντικός, σας διαβεβαιώ».

«Μωρ’ εγώ σας πιστεύω, μα δεν είμαι μόνος μου! Ακόμα και αν η τελική απόφαση είναι δική μου, ένα σωρό άνθρωποι θα χρειασθεί στη συνέχεια να πεισθούν και καμιά εγγύηση δεν μπορώ εγώ να δώσω. Όχι, πράγματι, μου φαίνεται κακή ιδέα όλο αυτό. Ωστόσο…»

Ο κύριος Σοτέ στάθηκε ευθυτενής να ακούσει τη συνέχεια.

«Ωστόσο… μπορώ να σας προτείνω κάτι άλλο. Αν σας ενδιέφερε μια θέση υπαλλήλου στο μουσείο, τυχαίνει να έχουμε μία κενή. Φυσικά, ο μισθός θα είναι ο ίδιος με των άλλων υπαλλήλων: καμία σύγκριση με αυτόν που θα παίρνατε ως μια πιο… κλασική μούμια. Παρόλα αυτά, ένα κάποιο σταθερό εισόδημα δεν είναι αμελητέο πράγμα. Μούμια ή μη, ένας μισθός δεν είναι τιποτένιος στις μέρες μας».

Τα χείλια της μούμιας τρεμόπαιξαν.

«Σοβαρά; Θα μου προτείνατε αυτή τη θέση;»

«Μα μόλις σας το είπα. Κατά κάποιο τρόπο θα μπορούσατε και να αξιοποιήσετε τις γνώσεις σας με τους επισκέπτες. Κερδισμένος θα βγείτε».

Ο κύριος Σοτέ έβγαλε τα γυαλιά του και πίσω από μια γάζα λεπτής αχλής, πρόβαλαν δυο μάτια σκοτεινά και μεγάλα.

«Συμφωνημένο να πούμε, κύριε Σοτέ; Άμα δεν έχετε αντίρρηση, δική σας η θέση, σας το εγγυώμαι. Για να πούμε την αλήθεια, δεν είμαι ο απολύτως αρμόδιος εδώ, αλλά αν κάνω την πρόταση εγώ, δεν θα προκύψει κανένα πρόβλημα».

«Σας ευχαριστώ εγκαρδίως!» έκανε η μούμια αίφνης, γραπώνοντας τα χέρια του συνομιλητή του και σφίγγοντάς τα σαν να ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. Και χωρίς αμφιβολία, εκείνη τη στιγμή όντως ήταν.

«Δεν θα το μετανιώσετε!»

«Παρακαλώ, τι λέτε. Μια λεπτομέρεια μονάχα: ούτε κουβέντα για την πραγματική σας ταυτότητα. Μπορεί να μπλέξετε σε μπελάδες».

Ο κύριος Σοτέ έβγαλε έναν αναστεναγμό:

«Ολόκληρη αιωνιότητα πέρασα παριστάνοντας πως είμαι ένα τίποτα. Να κάνω πως είμαι άνθρωπος, δεν θα είναι και τόσο σύνθετο, επομένως».

«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό, κύριε Σοτέ».

Χαιρετήθηκαν, αντάλλαξαν κάποιες κοινότοπες κουβέντες κι άλλες τόσες πληροφορίες ασήμαντες κι ύστερα ο κύριος Λορέν έμεινε μόνος στο γραφείο του να συλλογιστεί τη ζωή, σε τι είδους ακρότητες μπορεί να σπρώξει γενικότερα τους ανθρώπους – και τον επισκέπτη του, ειδικότερα. Και να μονολογήσει πως για κάποιον ταριχευμένο όπως αυτός, ο κύριος Σοτέ είχε γερό στομάχι.

 

 

 

[1] Το παρόν διήγημα συμπεριλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση που κυκλοφόρησε με το ψευδώνυμο “Elisabeth Gherardini” και είχε ως τίτλο Histoires jamais entendues dans une galerie du Louvre (εκδ. HJE, 2024, σσ. 172). Πρόκειται για αφηγήσεις που ζωντανεύουν εμπειρίες ανθρώπων γύρω από το Λούβρο – είτε πρόκειται για απλούς επισκέπτες ή υπαλλήλους σε αυτό. Κείμενο του Éric Senabre μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά.
[2] Στη Γαλλία, “dation” ονομάζεται ένας θεσμός που επιτρέπει στους κληρονόμους να εξοφλούν φορολογικές υποχρεώσεις με την προσφορά έργων τέχνης, τα οποία εμπλουτίζουν έτσι τις εθνικές συλλογές.

 

Βιογραφικό

Ο Éric Senabre (γεν. 1973, La Garenne-Colombes) είναι Γάλλος συγγραφέας εφηβικής λογοτεχνίας και όχι μόνο. Σπούδασε αρχικά θετικές επιστήμες, αλλά σύντομα στράφηκε στις φιλολογικές σπουδές (εξειδίκευση στη λογοτεχνία του φανταστικού) για να αφιερωθεί τελικώς στη συγγραφή.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και αρθρογράφος σε περιοδικά τεχνολογίας και ψηφιακού περιεχομένου και καθιερώθηκε με την μυθιστορηματική τριλογία Sublutetia (2011–2013), της οποίας το πρώτο βιβλίο (La Révolte de Hutan, 2011) τιμήθηκε με το Βραβείο Saint-Exupéry (2012). Ακολούθησαν έργα που συνδύασαν το στοιχείο του φανταστικού με την περιπέτεια και το αστυνομικό μυστήριο, όπως τα: Le Dernier Songe de Lord Scriven (2016), La Seizième Clé (2019), Le Jeu dHiroki (2020) και Avalon Park (2020). Το 2025 κυκλοφόρησε το Zeno et le crime du dragon, μια ιστορία φαντασίας και μυστηρίου.  Παράλληλα, έχει γράψει και έργα εκτός της κύριας νεανικής σειράς του, όπως το Histoires jamais entendues dans un tea shop à Londres, που εκδόθηκε στη σειρά “Histoires jamais entendues” υπό το ψευδώνυμο “Peter B. Drake”. Συμμετείχε επίσης στη συλλογή διηγημάτων Histoires Jamais Entendues sous un olivier en Grèce, “Kalista Elia” που εκδόθηκε πρόσφατα (2025). Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ισπανικά και τα πορτογαλικά.
Το έργο του αναδεικνύει μια ποικιλία ειδών συνδυάζοντας το φανταστικό, αστυνομικό, περιπετειώδες, καθώς και το ιστορικό στοιχείο.

 

Μαγδαληνή Θωμά

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.