Τα Χρυσά ή Αστρικά Γυμνά του Manos είναι περιγραμματικά, ρυθμικά, σημειολογικά. Με τη χρυσή γραμμή χαραγμένη επάνω σε μαύρο βαμμένο κόντρα πλακέ, ο καλλιτέχνης δημιουργεί εμβληματικές συνθέσεις οπτικής αφαίρεσης του γυμνού σώματος, απαλλαγμένες από την ψευδαίσθηση της τρισδιάστατης αναπαράστασης. Το μαύρο φόντο σαν ενεργό πεδίο, γίνεται το σκηνικό όπου γεννιέται το φως. Το χρυσό περίγραμμα επιβάλλεται στο σκοτάδι, σαν η ύπαρξη να αναδύεται από το κενό. Η ακρίβεια της γραμμής μεταμορφώνει τη μορφή σε σχήμα που ταυτόχρονα αποκαλύπτει και κρύβει.
Η σειρά εντάσσεται σε μια εικαστική παράδοση που συνδυάζει το γυμνό σώμα με τον συμβολισμό του φωτός και της λάμψης, εξερευνώντας τη σχέση σωματικότητας και οπτασίας, ενός άυλου αποτυπώματος που παραμένει στον χρόνο. Η επιλογή της χρυσής χάραξης σε μαύρο φόντο διαμορφώνει ένα σημειολογικό σύστημα: Το χρυσό ανυψώνει το γυναικείο περίγραμμα σε ιερατικό σύμβολο, ενώ το μαύρο φόντο λειτουργεί σαν απέραντο πεδίο σιωπής και βάθους, σαν μια αστρική συστάδα μορφών που αναδύεται από το σκοτάδι. Σαν να σκόρπισε κάποιος αστερόσκονη στο μαύρο σύμπαν και να σχηματίστηκε η ιδέα της γυναίκας.
Αν ο Henri Matisse με το découpage χρωματιστών χαρτιών, ανέδειξε τον ρυθμό και την αρμονία στις πληθωρικές χορευτικές κινήσεις του σώματος, ο Manos μνημειοποιεί το γυναικείο κορμί, εστιάζοντας στην καθαρότητα της δομής του. Χωρίς όνομα, ατομικά χαρακτηριστικά ή ψυχολογικές αποχρώσεις, το σώμα της προβάλλεται ως σύμβολο, σημείο μορφής και ρυθμού. Έτσι, γίνεται ένα εικονικό αποτύπωμα που ισορροπεί ανάμεσα στη σαφήνεια και την αφαίρεση, ώστε η γραφή του σώματος να αποκαλύπτει την ουσία της στάσης παρά την ανατομική της περιγραφή. Τα γυμνά του Manos δεν απεικονίζουν το πραγματικό, αλλά μια οπτασία.
Αυτή η προσέγγιση τον φέρνει σε διάλογο με τον Roy Lichtenstein, ο οποίος, εμπνευσμένος από την αισθητική των κόμικς, απλοποίησε την ερωτική μορφή σε καθαρό γραφιστικό σχήμα. Αν ο Lichtenstein, μέσω της καρτουνίστικης αισθητικής, οπτικοποίησε τον μηχανισμό του πόθου, ο Manos τον κωδικοποιεί. Το χρυσό περίγραμμα και το κοντράστ με το μαύρο μεταμορφώνουν τη σάρκα σε ένα αφηρημένο αρχέτυπο της γυναικείας παρουσίας στο σύμπαν. Ο Manos δεν αποδίδει το σώμα ρεαλιστικά, αλλά, το μεταγράφει σε σημειολογικό ίχνος, όπως στη σειρά Ιδεογράμματα. Εκεί, εμπνευσμένος από τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, τη Γραμμική Α και τα μινωικά σύμβολα, ανασυνθέτει ένα αρχαϊκό σύστημα επικοινωνίας σε μορφή σύγχρονης εικαστικής σημειολογίας, εικονοσύμβολα που θυμίζουν ψηφιακά εικονίδια, interfaces ή ακόμη και emoji. Στο ίδιο πλαίσιο, τα Χρυσά Γυμνά γίνονται ένα ιδεογραφικό λεξιλόγιο του σώματος και της επιθυμίας.
Αν ο Lichtenstein σχολίαζε την εικόνα του 20ού αιώνα (έντυπα, κόμικς, διαφήμιση), ο Manos αναστοχάζεται την εικόνα του 21ου αιώνα που είναι ψηφιακή, αλγοριθμική, διαμεσολαβημένη, συμβολική. Τα σώματά του είναι φανταστικά υβρίδια, κωδικοποιημένα σώματα χωρίς ταυτότητα, ιδέες σωμάτων, όπου η γραμμή προηγείται της έννοιας. Γι’ αυτό τον λόγο, ακόμη και στις «αισθησιακές» τους πόζες, το βλέμμα παραμένει αποστασιοποιημένο, παραπέμποντας στην πρωταρχική εμπειρία της γυμνότητας ως πρόκληση και μνήμη.
Ακόμη και ο διάλογος με το έργο του Allen Jones, είναι ιδιαίτερος. Ο Βρετανός καλλιτέχνης ανέδειξε το γυναικείο σώμα ως μεταμοντέρνο φετίχ, ένα θεατρικό θέαμα εμπορευματοποιημένης ηδονοβλεψίας. Ο Manos, αντίθετα, αποστασιοποιείται από την φετιχοποίηση, μεταγράφοντας τη θηλυκότητα ως ιδέα και όχι ως αντικείμενο πόθου. Η σεξουαλικότητα δεν εμφανίζεται σαν πρόκληση αλλά σαν σύμβολο, ένα γράφημα της επιθυμίας παρά η αναπαράστασή της. Έτσι, τα Χρυσά Γυμνά δεν είναι πορνογραφικά έργα αλλά ένα οπτικό λεξιλόγιο της ερωτικής επιθυμίας. Κωδικοποιούν τη θηλυκότητα και τον ερωτισμό σαν έννοιες, αποδεσμευμένες από την παχυλή υλικότητα της σάρκας. Το χρυσό περίγραμμα μετατρέπει τον έρωτα σε αφηρημένη ιδέα, σαν ηλεκτρική εκκένωση που φωτίζει το σκοτάδι και ξυπνά την επιθυμία.
Όπως στην αττική ερυθρόμορφη κεραμική, το σώμα ορίζεται από το περίγραμμα, παρόμοια ο Manos αποδομεί και ανασυνθέτει το γυμνό σαν φωτεινό σημείο. Οι γραφιστικές του μορφές γίνονται εμβλήματα ενός κοσμικού ερωτισμού αποκομμένου από θεολογικό ή καταναλωτικό περιεχόμενο. Τεχνικά, η μονόχρωμη χάραξη σε ξύλο (χρυσό-μαύρο) προσδίδει στις εικόνες ένα γραφιστικό χαρακτήρα που παραπέμπει στις πινακίδες νέον και τον ψηφιακό σχεδιασμό. Με αυτόν τον τρόπο, το έργο του περιλαμβάνει ταυτόχρονα το παρελθόν και το παρόν που εκτείνεται από τη την κλασική αγγειογραφία έως την ποπ κουλτούρα και τα ψηφιακά μέσα.
Εν κατακλείδι, από την αισθησιακή λιτότητα του Matisse, έως τον γραφιστικό ιδεαλισμό του Lichtenstein και τη φετιχιστική θεατρικότητα του Jones, η μετα-γραφιστική αισθητική του Manos, διαμορφώνει ένα συμβολικό σύστημα στο οποίο το γυναικείο σώμα μετατρέπεται σε κώδικα, ανοιχτό στην ερμηνεία και την αποκρυπτογράφηση από τον θεατή.
Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Δυτικής Τέχνης – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών / Δ.Π.Θ.
Yannis Kolokotronis: The Golden or Astral Nudes of Manos (Manos Ioannides)
The Golden or Astral Nudes of Manos are linear, rhythmic, and semiological. With a golden line incised upon black-painted plywood, the artist creates emblematic compositions that abstract the nude body, liberating it from the illusion of three-dimensional representation. The black ground, as an active field, becomes the stage upon which light is born. The golden contour asserts itself against the darkness, as if existence were emerging from the void. The precision of the line transforms the figure into a form that simultaneously reveals and conceals.
This series belongs to a visual tradition that unites the nude body with the symbolism of light and radiance, exploring the relationship between corporeality and apparition—an immaterial imprint that endures through time. The choice of golden engraving on a black field establishes a semiological system: gold elevates the female outline to a hieratic symbol, while the black background operates as an infinite field of silence and depth, like an astral constellation of forms emerging from darkness. It is as if stardust were scattered across a black universe, crystallizing into the very idea of woman.
If Henri Matisse, through his découpage of colored papers, revealed rhythm and harmony in the exuberant, dancing movements of the body, Manos monumentalizes the female form, focusing on the purity of its structure. Without name, individuality, or psychological nuance, the body appears as a symbol—a sign of form and rhythm. Thus, it becomes an iconic imprint balancing between clarity and abstraction, where the “writing” of the body discloses the essence of posture rather than its anatomical description. The nudes of Manos do not depict reality; they evoke an apparition.
This approach places him in dialogue with Roy Lichtenstein, who—drawing on the aesthetic of comics—reduced erotic form to a pure graphic schema. If Lichtenstein, through a cartoon-like language, visualized the mechanics of desire, Manos codifies it. The golden contour and its stark contrast with black transmute flesh into an abstract archetype of feminine presence in the cosmos. Manos does not render the body realistically but transposes it into a semiological trace, as in his Ideograms series. There, inspired by Egyptian hieroglyphs, Linear A, and Minoan symbols, he reconstructs an archaic system of communication in the form of contemporary visual semiology—pictorial signs reminiscent of digital icons, interfaces, or even emoji. Within this framework, the Golden or Astral Nudes become an ideographic lexicon of the body and of desire.
If Lichtenstein reflected on the image of the twentieth century—print, comics, advertising—Manos rethinks the image of the twenty-first: digital, algorithmic, mediated, symbolic. His bodies are imagined hybrids—encoded, identityless, conceptual bodies where line precedes meaning. For this reason, even in their “sensual” poses, the gaze remains detached, evoking the primordial experience of nudity as both provocation and memory.
The dialogue with Allen Jones is equally distinctive. The British artist foregrounded the female body as a postmodern fetish, a theatrical spectacle of commodified voyeurism. Manos, by contrast, distances himself from fetishization, transcribing femininity as an idea rather than an object of desire. Sexuality does not appear as provocation but as symbol—a graphic inscription of desire rather than its representation. Thus, the Golden or Astral Nudes are not pornographic works but a visual lexicon of erotic desire. They encode femininity and eroticism as concepts, disengaged from the dense materiality of flesh. The golden contour transforms eros into an abstract idea—like an electric discharge that illuminates the darkness and awakens desire.
As in Attic red-figure pottery, where the body is defined by contour rather than mass, Manos similarly deconstructs and recomposes the nude as a luminous sign. His graphic forms become emblems of a cosmic eroticism, detached from theological or consumerist connotations. Technically, the monochromatic engraving on wood (gold and black) lends the images a graphic quality reminiscent of neon signage and digital design. In this way, his work simultaneously encompasses past and present, extending from classical vase-painting to pop culture and digital media.
In conclusion, from the sensuous economy of Matisse to the graphic idealism of Lichtenstein and the fetishistic theatricality of Jones, the post-graphic aesthetic of Manos establishes a symbolic system in which the female body becomes a code—open to interpretation and decipherment by the viewer.
Yannis Kolokotronis
Professor of History and Theory of Western Art – Department of Architectural Engineering / Democritus University of Thrace















