Ήλιος
Τα χέρια του δεν μύριζαν απόσταση
Ήταν δουλεμένα και ζεστά – σαν του πατέρα
Έγραφε πολύ
Κι όταν δεν έγραφε
όλο και κάτι θα μαστόρευε
Δεν τον είδα ποτέ με τα χέρια σταυρωμένα
Μα ούτε και με άδεια χέρια τον είδα
Πάντα κρατούσε ένα κατσαβίδι
Άλλοτε απλό
Άλλοτε μπαταρίας
Άλλοτε ηλεκτρικό
Μια μέρα του χάρισα ένα μικρό κουτάκι
Στο μέγεθος αναπτήρα Zippo
Με μια βάση κατσαβιδιού
Κι οκτώ εναλλασσόμενες μύτες
Έλαμψε ολόκληρος, σαν ήλιος!
Μ’ αγκάλιασε με τα ζεστά του χέρια τα δουλεμένα
Και μου είπε πως μ’ αγαπάει πολύ
Συνέχιζε να λάμπει ολόκληρος – σαν ήλιος!
Αφέθηκα στα χέρια του
Βίδα και ηλιαχτίδα
«Τα εργαλεία κάνουν τον μάστορα», είπε
Κι έλαμπα ολόκληρη
Μνήμης θρόισμα
Κάτι ψιθύρισε το παράθυρο όταν το έκλεισα
Την αναγνώρισα αμέσως την ψιθυριστή φωνή
Πάγωσα
Ήταν της μάνας μου ψιθύρισμα
Η μάνα, που αν μπορούσε, θα μου έβαζε τις φωνές, ως συνήθως
Όμως δεν μπορούσε πια να φωνάζει
Μπορούσε ωστόσο να ψιθυρίζει;
«Να σβήσεις και το φως! Δεν θα ξυπνάς το πρωί!»
Δεν μπορεί … θα λάθεψα
Σαν να την άκουσα ξανά
Αλίμονο!
Ούτε τα παράθυρα ψιθυρίζουν
Ούτε οι νεκροί φωνάζουν
Εκτός …
Εκτός αν εμείς το επιτρέπουμε
