Μαχαιριά το μάτι του
Κωνσταντίνο τον βάφτισαν. Κώτσο τον λέγανε. Στα εφτά τον ξεμονάχιασε στον αχυρώνα ένας θείος από τη Μακρινίτσα. Και μια και δυο και τρεις. Δεν τόλμαγε κουβέντα να κάνει στον πατέρα του, τι άγριο το μάτι του και το ζωνάρι έτοιμο για κακό. Η μάνα του χρόνια τρία στο χώμα, αδέλφια δεν. Η γυναίκα του θείου, αδελφή του πατέρα, τον τάιζε, τον έντυνε. Κακορίζικη φύτρα κι αυτή, αχάιδευτο μάγουλο, μάτι στεγνό, κανείς δεν της ζήτησε γάμο. Παιδιά δεν είχε, η αγκαλιά της κούφια χρόνια τώρα, δεν ήξερε να κανακεύει. Έμεινε κι αυτός σαν σταμνί που στέγνωσε κι ουδέποτε νερό δεν ήπιε.
Μετά τις πρώτες φορές, σαν έβλεπε το θείο να ‘ρχεται με χαμόγελα και δώρα, πότε σοκολάτες ΙΟΝ με αμύγδαλο, πότε παιχνίδια πλαστικά, μέχρι και ποδήλατο με κουδουνάκι στα οκτώ του του `φερε, «μην το παρακάνεις βρε… θα το χαλάσεις το παιδί», του λέγαν με χαμόγελα, πού να ‘ξεραν ότι το είχε χαλασμένο, σαν το μάθαιναν ούτε αστυνομία, ούτε εισαγγελέας, μήνες θα τον ψάχναν το θείο, στα βουνά θα `βρισκαν τα οστά του υπό βροχήν, όσα θα `χαν αφήσει λύκοι και τσακάλια, μα δε μιλούσε, αυτός χάνονταν στα βουνά μέχρι να φύγει ο θείος, και τον πλάκωνε στο ξύλο ο πατέρας, πού χάθηκες ρε τομάρι, αλήτης θα καταντήσεις, θα σε κάνω εγώ άνθρωπο και σαν τα μάθαινε ο θείος χωνότανε να ορμηνέψει τον πατέρα, «παρ `τον με το γλυκό» του έλεγε «μην το βαράς το παιδί».
Στα εννιά του ήτανε όταν ο θείος έφυγε, παράτησε γυναίκα, παιδιά και χωριό, έφυγε, λέγαν στις κουβέντες οι μεγάλοι, με μια πουτάνα, πουτάνα δεν ήταν, δασκάλα ήταν, Κύριος οίδεν τι του λιμπίστηκε, απαρηγόρητη η θεία, ρε τον μπαγάσα λέγανε στο καφενείο.
Αυτός ανάσανε, με μάτι μαχαιριά αλλά με την κεφαλή σκυμμένη, μη σκύβεις ρε θα καμπουριάσεις ο πατέρας και η θεία, στο σχολείο πάντα στη γωνία στην αυλή, μόνος στο τελευταίο θρανίο, παράμερος κι ερημικός, δρόμος χωρίς διαβάτη η ψυχή του, στην αρχή τον σιμώσανε τα γειτονόπουλα να παίξουνε, μα τον αφήκαν στην ησυχία του όταν είδαν και απόειδαν, πώς άλλαξε ρε αυτός, στα μαθήματα ανύπαρχτος, δεν τα παίρνει, τι να κάνουμε ο δάσκαλος, δεν πειράζει θα έλθει στα χωράφια ο πατέρας.
Τα χειρότερα ήταν όταν ερχότανε τα βράδια, κάθε νύχτα το ίδιο βιολί, εννιά φορές τον έπαιρνε ο ύπνος δέκα αποξυπνούσε, γαμώτηνκαταδίκημου, είχε αρχίσει να βρίζει. Ο θείος έρχονταν ντυμένος βραχνάς κάθε βράδυ.
Σαν τέλειωσε το Γυμνάσιο, το `σκασε με μια χούφτα παράδες αρπαγμένα από το ντενεκεδένιο κουτί που τά `χε πασταλιασμένα ο πατέρας, τι περίμενες, φαινόταν, τα ήσυχα ποταμάκια να φοβάσαι, το χωριό. Πήγαν στην αστυνομία, στο Χαμόγελο του Παιδιού, στη Νικολούλη, τίποτε. Στα τέλη τον αποξέχασαν.
Το θείο τον ξαναντάμωσε στα τριάντα. Σ’ ένα ξενοδοχείο ημιδιαμονής. Περίμενε στο διπλανό δωμάτιο. Οι τοίχοι από χαρτί θαρρείς. Άκουγε τα βογγητά και περίμενε. Πρόλαβε τρία τσιγάρα να κάνει. Στο μεταξύ περιπολούσε το φτηνό δωμάτιο. Τα σημάδια στα σεντόνια που όση χλωρίνη και να φάγανε επιμένανε να θυμίζουν απόπειρες να σβήσει η μοναξιά, τα γρατζουνίσματα στην ταπετσαρία από χέρια άεργα μέχρι να έρθει το κορίτσι, το κιτρινισμένο αποτύπωμα στο τεζάκι του καθρέφτη στην τουαλέτα από τσιγάρο ξεχασμένο σαν χτύπησε το κουδούνι.
Ό,τι άναβε το τέταρτο, όταν άκουσε την πόρτα να κλείνει. Το κορίτσι έφευγε. Σηκώθηκε, έλιωσε το τσιγάρο, άδειασε το τασάκι στην τουαλέτα, τράβηξε το καζανάκι κι είδε τη ρουφήχτρα να καταπίνει το βλέμμα του. Φόρεσε μαύρα γάντια χειρουργικά, ποδονάρια είχε στα παπούτσια, έβγαλε ένα πανί από την τσέπη, σκούπισε το τασάκι. Μετά πέρασε με το πανί δύο φορές ό,τι είχε ακουμπήσει. Από το σακίδιο του έβγαλε ένα ψεκαστήρι γεμάτο χλωρίνη. Ράντισε όπου ακούμπησε. Το έβαλε στο σακίδιο. Χτύπησε τη διπλανή πόρτα. Του άνοιξε ο θείος με το σωβράκι πεσμένο, στα πλάγια φαινόταν το κωλομέρι του. Τον κοίταξε χαζά. Δεν τον γνώρισε. Αστραπή πέρασε την καρωτίδα. Πνίγηκε στο αίμα του. Τον κοίταζε με περιέργεια. Δεν καταλάβαινε. Έφυγε με αργό βήμα. Δεν κοίταζε ψηλά αν και το είχε τσεκάρει. Το ξενοδοχείο δεν είχε κάμερες.
Το βράδυ κοιμήθηκε μετά από εικοσιτρία χρόνια μονοκοπανιά ίσαμε το ξημέρωμα. Σηκώθηκε, έξυσε μηχανικά την πλάτη του. Πεινούσε.
