Η ενότητα των έργων του Νίκου Κυπραίου με τίτλο Όνειρα είναι μια ενδοσκοπική, συμβολική εξερεύνηση του ανθρώπινου ψυχισμού και της σχέσης του με το περιβάλλον, εμπνευσμένη από τα νυχτερινά του όνειρα. Πρόκειται για μια ενδιάμεση ζωγραφική ενότητα, ανάμεσα στις σειρές Ερινύες (2019), Ωδίνες (2023) και Έρεβος (2025), στις οποίες ο καλλιτέχνης αναμετρήθηκε με την ενοχή, την ηθική ανταπόδοση, την ψυχική δοκιμασία και την εμπειρία της απώλειας. Στα Όνειρα, ο Κυπραίος μας μεταφέρει στον ίδιο τον μηχανισμό του ονείρου.
Με ένα προσωπικό, διαμορφωμένο και ευέλικτο εικαστικό λεξιλόγιο, που άλλοτε τον φέρνει κοντά στον εξπρεσιονισμό, άλλοτε στην αφαίρεση και άλλοτε τον σουρεαλισμό, ζωγραφίζει τον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στο πραγματικό και το ονειρικό. Τα γνώριμα σύμβολα των πρόσφατων έργων του επιστρέφουν: το υπερμεγέθες μάτι, η αιώρηση και οι παραμορφωτικές μάσκες. Σ’ αυτά προστίθενται τα υβρίδια (άνθρωπος-κτίριο, άνδρας-σημαδούρα), οι «μηχανισμοί προσανατολισμού» (γυναίκα-ανεμοδείκτης, ταξιδιώτης-πανί), νησιωτικά θραύσματα, κεριά, κυπαρίσσια και κατώφλια. Όλα μαζί συνθέτουν σκηνές αυτοπαρατήρησης, όπου ο θεατής δεν ακολουθεί μια κλειστή αφήγηση, αλλά συμμετέχει στην διαδικασία γένεσης της εικόνας. Η αχλή, οι τονικές διαβαθμίσεις και το περιορισμένο χρωματικό λεξιλόγιο (ώχρες, ψυχρά γαλάζια, ουδέτερα γκρίζα) διαλύουν τα περιγράμματα, ώστε η μορφή να αναδύεται αργά, «με ρυθμό ονείρου». Όπως θα έλεγε ο Georges Didi-Huberman (Confronting Images, Penn State University Press 2004), πρόκειται για μια «αντίστροφη πλευρά», όπου οι μορφές χάνουν τη σαφήνειά τους και αντιστέκονται την ορθολογική κατανόηση.
Ο Gaston Bachelard, αναφερόμενος στη συνείδηση των ονείρων, σημειώνει: «Ένα όνειρο μπορεί να είναι τόσο παράξενο που φαίνεται ότι ένα άλλο υποκείμενο έχει έρθει να ονειρευτεί μαζί μας…Σίγουρα δεν υπάρχει ταυτότητα μεταξύ του υποκειμένου που αφηγείται και του υποκειμένου που ονειρεύτηκε. (La poétique de la reverie). Με αυτή τη σκέψη, τα όνειρα του Κυπραίου δεν προσλαμβάνονται ως αυτοβιογραφικές αναμνήσεις, αλλά ως συλλογικά πεδία μνήμης και φαντασίας, όπου ο θεατής γίνεται ο αφηγητής, ανασυνθέτοντας το όνειρο σαν αφήγηση ενός άλλου χρόνου.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα Όνειρα του Κυπραίου συνομιλούν με καλλιτέχνες που μετέγραψαν τα δικά τους θραύσματα ονείρων σε εικόνες. Ο Jasper Johns, το 1954, μετέτρεψε ένα όνειρο σε έμβλημα, την αμερικανική σημαία, συνδέοντας την προσωπική εμπειρία με τη συλλογική ταυτότητα. Ο Salvador Dalí, με την Επιμονή της Μνήμης (1931), μετέγραψε τη φροϋδική λογική των ονείρων σε εμβληματικές εικόνες, όπως τα λιωμένα ρολόγια, μοτίβο που βρίσκει μια υπόγεια συνάφεια με τα χρονοτοπία του Κυπραίου. Ο Odilon Redon, στο Yeux clos (1890), προσέγγισε το όνειρο ως ενόραση, ενώ ο Marc Chagall, στο Εγώ και το Χωριό (1911), το μετέτρεψε σε πεδίο μνήμης και φαντασιακών συνδέσεων. Αντίστοιχα, τα Όνειρα του Κυπραίου συγκροτούν μια ποιητική τοπογραφία του ασυνειδήτου, όπου η μνήμη και η απώλεια μετουσιώνονται σε ανοιχτές και αμφίσημες εικόνες.
Τα όνειρα του Νίκου είναι η μήτρα, περίπου πενήντα έργων, που μετατρέπονται σε στοχαστικές εικόνες μνήμης και μεταφυσικής αγωνίας. Σε υποενότητες που θα ονομάζαμε Η Μηχανή του Ονείρου, Νησιά του Χρόνου, Χρονοτοπία Ονείρου και Η Διπλή Λογική του Ονείρου, ο Κυπραίος συνθέτει δύο αρχές: το μυθικό και το παράλογο. Το πρώτο παρέχει τα αρχέτυπα (μάσκα, βωμός, πομπή, κατώφλι), ενώ το δεύτερο εισάγει ασυνέχειες κλίμακας και ρόλου, επιτρέποντας στα αντικείμενα να αποκτήσουν βλέμμα και στα σώματα να γίνουν τόποι (θώρακας-οικισμός, πρόσωπο-νησί). Η ομίχλη, ως δομικό στοιχείο της εικόνας, οι ήπιες χρωματικές αντιθέσεις και οι ανοιχτοί χώροι επιτρέπουν στις δύο λογικές να συνυπάρχουν σε εύθραυστη ισορροπία. Ο θεατής μπαίνει στη διαδικασία να αναγνωρίσει το αρχέτυπο και να αποδεχθεί την ασυνέχεια, ως ουσιαστικό περιεχόμενο της εικόνας.
Στα Νησιά του Χρόνου ο τόπος μεταμορφώνεται σε χρονοτοπία: παύει να είναι απλή γεωγραφία και γίνεται δεξαμενή μνήμης που αιωρείται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Τα νησιά, χωρίς να γίνονται προορισμοί, εμφανίζονται ως μονάδες χρόνου, θραύσματα βιωμένης εμπειρίας, οικείες εικόνες διαβρωμένες από το όνειρο. Ο λεπτός θαλάσσιος ορίζοντας επιβάλλει έναν αργό, τελετουργικό ρυθμό. Πάνω του, επιπλέουν σπιτόνησα, καμινάδες, μικρά ιερά, βάρκες και μορφές, σαν να αναπαράγουν μια μυστική τελετή, καλώντας τον θεατή να αντιληφθεί ότι ο χρόνος στη ζωγραφική δεν μετριέται αλλά κατοικείται. Έτσι, η εμπειρία γίνεται ένα απαλό τελετουργικό μετάβασης: πένθος, μνημόσυνο, σύναξη, προσδοκία, έκσταση.
Η συγγένεια με τα Πάθη των Ιχθύων είναι εμφανής: τα χριστόψαρα που διέσχιζαν γκρίζα τοπία μεταφέροντας δυσανάλογες «σταγόνες αίματος» επανέρχονται ως τελετουργική μνήμη πόνου, όχι ως ωμή καταγγελία à la Otto Dix. Αν η Κραυγή του Munch κατέγραψε τη στιγμιαία ρήξη, τα Όνειρα του Νίκου Κυπραίου, χαρτογραφούν τους αργούς μηχανισμούς επεξεργασίας της μνήμης: τη συμπύκνωση των μορφών, την μετατόπιση των νοημάτων και την απόθεση των αναμνήσεων.
Αυτή η μετουσίωση συνδέεται με την έννοια της «μετα-εικονικής εικόνας» που έχει ήδη διατυπωθεί από τον Κυπραίο: μια ζωγραφική εμπνευσμένη από τη θρησκευτική γενεαλογία της εικόνας (βυζαντινή, χριστιανική), κενή από θεολογικό περιεχόμενο, ώστε να γίνει πεδίο στοχασμού. Όπως το Μαύρο Τετράγωνο του Malevich μετατρέπει την απουσία σε μορφογένεση, έτσι και η χρήση του sfumato και η λιτή παλέτα του Κυπραίου, δείχνουν πως η απουσία δράσης και χρωματικής έντασης μπορούν να δημιουργήσουν ένα νέο πεδίο νοήματος.
Στα Χρονοτοπία Ονείρου, φύση και τοπίο παύουν να είναι σκηνικά. Δέντρα, πέτρες, νερά και ουρανοί γίνονται ενεργά σημεία, φορείς του χρόνου. Ένα γαλάζιο πεύκο, ένας πορτοκαλί κορμός με μπλε άνθη που αναδύεται από τη θάλασσα, ένα νησί-σπίτι που επιπλέει είναι εικόνες που ακυρώνουν τη φυσιοκρατία και προβάλλουν αυτό που ο Gaston Bachelard (Η Ποιητική του Χώρου, Ελληνικές Εκδόσεις 2014) θα αναγνώριζε ως «ποιητική της ύλης», ένα αιφνίδιο ανάγλυφο του ψυχισμού ανασχηματισμένο από τη μνήμη και το όνειρο συμπυκνωμένα σε μια ενιαία μήτρα εικόνων.
Το μάτι, αυτόνομο ή ενσωματωμένο σε νεφελώδη πρόσωπα, δεν είναι απλώς όργανο όρασης, αλλά ένας σκηνικός προβολέας: φωτίζει χωρίς να εξηγεί, εστιάζει χωρίς να κλείνει την αφήγηση. Έτσι, ο θεατής αφήνεται να συμπληρώσει το ορατό, να χαρτογραφήσει το δικό του όνειρο πάνω στο έργο. Η ζωγραφική του Κυπραίου, πιστή στη μυσταγωγική της λειτουργία από τα χρωματικά τοπία έως το Έρεβος, δεν περιγράφει γεγονότα: σαν διαπασών, συντονίζει συναισθηματικές δονήσεις.
Οι Ονειρικές Τελετουργίες οργανώνουν το υλικό σε σιωπηλές συνάξεις. Μορφές, κυπαρίσσια, κεριά, πόρτες, όλα σημεία μιας άτυπης τελετής, αιωρούνται ανάμεσα στο νερό και την ομίχλη. Μικρές φλόγες, σύννεφα προσώπων, κουαρτέτα από κεφάλια-πτηνά, λευκές μορφές, συνθέτουν «παγωμένα» επεισόδια. Κάθε «νησί» γίνεται ένας σταθμός: πένθος, μνημόσυνο, προσδοκία, σύναξη, έκσταση, μαζί σχηματίζουν έναν ήπιο στοχασμό για τη μετάβαση από το ανθρώπινο τραύμα στο φως.
Ο Κυπραίος εργάστηκε παράλληλα σ’ αυτά τα πεδία. Εξ ου και η εσωτερική συνοχή αυτού του νέου κύκλου: τα Όνειρα συνομιλούν με τις Ερινύες, τις Ωδίνες και το Έρεβος χωρίς να τα επαναλαμβάνουν. Μεταθέτουν την εστίαση από την καταγγελία ή την απεικόνιση προς τη μνημειώδη, στοχαστική επεξεργασία. Μέσω του sfumato, που διαλύει τα περιγράμματα σε τονικές διαβαθμίσεις, και με την εμμονή του σε εμβληματικά μοτίβα, ο Κυπραίος δημιουργεί μια ποιητική τοπογραφία του ασυνείδητου: ένα αρχείο ορατών σκιών όπου η ανθρώπινη εμπειρία δεν εξαλείφεται, αλλά, ενσωματωμένη στη συνείδηση, μορφοποιείται.
Γιάννης Κολοκοτρώνης, Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης -Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Yannis Kolokotronis: Nikos Kypraios’ Dreams
The series of works by Nikos Kypraios entitled Dreams constitutes an introspective and symbolic exploration of the human psyche and its relationship with the environment, inspired by his nocturnal visions. It forms an intermediate pictorial cycle between Erinyes (2019), Odines (2023), and Erebos (2025), in which the artist confronted guilt, moral retribution, psychic trial, and the experience of loss. In Dreams, Kypraios transports us into the very mechanism of dreaming.
With a personal, well-developed, and flexible visual vocabulary — one that at times draws him near Expressionism, at others to Abstraction or Surrealism — he paints the liminal space between the real and the dreamlike. The familiar symbols of his recent works reappear: the oversized eye, levitation, and the distorting masks. To these are added hybrids (human–building, man–buoy), “orientation mechanisms” (woman–weathervane, traveler–sail), island fragments, candles, cypresses, and thresholds. Together they form scenes of self-observation in which the viewer does not follow a closed narrative but participates in the very process of image-formation. The haze, tonal gradations, and restricted palette (ochres, cool blues, neutral greys) dissolve the contours, allowing form to emerge slowly — at the pace of a dream. As Georges Didi-Huberman writes in Confronting Images (Penn State University Press, 2004), this is the “reverse side,” where forms lose clarity and resist rational comprehension.

Gaston Bachelard, reflecting on the consciousness of dreams, notes: “A dream may be so strange that it seems that another subject has come to dream with us… There is certainly no identity between the subject who narrates and the subject who dreamed” (La poétique de la rêverie). In this light, Kypraios’ Dreams are not perceived as autobiographical recollections but as collective fields of memory and imagination, where the spectator becomes the narrator, reconstructing the dream as a narrative of another time.

Within this framework, Kypraios’ Dreams converse with artists who have transcribed their own dream fragments into images. In 1954, Jasper Johns transformed a dream into an emblem — the American flag — linking personal experience to collective identity. Salvador Dalí, in The Persistence of Memory (1931), translated the Freudian logic of dreams into emblematic imagery such as the melting clocks, a motif that finds a subterranean affinity with Kypraios’ dream chronotopes. Odilon Redon, in Yeux clos (1890), approached the dream as revelation, while Marc Chagall, in I and the Village (1911), transformed it into a field of memory and imaginative connections. Similarly, Kypraios’ Dreams construct a poetic topography of the unconscious, where memory and loss are transmuted into open and ambiguous images.
Kypraios’ dreams serve as the generative matrix for some fifty works that unfold as contemplative images of memory and metaphysical anxiety. In subseries that might be called The Dream Machine, Islands of Time, Dream Chronotopia, and The Double Logic of Dreaming, Kypraios weaves together two principles: the mythical and the irrational. The former provides archetypes (mask, altar, procession, threshold), while the latter introduces discontinuities of scale and function, allowing objects to acquire gaze and bodies to become places (torso–settlement, face–island). Mist, as a structural component of the image, together with soft chromatic contrasts and open spatial composition, allows these two logics to coexist in fragile balance. The viewer is invited to recognize the archetype and to accept discontinuity as the essential content of the image.
In Islands of Time, place is transformed into a chronotope: it ceases to be mere geography and becomes a reservoir of memory suspended between past and present. The islands, without becoming destinations, appear as temporal units — fragments of lived experience, familiar images eroded by dream. The delicate maritime horizon imposes a slow, ritual rhythm. Upon it float house-islands, chimneys, small shrines, boats, and figures, as if reenacting a secret ceremony, inviting the viewer to perceive that time in painting is not measured but inhabited. Thus, experience becomes a gentle ritual of transition — mourning, commemoration, gathering, anticipation, ecstasy.
The kinship with The Passions of the Fish is evident: the John Dorys that traversed grey landscapes carrying disproportionate “drops of blood” return as ritual memories of pain, not as raw indictment à la Otto Dix. If Munch’s The Scream captured the instantaneous rupture, Kypraios’ Dreams map the slow mechanisms by which memory is processed — the condensation of forms, the displacement of meanings, and the sedimentation of recollection.
This transmutation is linked to Kypraios’ notion of the “meta-iconic image”: a form of painting inspired by the religious genealogy of the image (Byzantine, Christian) yet emptied of theological content so as to become a field of meditation. Just as Malevich’s Black Square transforms absence into morphogenesis, so too Kypraios’ use of sfumato and his austere palette demonstrate how the absence of action and chromatic intensity can generate a new field of meaning.
In Dream Chronotopia, nature and landscape cease to function as backdrops. Trees, stones, waters, and skies become active agents — bearers of time. A blue pine, an orange trunk with blue blossoms rising from the sea, a floating island-house: these images negate naturalism and project what Gaston Bachelard (The Poetics of Space, Greek ed. 2014) would call a “poetics of matter” — a sudden relief of the psyche reshaped by memory and dream, condensed into a unified matrix of images.
The eye, whether autonomous or embedded in nebulous faces, is not merely an organ of sight but a theatrical spotlight: it illuminates without explaining, focuses without closing the narrative. The viewer is thus invited to complete the visible, to map his own dream upon the work. Kypraios’ painting, faithful to its initiatory function from the chromatic landscapes to Erebos, does not describe events; like a tuning fork, it resonates with emotional frequencies.
The Dream Rituals organize the material into silent assemblies. Figures, cypresses, candles, doors — all markers of an informal ceremony — hover between water and mist. Small flames, clouds of faces, quartets of bird-headed figures, white silhouettes compose frozen episodes. Each “island” becomes a station: mourning, memorial, expectation, gathering, ecstasy — together forming a gentle meditation on the passage from human trauma to light.
Kypraios worked across these domains in parallel, hence the internal coherence of this new cycle: Dreams converse with Erinyes, Odines, and Erebos without repeating them. They shift the focus from denunciation or depiction toward monumental, meditative elaboration. Through sfumato, which dissolves contours into tonal gradations, and his persistent use of emblematic motifs, Kypraios creates a poetic topography of the unconscious — an archive of visible shadows where human experience is not erased but absorbed into consciousness, takes form.
Yannis Kolokotronis, Professor of Art History and Theory – Democritus University of Thrace












