ΟΠΟΥ ΔΕ ΔΙΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΠΑΙΔΙΑ
Το υπαίθριο καφέ είχε αρκετό κόσμο εκείνο το ζεστό κυριακάτικο πρωινό. Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν μια ώριμη γυναίκα και δυο σκανταλιάρικα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Η γυναίκα έδειχνε υπομονετική, τα παιδιά, ανέμελα, είχαν αναστατώσει τον τόπο. Ανεβοκατέβαιναν στα καθίσματά τους, πειράζονταν αθώα μεταξύ τους ή προσπαθούσαν το ένα να ταΐσει το άλλο από το γλυκό που είχαν στο πιάτο τους. Η γυναίκα, σιωπηλή, έπινε το ρόφημά της, θεωρώντας πως τα μικρά δεν είχαν ξεπεράσει το όριο της ανοχής της ώστε να τα μαλώσει. Την είδα με την άκρη του ματιού μου: κοίταξε την ώρα στο κινητό της κι έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό· είχε προγραμματίσει να φύγουν αργότερα. Σικάτη, ελάχιστα βαμμένη, και τα κοσμήματά της, αληθινά και διόλου αδιάκριτα κοσμήματα, ήταν ιδανικά για τέτοια ώρα. Τα μικρά, λες κι είχαν εκπαιδευτεί σ’ αυτό, ήξεραν να τιθασεύουν τις σκανταλιές τους, σα να είχαν βάλει και κείνα ένα πλαίσιο στις αταξίες τους και δε σκόπευαν να βγουν έξω απ’ αυτό.
Εκείνες τις μέρες είχα διαβάσει στις ειδήσεις πως κάποιος σύζυγος σκότωσε τη σύζυγό του και πως μάλλον επρόκειτο για έγκλημα πάθους. Ο εισαγγελέας, ύστερα από πολλή σκέψη, έδωσε την επιμέλεια των δυο ανήλικων παιδιών στη θεία τους. Το έγκλημα είχε διαπραχθεί κοντά στο καφέ όπου τώρα καθόμασταν. Ασυναίσθητα, και χωρίς η φασαρία που έκαναν τα μικρά να μ’ ενοχλεί, γύρισα το κεφάλι προς την ώριμη γυναίκα. Το βλέμμα μου πρόδωσε το συνειρμό μου, αλλά εκείνη δεν πτοήθηκε. Καθώς οι ματιές μας διασταυρώθηκαν, μου είπε με το δικό της βλέμμα, σα μια φωτογραφία της στιγμής:
«Και τι να του έλεγα του εισαγγελέα; Πως δεν τα θέλω; Θα με πέρναγε γι’ απάνθρωπη. Στο κάτω κάτω ανίψια μου είναι. Θα μου πεις, ο αδερφός μου σκότωσε τη γυναίκα του, εντάξει, όμως το αίμα νερό δε γίνεται. Είναι αλήθεια πως μέχρι σήμερα είχα την ησυχία μου. Ούτε άντρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ούτε παιδιά να κυνηγάω ούτε σκυλιά μήτε γατιά. Είχα βολευτεί και μ’ άρεσε. Ζούσα τη ζωούλα μου όπως την ήθελα. Διατηρούσα το φωτεινό διαμέρισμά μου τακτικό και έβγαινα όποτε μου έκανε κέφι. Ήθελα να πάω επίσκεψη; Πήγαινα. Ήθελα να πάω πολυήμερη εκδρομή; Πήγαινα. Κλάμα μωρού δεν ακούστηκε ποτέ στους τοίχους μου, αϋπνία δεν ξέρω τι θα πει. Ήταν επιλογή μου. Έβλεπα τ’ ανίψια μου συχνά, αλλά για λίγες ώρες· και τ’ αγαπούσα και γι’ αυτό. Γενικώς, τ’ αγαπάω τα παιδιά, αρκεί να είναι των άλλων. Δυο τρεις φορές χρειάστηκε να κρατήσω τ’ ανίψια μου, επειδή οι γονείς τους έφυγαν για λίγες μέρες στο εξωτερικό. Δεν προλάβαινα να δυσανασχετήσω, ήξερα το πότε θα γύριζαν τα μικρά στο σπίτι τους και αυτό με καθησύχαζε. Τώρα δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσουν στο σπίτι τους και ποιος ξέρει πόσο φορτικά θα γίνουν όταν αρχίσουν να με ρωτάνε πότε θα έρθουν οι γονείς τους. Νομίζουν ότι οι γονείς τους λείπουν στο εξωτερικό· εννοείται για δουλειές. Ακόμη και η σκέψη ότι, εκτός από μένα, η μόνη λύση είναι κάποιο οικοτροφείο, έστω ιδιωτικό, έστω ακριβοπληρωμένο, μου φέρνει λύπη. Είναι τόσο απροστάτευτα και αθώα. Πρέπει σιγά σιγά να το πάρω απόφαση. Οφείλω να ζήσω τη ζωή που δε θέλω. Όπως δεν την ήθελαν ο αδερφός μου κι η γυναίκα του. Να συμβιβαστώ. Να υποταχτώ. Αχ, αλίμονο. Όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια».
