ΔΙΣΗΜΟΣ ΕΡΩΣ
Την ακολούθησε τότε
με το πρώτο της νεύμα
μια ανάσταση που ορθώθηκε
σ’ εξεγέρσεις μουζίκων.
Στην πορεία αυτομόλησε
μες σε λάμψη παράταιρη.
Τη μέρα που θάρθεις, της είπε,
θα περιγράψω τα σύνορα
της επικράτειας λέξεων
που ποθήσαμε άναρχα.
Εκείνες ολοένα ερχόνταν κι έφευγαν
οι πατρίδες ολοένα διαχέονταν
με κρότους, σε σαλόνια ανάμεσα.
Εκείνη δεν ήρθε ποτέ
μα δεν ξέρει αν υπήρξε ποτέ…
Τον γελούσαν οι αιμάτινες
μορφές των καπνών
του Ντύλαν Τόμας ο στίχος
πως «δεν θα ‘χει εξουσία ο θάνατος» κι έτσι
σαν σβησμένο πλακάτ στέκεται
στο γείσο των καιρών
προκαλώντας τους άλλους
θα πέσει,
δεν θα πέσει, να λένε,
δεν έπεσε ακόμα;
Μα ακόμα τη θυμάται
για εκείνα
τα πρώτα
του έρωτά της φιλιά…
