Πολλοί είναι οι λογοτέχνες που, στο ξεκίνημά της λογοτεχνικής τους δημιουργίας , ταλαντεύτηκαν ανάμεσα στο δικό τους όνομα και σε ένα λογοτεχνικό ψευδώνυμο, το pen name, όπως θα ‘λεγαν οι αγγλοσάξονες συγγραφείς. Αν επιλέξουν το τελευταίο, το κάνουν κυρίως για δυο λόγους: είτε γιατί δεν τους αρέσει το δικό τους όνομα, είτε γιατί πιστεύουν ότι ένα ωραίο λογοτεχνικό ψευδώνυμο θα διευκολύνει την επιτυχία και τη φήμη να βρουν την πόρτα τους και να χτυπήσουν. Όσο για εκείνους που επιμένουν στο δικό τους όνομα, όσο κακόηχο κι αν είναι, δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι πιστεύουν στο ταλέντο τους και όχι στα λογοτεχνικά ψευδώνυμα – άσχετα βέβαια αν το ταλέντο τους είναι πράγματι αυτό που πιστεύουν. Τον περασμένο αιώνα – στο πρώτο μισό τουλάχιστον – και πιο πίσω ακόμα το λογοτεχνικό ψευδώνυμο ήταν, θα ‘λεγε κανείς, της μόδας. Τα δυο Νόμπελ, για παράδειγμα, με τα οποία τιμήθηκε η χώρα μας ήταν ποιητές που υπέγραφαν τα έργα τους με λογοτεχνικό ψευδώνυμο. Πάντως δεν έχω σκοπό εδώ να παραθέσω έναν κατάλογο με λογοτεχνικά ψευδώνυμα Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών. Θα αναφερθώ μόνο σε δυο τρεις ιδιόρρυθμες περιπτώσεις, που αξίζει να έχει κανείς υπόψη του.
Το πραγματικό όνομα του Παύλου Νιρβάνα, ήταν Πέτρος Αποστολίδης. Ο Νιρβάνας, όμως, ως άνθρωπος, ήταν λίγο ιδιόρρυθμος. Όταν, για παράδειγμα, γέρασε και η προχωρημένη του ηλικία απαιτούσε από τους φίλους και τους γνωστούς τον οφειλόμενο σεβασμό προς τα ηλικιωμένα πρόσωπα, θύμωνε και το έκανε θέμα ακόμη και στα χρονογραφήματα που δημοσίευε. Μια άλλη παραξενιά του ήταν η ονομαστική του εορτή. Ναι, ήθελε , όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, να γιορτάζει την ημέρα της γιορτής του όχι μόνο ως άνθρωπος, αλλά και ως λογοτέχνης. Έτσι, ο ευυπόληπτος αστός κύριος Πέτρος Αποστολίδης γιόρταζε την ίδια μέρα με τον λογοτέχνη Παύλο Νιρβάνα. Μάλιστα οι περισσότερες ευχές που δεχόταν, την ημέρα εκείνη , ήταν από τους ομοτέχνους του που τον ήξεραν και τον είχαν συνηθίσει ως Παύλο Νιρβάνα.
*
Αν δεν είσαι αριστερός και με κάποιο ενδιαφέρον για τα λογοτεχνικά μας πράγματα, το πιο πιθανό είναι ότι ο Πέτρος Πικρός δεν θα συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους λογοτέχνες που γνωρίζεις. Αν πάλι σου είναι γνωστός μόνο ως πολιτικό πρόσωπο, σίγουρα δεν θα έχεις όχι διαβάσει, αλλά ούτε καν ακούσει για το λογοτεχνικό του αριστούργημα που επιγράφεται Τουμπεκί και που είναι ένα από τα καλύτερα αστικά μυθιστορήματα του υποκόσμου μαζί με τους Αθλίους των Αθηνών του Κονδυλάκη. Ο Πέτρος Πικρός – το πραγματικό του επώνυμο είναι Γεναρόπουλος, όπως τουλάχιστον αναφέρεται σε εγκυκλοπαίδειες και γραμματολογίες – ήταν θαυμαστής του Μαξίμ Γκόρκι ( ψευδώνυμο του Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ ), που θεωρήθηκε, με το βιβλίο του Μάνα το 1906, θεμελιωτής του σοβιετικού κοινωνικού μυθιστορήματος. Και τα λέω όλα αυτά γιατί το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Έλληνα συγγραφέα σχετίζεται με εκείνο του σοβιετικού. Πράγματι, το ψευδώνυμο Γκόρκι στη ρωσική γλώσσα σημαίνει « πικρός». Είναι λοιπόν τώρα φανερό γιατί ο Πέτρος Πικρός επέλεξε αυτό το… «πικρό» λογοτεχνικό ψευδώνυμο. Τον Αύγουστο του 1939 ο Γερμανός υπουργός των εξωτερικών Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ έφτασε στη Μόσχα, με σκοπό να υπογράψει το επαίσχυντο γερμανοσοβιετικό σύμφωνο για την εξ ημισείας προσάρτηση της Πολωνίας στη χιτλερική Γερμανία και στη Σοβιετική Ένωση. Τον Ρίμπεντροπ υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο ο ομόλογός του Μολότοφ, ενώ η μπάντα του Κόκκινου Στρατού παιάνιζε πρώτα τη Διεθνή και έπειτα το τραγούδι του Χορστ Βέσελ, τον ύμνο δηλαδή του ναζιστικού κόμματος. Πάντως, είναι αρκετές οι φορές που έχω συναντήσει τη φράση «τραγούδησαν την Τρίτη Διεθνή» ή « η ορχήστρα έπαιξε την Τρίτη Διεθνή ». Ε, λοιπόν, ας το χωνέψουν μερικοί, δεν τραγουδιέται ούτε ανακρούεται η Τρίτη Διεθνής, αλλά η Διεθνής. Η σύγχυση προέρχεται κυρίως από το γεγονός ότι το 1918, λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η Διεθνής έγινε εθνικός ύμνος της Σοβιετικής Ρωσίας και ταυτίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, με το κομμουνιστικό κίνημα. Η Διεθνής ( L’ internationale ), λοιπόν, και όχι η Τρίτη Διεθνής είναι ποίημα που γράφτηκε από έναν γάλλο εργάτη, τον Εζέν Πετιέ, και μελοποιήθηκε από τον Πιερ ντε Γκέιτερ. Ήδη από το 1889, εκατό χρόνια ακριβώς μετά το ξέσπασμα της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, το ποίημα αυτό είχε καθιερωθεί ως ύμνος του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Βέβαια, ως ύμνος της Σοβιετικής Ένωσης, δεν κράτησε για πολύ καιρό, αν λάβουμε υπόψη μας ότι το 1944 ο Στάλιν αντικατέστησε τη Διεθνή με τον παλαιορωσικής προέλευσης και πατριωτικού χαρακτήρα ύμνο της Σοβιετικής Ένωσης – κάθε άλλο παρά διεθνιστικής έμπνευσης και χροιάς. Άλλωστε, ο Στάλιν – σύμφωνα με τους Γάλλους κομμουνιστές, τους οποίους, μετά το τέλος του Πολέμου το 1945, απογοήτευσε – «είναι ένας Ρώσος, που πάνω απ’όλα βάζει τα συμφέροντα της Ρωσίας » ( Ραιημόν Καρτιέ Ευρώπη ώρα μηδέν ). Αυτή η στάση του Στάλιν έκανε τους Γάλλους κομμουνιστές να συνεργαστούν με τον στρατηγό Σαρλ ντε Γκόλ για την ανόρθωση του κράτους, αντί να αιματοκυλήσουν τη χώρα τους για να πάρουν την εξουσία.
Τώρα θ’ αναρωτιέστε τι σχέση μπορεί να έχει με όλα αυτά ο Πέτρος Πικρός. Έχει και πολύ μάλιστα. Η περίφημη Διεθνής, για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω, μεταφράστηκε στα ελληνικά από δυο αριστερούς λογοτέχνες, τον Ρήγα Γκόλφη και τον Πέτρο Πικρό . Η μετάφραση όμως του λογοτέχνη Ρήγα Γκόλφη, που δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα του Βόλου Εργάτης το 1909, δεν ήταν καλή, με άλλα λόγια δεν τραγουδιόταν. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς κριτικός λογοτεχνίας για να το καταλάβει, μόλις διαβάσει την πρώτη στροφή:
Σηκωθείτε παιδιά και χτυπάτε,
καταφρόνια και πείνα ας σφίγγει,
το μεγάλο σας δίκιο ζητήστε
και πατήστε του εχθρού το λαρύγγι.
Πώς να τραγουδήσεις μια τέτοια βαρβαρότητα; Τελικά η μετάφραση που επικράτησε και γνωρίζουν σήμερα oι Έλληνες αριστεροί έγινε το 1915 από τον νεαρό τότε σοσιαλιστή Πέτρο Πικρό. Παραθέτω τώρα την πρώτη στροφή και από τη μετάφραση του Πέτρου Πικρού, για να δει κανείς πόσο καλύτερη είναι η απόδοση του γαλλικού πρωτοτύπου στη γλώσσα μας :
Εμπρός της Γης οι κολασμένοι,
της πείνας οι σκλάβοι, εμπρός.
Το δίκιο απ’ τον κρατήρα βγαίνει,
σαν βροντή, σαν κεραυνός.
*
Τον 19ο αιώνα που η κοινωνική και πνευματική ακόμα θέση της γυναίκας ήταν σε μεσαιωνικό σχεδόν επίπεδο και οι πόρτες της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης κλειστές, η γυναικεία λογοτεχνία ήταν υποβαθμισμένη και αποτελούσε ξεχωριστή κατηγορία από εκείνη των ανδρών. Ένα λογοτεχνικό, λοιπόν, βιβλίο από γυναίκα συγγραφέα γραμμένο ήταν καταδικασμένο μόνο και μόνο γιατί το είχε γράψει γυναίκα. Κανείς δεν έμπαινε στον κόπο από το ανδρικό κατεστημένο της εποχής όχι να το διαβάσει, ούτε καν να το ξεφυλλίσει. Μερικές όμως από τις γυναίκες συγγραφείς, που πίστευαν ότι το έργο τους δεν άξιζε μια τόσο άδικη αντιμετώπιση, αναγκάζονταν να υπογράφουν τα βιβλία τους με ανδρικό λογοτεχνικό ψευδώνυμο, όπως, για παράδειγμα, η Μαίρη Αν Έβανς, που σήμερα είναι γνωστή ως Τζορτζ Έλιοτ και συγγραφέας του μυθιστορήματος Σίλας Μάρνερ.
Λίγοι είναι εκείνοι, αν όχι ελάχιστοι, που γνωρίζουν ότι το λογοτεχνικό αριστούργημα της Σαρλότ Μπροντέ Τζέιν Έιρ είδε το φως της δημοσιότητας to 1847 με το ανδρικό λογοτεχνικό ψευδώνυμο: Κάρελ Μπελ. Το βιβλίο στον κόσμο των γραμμάτων προκάλεσε κυριολεκτικά έκρηξη. Όλοι το χαιρέτισαν ομόφωνα σαν αριστούργημα, σαν έναν καταπληκτικό νεωτερισμό. Ο Θάκερυ έλαβε τον κόπο να γράψει ένα σημείωμα για τους εκδότες του βιβλίου, αναλύοντας και τις αρετές του μυθιστορήματος. Οι κριτικές στον Τύπο και στις επιθεωρήσεις πολλαπλασιάστηκαν, με αποτέλεσμα ύστερα από τρεις μήνες να χρειαστεί νέα έκδοση του βιβλίου. Ο Κάρελ Μπελ, ο συγγραφέας του βιβλίου, ήταν βέβαια τελείως άγνωστος στους λογοτεχνικούς κύκλους του Λονδίνου. Από το όνομά του φαινόταν να κατάγεται από καμιά βόρεια κομητεία. Ένας κριτικός μάλιστα βεβαίωνε ότι ο Κάρελ Μπελ και οι αδελφοί του ήταν υφαντουργοί από το Μάντσεστερ. Άλλοι πάλι υποστήριζαν πως ήταν ξεδιάντροπη γυναίκα, ενώ άλλοι – πιο ευφάνταστοι – ισχυρίζονταν ότι ήταν μετρέσα του Θάκερυ και ότι, επειδή αυτός την είχε περιγράψει στο πρόσωπο της Μπέκι Σαρπ στο Vanity Fair, εκείνη τον εκδικιόταν τώρα, περιγράφοντάς τον στο πρόσωπο του Ρότσεστερ. Απ’ όλες τις μεριές, λοιπόν, ζητούσαν πληροφορίες για τον Κάρελ Μπελ και οι εκδότες του βιβλίου ορκίζονταν ότι δεν ξέρανε τίποτα. Απλώς είχαν αλληλογραφία με την αντιπρόσωπο του συγγραφέα κάποια δεσποινίδα Μπροντέ, που έμενε κάπου στο Yorkshire.
Όταν για την έκδοση του βιβλίου στις ΗΠΑ χρειάστηκε ο συγγραφέας του Τζέιν Έιρ να επισκεφθεί τα γραφεία του εκδοτικού οίκου στο Λονδίνο, μια επιστολή από τον εκδοτικό οίκο έφτασε στο χωριό των Μπροντέ ,που καλούσε επειγόντως τον Κάρελ Μπελ στο Λονδίνο. Η Σαρλότ πήρε τότε μαζί της και την αδελφή της Άννα. Δεν είχαν ειδοποιήσει ποια μέρα θα έρχονταν στο Λονδίνο όταν έφτασαν.` Ζήτησαν τον κ. Σμίθ, τον διευθυντή του εκδοτικού οίκου, αλλά καθώς ήταν άγνωστες και επέμεναν να δουν τον διευθυντή, τις έκαναν να περιμένουν πολλές ώρες. Ο Διευθυντής, κάποια στιγμή, αποφάσισε να δεχθεί τις δυο άγνωστες στο γραφείο του. Είδε τότε να εμφανίζονται δυο μικροσκοπικά πλάσματα, με χλωμά και φοβισμένα πρόσωπα, μέσα σε αλλόκοτα φορέματα. Η μία, εκείνη με τα γυαλιά, που δεν είναι άλλη από τη Σαρλότ, κοιτάζοντας τον ψηλό και κομψό Λονδρέζο, προχώρησε και του έδωσε το γράμμα που είχε γράψει στον Κάρελ Μπελ.
– Πώς ήρθε στα χέρια σας αυτό το γράμμα; ήταν τα πρώτα του λόγια.
– Με το ταχυδρομείο, όπως μου το στείλατε. Ήρθαμε για να σας δείξουμε ότι ο Κάρελ Μπελ είναι τουλάχιστον δύο.
«Ώστε αυτός είναι ο μυθιστοριογράφος» είπε γεμάτος έκπληξη μέσα του «για τον οποίο μίλαγε όλη η Αγγλία;». Φώναξε τότε και τον κ. Ουίλλιαμς, τον πρώτο και ενθουσιώδη αναγνώστη του Τζέιν Έιρ, που κι αυτός έδειξε μεγάλη έκπληξη.
Ο κ. Σμιθ πρότεινε τότε στις δυο αδελφές να τις γνωρίσει με άλλους συγγραφείς και με θαυμαστές του Τζέιν Έιρ. Η Σαρλότ αρνήθηκε ευγενικά. Προτιμούσε να μείνει άγνωστη. Αρνήθηκε επίσης την ευγενική πρόσκληση του κ. Σμιθ να τις φιλοξενήσει σπίτι του, όπου η μητέρα του θα ήταν ευτυχής να δεχτεί τον συγγραφέα του Τζέιν Έιρ. Αργά το απόγευμα η οικογένεια Σμιθ ήρθε στο ξενοδοχείο τους με βραδινή αμφίεση για να τις πάει στην όπερα, όπου έπαιζε τον Κουρέα του Ροσίνι. Η πρόσκληση ήταν τόσο ευγενική που οι δυο αδελφές δεν μπορούσαν να μη δεχτούν. Και μολονότι τα φορέματά τους κάθε άλλο παρά κομψά ήταν, ξεκίνησαν ευχαριστημένες, αλλά και συνάμα τρομαγμένες. Η Σαρλότ, που τα θυμάται όλα αυτά, λέει με τα δικά της λόγια: «Ενώ στεκόμασταν μπροστά στην πόρτα του θεωρείου, που δεν είχε ανοίξει ακόμα, ωραίοι κύριοι και ωραίες κυρίες μάς κοίταζαν με μια ελαφρά και χαριτωμένη περιφρόνηση, που εύκολα μπορεί να εξηγηθεί». Ίσως η στάση τους να άλλαζε, αν έλεγε: «Είμαι ο Κάρελ Μπελ».
————————-



