Στον Ακροκόρινθο έπεφτεν η δύση
πυρώνοντας το βράχο
Τον βράχο του Ακροκόρινθου χάιδεψε πρώτα ο ήλιος. Κάποιος, λοιπόν, από εκείνους τους αρχαίους Έλληνες που έπλεκε τους μύθους αυτούς που σήμερα αποκαλούμε «ελληνική μυθολογία» θα στεκόταν εδώ στην Κορινθιακή Περαία (σήμερα Λουτράκι) και θα έβλεπε τον ήλιο να ροδίζει πρώτα πρώτα τον Ακροκόρινθο. Κύριος κι αφέντης του, λοιπόν, ήταν φυσικό να θεωρηθεί ο θεός Ήλιος.
Τον βράχο τον κληροδότησε στην κόρη του την Αφροδίτη, τους πρόποδες στον γιο του τον Αιήτη. Εκεί στην κορυφή του βράχου διάλεξε και η Μήδεια να αφιερώσει ένα λιτό ναό στη θεά που τελικά δεν βοήθησε να μην προδοθεί ο έρωτάς της.
Βράχος… βράχος, αλλά η πονηριά του Σίσυφου, του βασιλιά της Κορίνθου, του χάρισε την κρήνη Πειρήνη, όταν ο Σίσυφος μαρτύρησε στον Ασωπό τις πομπές του Δία με την κόρη του. Ο Σίσυφος φέρεται ως ιδρυτής και των Ισθμίων, των πανελλήνιων αγώνων, που κάθε δυο χρόνια τελούνταν στη στενόχωρη, αλλά εύκολα προσβάσιμη από στεριά και θάλασσα Ισθμία.
Ο Κύψελος και ο γιος του Περίανδρος, οι Κυψελίδες (7ος και 6ος αιώνας π.Χ.), ανάμεσα στα άλλα, κατέστησαν τον βράχο –και με το νερό– σπουδαία Ακρόπολη. Οι Κυψελίδες ήταν που σκέφτηκαν και τον δίολκο που απάλλαξε τα καράβια από το γύρο της Πελοποννήσου.
Πάντα προστατευόταν με τείχος στον ισθμό η κάθοδος προς τον νότο. Εξαμίλιον (έξι μίλια) μάλιστα το τείχος, χτισμένο σχεδόν πάνω στον ισθμό από τον Ιουστινιανό και μετά ανακαινισμένο και από τους Παλαιολόγους, τον Μανουήλ Β′ και τον Κωνσταντίνο. Το μεγαλύτερο οχυρό της αρχαίας Ελλάδας που χτίστηκε από τις πέτρες (σάρκες θα ταίριαζε καλύτερα) του κοντινού ναού του Ποσειδώνα και με ασβέστη απ’ τα λιωμένα μάρμαρα του Ηραίου και τα αγάλματα της Κορίνθου. Ένα τείχος που κατασκευάζεται από τα υλικά δύο ιερών και αγαλμάτων για να διαλυθεί από τα κανόνια του Μουράτ.
Σοφός ο Λεωνίδας που δεν εμπιστευόταν τα ξύλινα τείχη στις Θέρμες του ισθμού και προτίμησε τις Θερμοπύλες. Πώς να εμπιστευθείς ένα ξύλινο τείχος; Αιώνες αργότερα αποδείχτηκαν αίολες και οι ελπίδες για το πέτρινο. Η θάλασσα ήταν που έκανε κάθε τείχος στον ισθμό ευάλωτο, κι αυτό μπορούσε να το αντιληφθεί ο Λεωνίδας.
Εκτός από το Εξαμίλιο, και ο Όσιος Πατάπιος συνδέεται με τους Παλαιολόγους. Στο συναξάρι του Οσίου διαβάζουμε: «Γεννήθηκε στη Θήβα της Αιγύπτου, γιος πλούσιων γονιών και χριστιανών που φρόντισαν για τη χριστιανική αγωγή του. Μαθήτευσε στην έρημο και έρχεται στην Κωνσταντινούπολη, ιδρύει τη Μονή των Αιγυπτίων όπου και εκοιμήθη. Μετά την καταστροφή της Μονής, το λείψανό του μεταφέρθηκε στη μονή του Αγίου Ιωάννου της Πέτρας που τελούσε υπό την προστασία της Αγίας Υπομονής, της μητέρας του τελευταίου Παλαιολόγου. Μετά την άλωση, ο Αγγελής Νοταράς, συγγενής των Παλαιολόγων, μεταφέρει το λείψανο σε σπήλαιο των Γερανείων για να το προστατεύσει. Το λείψανο βρέθηκε τυχαία το 1904 και το 1952 συστήθηκε η μονή».
Η τοπογραφία του ισθμού από τον Όσιο Πατάπιο· η θέα καθηλώνει. Η στενή λουρίδα ξηράς κομμένη για να περνάνε τα καράβια (η διώρυγα της Κορίνθου, έργο της αναπτυξιακής πολιτικής του Χαρίλαου Τρικούπη, ολοκληρώθηκε το 1893). Σ’ έναν λόφο πιο χαμηλά η Μονή του Προφήτη Ηλία. Δεσπόζει στην κορυφή του με τα πυργοειδή, εκτεταμένα κτήρια και τους φροντισμένους κήπους. Κοσμοσυρροή στον Όσιο Πατάπιο, πούλμαν και ιδιωτικά αυτοκίνητα. Το σπήλαιο και το λείψανο· η πίστη των προσκυνητών· νέα παιδιά με κατάνυξη στέκονται μπροστά στο λείψανο με βουρκωμένα μάτια. Κι ηλικιωμένοι που σιγομουρμουρίζουν προσευχές και παρακαλούν τον Όσιο να τους γιατροπορέψει.
Από τον Όσιο Πατάπιο στην Περαχώρα και απ’ εκεί στη λίμνη της Βουλιαγμένης. Το τοπίο μαγευτικό, μια μικρή σούδα έξι μέτρων σμίγει τη «λίμνη» με τη θάλασσα. Βουλιαγμένη, γιατί σχηματίστηκε από ταφροειδή εγκατακρήμνιση. «Εσχατιώτις» λεγόταν παλιά, αφού είναι στο τέλος της χερσονήσου ή «Γοργώπις» από το όνομα της μητέρας του Μεγαρέα που πνίγηκε εκεί. Στην περιοχή από την 3η χιλιετία π.Χ. οι άνθρωποι καλλιεργούσαν τη γη και ψάρευαν.
Και ψάρευαν σαν τους σημερινούς ψαράδες που απλώνουν τα δίχτυα τους στο Ηραίον. Πρώτα ξεκρίνεται ο Φάρος στο ακρωτήρι Μαλαγκάβι. Το γαλάζιο του ουρανού συναγωνίζεται το γαλάζιο της θάλασσας. Δέκα Δεκέμβρη του 2011, και είναι άνοιξη. Τα ρείκια γεμάτα λουλούδια, τα Γεράνεια καταπράσινα με τα πεύκα και τα σκίνα να καλύπτουν τα πετρώδη όρη με μία πεισματική δύναμη επιβίωσης.
Και σε μια στροφή του κατηφορικού, διαλυμένου, δρόμου ακινητοποιείσαι. Πανέμορφο το μικρό κλειστό λιμανάκι. Οι ψαράδες σ’ ένα καΐκι που σέρνεται αθόρυβα στο νερό, λες και σεμνύνεται τη θεά, κλείνουν το στόμιο του μικρού λιμανιού απλώνοντας τα δίχτυα. Τα πεύκα από τη μια, η θάλασσα από την άλλη παραστέκουν τον αρχαιολογικό χώρο. Τα απομεινάρια των κτισμάτων (από τον 6ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ.) μοιάζουν ως η φυσική προέκταση του τοπίου. Έτσι κι όχι αλλιώς θα έπρεπε να είναι ο ναός της Ήρας Ακραίας-Λιμενίας, ο βωμός, η στοά, η αγορά. Και ψηλότερα είναι εντυπωσιακή η στέρνα, ο αγωγός του νερού και ο χώρος της αποθήκευσης με τις καμπύλες της και τους πεσσούς για τη στήριξη της στέγης, ένα υδροσυλλεκτικό έργο που εντυπωσιάζει. Και η αίθουσα των συμποσίων για τις ανάγκες των προσκυνητών που έρχονταν να προσευχηθούν στην Ήρα. Ίδια κι απαράλλαχτα με τα κτίσματα για τις ανάγκες των πιστών στον Όσιο Πατάπιο και στον Προφήτη Ηλία. «Όσο κι αν είστε χριστιανοί, πάντα είστε ειδωλολάτρες!»
Τελευταίος προορισμός τα Ίσθμια και ο αρχαίος δίολκος. Ο δίολκος κομμένος στη μέση από το δρόμο που οδηγεί στη μικρή μεταλλική γέφυρα του ισθμού. Ο αρχαιολογικός χώρος των Ισθμίων, καλά υπομνηματισμένος, με το ναό του Ποσειδώνα, το Παλαιμόνιο, το θέατρο, το στάδιο, το μουσείο με τα μοναδικά εκθέματα. Τα Ίσθμια, χώρος ενοχών των Πελοποννησίων που κινούνται πέρα δώθε στον εθνικό άξονα (Αθήνας-Τρίπολης-Σπάρτης-Καλαμάτας, Αθήνας-Πάτρας) και δεν καταδέχονται την παράκαμψη των ελάχιστων χιλιομέτρων για να τους χαριστεί μια απ’ τις πλέον υποσχόμενες μηχανές του χρόνου.
Από τα εκθέματα του μουσείου τα υαλοθετήματα αναμένουν τον επισκέπτη με τις πιο αυξημένες προσδοκίες για να τον κατακτήσουν: Εκατόν είκοσι έξι περίπου υάλινοι μωσαϊκοί πίνακες που βρέθηκαν στο αίθριο του Νυμφαίου των Κεγχρεών. Έφτασαν εκεί μάλλον από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και βρέθηκαν επιχωματωμένοι κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, σε βάθος ενός μέτρου, μετά τον σεισμό του 375 μ.Χ. Πίνακες παραστατικοί που εικονογραφούν τοπία, ιερατικοί με τις μορφές λογίων (ο Όμηρος και ο Πλάτων ανάμεσά τους) και συμμετρικοί με γεωμετρικά σχέδια που είχαν ρόλο διακοσμητικό και συνδετικό των υπόλοιπων πινάκων. Τα θέματα, το φως, η λάμψη, η διαφάνεια και η διαύγειά τους διατυπώνουν, με τον τρόπο τους, τον νεοπλατωνισμό λίγα χρόνια πριν από την επικράτηση του χριστιανισμού. Μ’ όλες τις φθορές που έχουν υποστεί, αποτελούν εξαιρετικά δείγματα ζωγραφικής που για να «ζωγραφιστεί» στηρίζεται σε υψηλή τεχνολογία.
Τα Ίσθμια, το Ηραίον, ένα απ’ αυτά τα μαγικά ελληνικά λιμανάκια του Γεράσιμου Στέρη, όπου η ιστορία σφιχτοπορεύεται με το περιβάλλον σε μια διαχρονική διαδρομή, όπου ο κάθε χρόνος βάζει και τη δική του πινελιά αλλά παραμένει χρόνος άχρονος. Χρόνος που σκάλωσε στον Ακροκόρινθο και κρατά τις ανάσες εκείνων που στοίχισαν τη ζωή τους όχι στο «μηδέν άγαν», αλλά στο «εν άγαν»: ο Βελλεροφόντης που κατακρημνίστηκε από τον Πήγασο, το φτερωτό του άλογο· ο Λέων Σγουρός, ο βυζαντινός άρχοντας του Ναυπλίου, που έφιππος επιλέγει να ανταμώσει τον θάνατο παρά να παραδώσει το κάστρο στους Φράγκους· κι ο Ιωάννης Συκουτρής που αποχαιρετά τον Ακροκόρινθο μαζί με τη ζωή.
Κι όλα συμφιλιωμένα, από την έξαρση ως την παραδοχή (από τον «εν άγαν» στο «μηδέν άγαν») με τους στίχους του Άγγελου Σικελιανού από το ποίημα «Στον Ακροκόρινθο»: «Στον Ακροκόρινθο έπεφτεν η δύση / πυρώνοντας το βράχο. […] Α! λίγο ακόμα να κράταε το μελτέμι / ήξερα εγώ πώς σφίγγεται το γκέμι / και τα πλευρά του μυθικού Πηγάσου!»[1]

