Μ’ αρετή και με τόλμη:η κατακλείδα της ποιητικής τριλογίας «Αρχαία Βροχή» του Ανδρέα Χατζηχαμπή
Γέννημα-θρέμμα της όμορφης Λάρνακας, η οποία μας φιλοξενεί απλόχερα απόψε, ο ποιητής Ανδρέας Χατζηχαμπής (γενν. 1973) είναι εγκατεστημένος οικογενειακώς, εδώ και πολλά χρόνια, στη μαγευτική Λεμεσό, όπου εργάζεται και δραστηριοποιείται πνευματικά και κοινωνικά. Έχει πραγματοποιήσει συστηματικές σπουδές Βιολογίας, διαθέτει δύο μεταπτυχιακές ειδικεύσεις (στην Περιβαλλοντική Διαχείριση και Διατήρηση και στις Επιστήμες της Αγωγής) και είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος από το Τμήμα Βιολογίας του ΕΚΠΑ. Έχει διδάξει σε όλες τις βαθμίδες της κυπριακής εκπαίδευσης και είναι γνωστός για το ενδιαφέρον και την πλούσια συμβολή του στην περιβαλλοντική έρευνα και παιδεία[1]. Αναφέρονται δε εδώ εισαγωγικά όλα όσα αφορούν τον δημιουργό, στον οποίο είναι αφιερωμένη η αποψινή εσπερίδα, με αφορμή την παρουσίαση της πρόσφατης ποιητικής του συλλογής, όχι μόνο για να καταδειχθεί η πολυμέρεια των ενασχολήσεών του, αλλά και προκειμένου να συσχετιστούν αυτές με την ποιητική του γραφή και ευαισθησία, όπως θα φανεί στη συνέχεια.
Είναι αλήθεια πως από τις λογοτεχνικές δραστηριότητες του Ανδρέα Χατζηχαμπή ξεχωρίζουν τα έξι, ίσαμε τώρα, ποιητικά του βιβλία. Αν τα δύο πρώτα εξ αυτών[2] δείχνουν έναν σκεπτόμενο και ανήσυχο τεχνίτη του λόγου να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη και να υπόσχεται ένα ελπιδοφόρο μέλλον, το τρίτο κατά σειρά[3] αφήνει να διαφανεί η σταδιακή ωρίμανση της γραφής του και να συνειδητοποιήσει κανείς το πώς καταφέρνει να κινείται ως ποιητής μεταξύ ονείρων και πραγματικότητας, συνταιριάζοντας τα μεν προς τη δε – και αντιστρόφως[4]. Στα τρία επόμενα, τέλος, ο Χατζηχαμπής περνά στην ώριμη φάση της δημιουργίας του, επιχειρώντας τη σύνθεση της τριλογίας: «Αρχαία βροχή», η οποία συγκροτείται από τις συλλογές: Οδυσσέας Αστέρης, Η κραυγή της Αντιγόνης και Το δάκρυ της Περσεφόνης[5] – συλλογής περί της οποίας θα γίνει λόγος κατωτέρω.
Ήδη ο υπογραφόμενος είχε την ευκαιρία να επισημάνει τις αρετές της πρώτης από τις άρτι αναφερθείσες συλλογές, ήτοι του βιβλίου Οδυσσέας Αστέρης, ως μέλος της οικείας Επιτροπής των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας του τότε Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, σημειώνοντας σχετικά τα ακόλουθα στην τελευταία σελίδα του βιβλίου: Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον εγχείρημα ποιητικής σύνθεσης που, κατά τη γνώμη μου, παραπέμπει στον τρόπο του Οδυσσέα Ελύτη· για τούτο και κάθε άλλο παρά τυχαίος μπορεί να θεωρηθεί ο τίτλος της συλλογής, αλλά και του βασικού αφηγητή / συνομιλητή με τον αντιφωνητή / «χορό των ποιητών» στην ίδια τη συλλογή. Η αρχιτεκτονική είναι αξιοπρόσεκτη και ισορροπημένη. Προσεγμένη γλώσσα, πλούσια σε τολμηρές εικόνες και πρωτότυπες ποιητικές μεταφορές / συνάψεις, που, σίγουρα, γοητεύουν και τραβούν την προσοχή του αναγνώστη. Ξεχωρίζουν πολλοί στίχοι για τη δύναμή τους. Φρονώ ότι είναι μια συλλογή που αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα, με υψηλό δείκτη όμορφα επεξεργασμένης διακειμενικότητας και μεγάλη θεατρικότητα / δραματική ένταση, όπου χρόνοι και τόποι, μνήμες και συναισθήματα, διαρκώς εναλλάσσονται.
Τα ίδια, πάνω-κάτω, θα είχε να παρατηρήσει ο ομιλών τόσο για την Κραυγή της Αντιγόνης όσο και (κυρίως) για το Δάκρυ της Περσεφόνης. Άλλωστε, και οι τρεις πιο πάνω ήρωες-πρωταγωνιστές της «Αρχαίας βροχής» (Οδυσσέας Αστέρης, Αντιγόνη και Περσεφόνη) συνυπάρχουν (καλύτερα: συνομιλούν) με τον «Χορό των Ποιητών» και εδώ, καλύπτοντας ζητήματα που αναφέρονται σε τρεις κλίμακες / αναβαθμούς: ο πρώτος από τους τρεις επιμένει να αναδεικνύει την ατομική κλίμακα του εσώτερου κόσμου, σε έναν τόνο πιο προσωπικό και εξομολογητικό· η δεύτερη θίγει πρωτίστως θέματα της πατρίδας και του τόπου, ανταποκρινόμενη στον αντίστοιχο κοινωνικό ρόλο που επιτελεί και η μυθική ηρωίδα· η τρίτη, ακολουθώντας, και αυτή, τα νήματα της συναφούς μυθολογικής παράδοσης, υπερβαίνει το άτομο ή/και την κοινότητα του άστεως και ανάγεται στην παγκόσμια και οικουμενική κλίμακα του κόσμου και της φύσης[6]. Με τον τρόπο αυτό, τόσο στην ίδια τη συζητούμενη τριλογία όσο και στην κατακλείδα της, η στόχευση των τριών αυτών κεντρικών προσώπων θα μπορούσε να συσχετιστεί, εν ευρεία εννοία (και πάντα τηρουμένων των αναλογιών), με τη βασική γραμμή της παλαμικής Ποιητικής, που στηρίζεται στους τρεις περίφημους «λυρισμούς»: «του εγώ», που καλύπτει πιο προσωπικά και εσωτερικά ζητήματα[7], «του εμείς», ο οποίος αναφέρεται πρωτίστως σε θέματα της κοινωνίας και της πατρίδας[8], και «των όλων», που ανάγεται στην παγκόσμια / οικουμενική σφαίρα[9].
Σε καθετί για το οποίο ακούγεται η αγωνία, η αναζήτηση, ο θρήνος, η παραίνεση, η εξομολόγηση, η κραυγή, η προσευχή ή η δοξολογία των προμνημονευθέντων πρωταγωνιστών, το οποίο τυπώνεται στην αριστερή σελίδα του βιβλίου Το δάκρυ της Περσεφόνης, παρατίθεται αντιστικτικά, στη δεξιά σελίδα, η απόφανση του χορού των ποιητών που έρχεται να επακριβώσει, να επιβεβαιώσει, να διαπιστώσει (με μια κουβέντα: να επαυξήσει και να διατρανώσει) όσα λέγονται, αποτυπώνονται ή διακηρύσσονται άλλοτε από τον Οδυσσέα Αστέρη, άλλοτε από την Αντιγόνη και άλλοτε από την Περσεφόνη, συγκροτώντας, με τρόπο απόλυτα ισορροπημένο και μεθοδικά αρχιτεκτονημένο, μιαν πολυφωνική ποιητική σύνθεση[10].
Πολυφωνικής όχι μόνο με την έννοια των ποικίλων τόνων και αισθημάτων που μεταφέρουν όσοι μιλούν σε αυτήν, αλλά και μέσα από τη χρήση διαφορετικών προσώπων και φωνών ως προς την έκφρασή τους· πραγματικά: η εξομολογητική και πλήρης αισθήσεων βιωματική απόχρωση της πρωτοπρόσωπης έκφρασης αναμιγνύεται με το άλλοτε επιτακτικό και κάποτε κουβεντιαστό ή/και δοξαστικό ύφος του β΄ προσώπου, καθώς και με την τριτοπρόσωπη διαπιστωτική ή περιγραφική αποτύπωση, παράγοντας έναν λόγο πολύχρωμο, σύνθετο, δυναμικό, δίχως στατικότητα.
Πολυσύνθετη και πολυεστιακή δεν είναι, άλλωστε, και η μυθική παράδοση που σχετίζεται με την Περσεφόνη; Συχνά η παράδοση αυτή παραπέμπει στον κύκλο της φύσης και στη διαρκή ανανέωση-αναγέννησή της, σε μιαν αλληλουχία που την ανθοφορία διαδέχεται ο μαρασμός για να έρθει και πάλι η βλάστηση να ξαναστολίσει τον κόσμο και να φέρει την ελπίδα στη θέση της απόγνωσης· άλλες φορές, ο μύθος της Περσεφόνης συσχετίζεται με το πέρασμα από το φως στο σκότος και τανάπαλιν, σε ένα σχήμα που ταυτίζεται με την αιωνιότητα της ζωής και της διαρκούς πάλης της με τον θάνατο και τη μετάβαση από την πρώτη στον δεύτερο και αντίστροφα· κάποιοι, από την άλλη, τον συνδέουν με το πένθος για την απώλεια και τη φθορά που πρέπει να προηγηθεί πριν από τον πανηγυρισμό για την εύρεση και την αναγέννηση· άλλοι, με τη σειρά τους, βλέπουν στην κόρη που μοιράζεται μεταξύ του επάνω και του κάτω κόσμου τη μητέρα-τροφό και προστάτιδα και την ταυτίζουν τόσο με τη μορφή της θεάς Δήμητρας όσο και με εκείνην της Παναγίας.
Σε κάθε περίπτωση, ο Χατζηχαμπής δείχνει να έχει καταλάβει σε βάθος την ποικιλότητα του συναφούς πανάρχαιου μύθου και των αποτυπώσεών του· για τούτο και δεν είναι λίγες οι φορές που η φωνή των ηρώων του ηχεί σαν ένας ύμνος στην ομορφιά της φύσης ή που ακούγεται σαν κραυγή ή/και θρήνος για τη συντελούμενη καταστροφή της και τα παθήματα των ανθρώπων πάνω στη γη, που βυθίζονται στην καθημερινότητα και στα πρόσκαιρα αποκτήματα. Θέλουν να ξεχάσουν μα δεν μπορούν, να χαρούν κι όμως λυπούνται, να παραιτηθούν αλλά αγωνίζονται (κάτι που μόνο άσχετο δεν μπορεί να θεωρηθεί προς ορισμένες όψεις του τραύματος που άφησε στο σώμα της πεφιλημένης μητρικής του γης η αποικιοκρατία, παλιότερα, και η εισβολή του Αττίλα με τη συνακόλουθη κατοχή, στα κατοπινότερα χρόνια)… Όχι, η καταστροφή και η παραίτηση δεν θα κυριαρχήσουν της αναγέννησης και της ελπίδας. Και είναι αυτός ίσως ο λόγος που στις τελευταίες σελίδες της συλλογής, με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Έξοδος»[11], η ίδια η Περσεφόνη, συνεπικουρούμενη από το χορό των ποιητών κάνει το καλό να νικήσει το κακό, το φως να έρθει στη θέση του σκοταδιού και τη ζωή να επιβληθεί του θανάτου. Η δε φωνή του ποιητή μετατρέπεται από καταγγελτική σε δοξαστική.
Από τις διαφωτιστικές «Νύξεις»[12] που παραθέτει ο ποιητής μετά τα ποιήματα της συλλογής, αλλά και από την προσεκτική μελέτη της, συνάγονται πολλές «διακειμενικές συνομιλίες» του με προγενέστερα βιβλία του Χατζηχαμπή, διακρίνονται κάποιες επιδράσεις που έχει δεχθεί από προγενέστερους ομοτέχνους του (με τον Καβάφη, τον Σεφέρη και, φυσικά, τον Ελύτη να ξεχωρίζουν ανάμεσά τους) και αναδεικνύονται κάποιοι σταθεροί θεματικοί πυρήνες που διατρέχουν τα ποιήματα του βιβλίου: η κλίμακα της ψυχής, της πατρίδας και του κόσμου, η σιγή, η ύπαρξη, η ανυπαρξία (άλλως, το τίποτα), η παγκόσμια πληγή, η μαύρη τυραννία, οι συνοικισμοί ευκαιρίας, οι εγκλωβισμένοι, η πορφυρή Ατλαντίδα, είναι οι βασικότεροι από αυτούς. Την ίδια στιγμή, όψεις, μορφές και τεκμήρια των μυθικών κύκλων εναρμονίζονται με συμβάντα της σύγχρονης κυπριακής (και όχι μόνο) εμπειρίας, η παραδοσιακή φόρμα[13] διανθίζει την τολμηρή νεωτερική γραφή και η κυπριακή ντοπιολαλιά μπολιάζει την κυρίαρχη κοινή νεοελληνική – για τούτο και είναι πολύ χρήσιμο και διαφωτιστικό το σύντομο «Γλωσσάρι»[14] που δίδεται στο τέλος του βιβλίου.
Κοντολογίς, πρόκειται για μια συλλογή πλασμένη με «αρετή» και με «τόλμη», οργανωμένη δομή, διακριτή λυρική φαντασία, πλούσια κλιμακωτά συναισθήματα, δραματική ένταση, πρωτότυπη σε σύλληψη εικονοποιία, κελαρυστή και δίχως μανιέρα έκφραση και ξεκάθαρα μηνύματα, η οποία κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την αρχή ίσαμε το τέλος της. Στίχοι σαν και τους ακόλουθους, επιλεγμένοι από κάθε σελίδα της ποιητικής αυτής σύνθεσης, θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο, ποίημα που να αποδίδει τις διαρκείς μεταπτώσεις και τις ποικίλες φωνές που επιστρατεύει ο δημιουργός για να εκφράσει την αγωνία του και, εν τέλει, τη θέση του:
Μαύρισαν τα οστά των δακρύων
στα άσπιλα κατάβαθα των λέξεων·
ασύνορη μωρία και σκληρή ειρωνεία
μετέρχεται ο κόσμος του τίποτα.
Ακούω την ηδύφωνο πάκτη
της προσμονής,
ψάχνω να βρω τον παράδεισό μου
μες στα σκοτάδια του έσω σύμπαντος
για το αιώνιο απερίγραπτο
μιας ακροθαλασσιάς.
Ζω βαθιά μέσα στο σύμπαν της αλήθειας·
χάρισμά σας τα χρηματιστήρια ονείρων·
εκεί στα πέρατα της τραγικότητας,
εκεί στα πέρατα της λέξης,
ψάχνω τον παράδεισό μου
και την πύλη της αθωότητας
μέσα στο κλάμα του κόσμου·
μικρή οδύσσεια σχεδία επιστροφής
στο βάθος του κόσμου,
στα μύχια της ύπαρξης.
Χαίρε, η κτίσις του αΰλου
και του ηλίου η γεννήτρια.
Γράφουμε για κείνη την ανάληψη
στο εσώτερο σύμπαν,
ένσαρκοι αστρίτες,
με τον Αυγερινό παράσημο στον ώμο
μες στην ελευθερία του φωτός,
μες στον λαβύρινθο της παγκόσμιας πληγής
που στάζει αίμα.
Πολυάνθιστη γη μου,
απαστράπτουσα μάνα γη,
σε προσκυνώ·
θάλασσα πανωραία,
ενάλια αρχαιότητα της ύπαρξης,
με τ’ άσπιλα κατάβαθα της σιγής
και το δάκρυ της αρχέγονης μοναξιάς,
σε προσκυνώ·
είν’ η καρδιά μου
όλη ένα με τ’ αστέρια,
είν’ η καρδιά μας
όλη
ένα σ’ αγαπώ,
ο κόσμος μας,
ένα σμήνος φτερωτών αναμνήσεων
που ράγισε τη χρονικότητα·
την ανέσπερη άνθιση
προσδοκώμεν.
Μας εκθέσατε ανεπανόρθωτα
στα ταριχευμένα μουσεία σας,
μας κατακάψατε μάρτυρες εν τη καμίνω
στα αυθαίρετα δασικά φιλέτα σας.
Ήταν μεγάλη
η εβδομάδα
που μας πέρασε·
μια αδίστακτη πυρκαγιά,
απ’ τις στάχτες της οδυνηρής φωτιάς,
κάτω απ’ τα σκοτεινά συντρίμμια
της πηκτής νύχτας
καίγεται η πλάση
και χάνεται·
κι εμείς πουλιά
που κάηκαν τα φτερά
στο πέταγμά τους
για μακρινά ταξίδια στην αιωνιότητα.
Μια φάτνη αγκαλιά όλος ο κόσμος μας,
μια αγνοούμενη ελπίδα,
λήθη ανήμερη
μες στις ψυχές μας.
Πλαστικές οι άχραντες λέξεις του κόσμου
σε μια γη
του θανατερού τίποτα
που άστραψε σαν κεραυνός στο αόρατο·
φτωχός και πένης
όποιος τον κόσμο τον αόρατο αρνείται.
Θρυμματισμένα οστά της αγάπης,
πώς είναι να ζεις
νεκρός σαν είσαι;
σ’ έναν κόσμο ψηφιακής λήθης,
μες στα δεσμά της αστραπής,
στο αρχαίο βάθος
του ακατάληπτου νοήματος,
με τη θλίψη των βημάτων
ανθρώπων περίκλειστων
μες στα τενάγη του ανήμερου χρόνου,
για το εικονοστάσι τ’ ουρανού
με τον ωραίο κήπο·
ο πάντα αγνοούμενος,
που νίκησε τον Χάρο,
έναν αθάνατο θυμό,
στο έσχατο τίποτα
της παγκόσμιας πληγής,
με τα καμένα πέλματα
του αναπόδραστου κυκλοτερού τίποτα.
Στου δικαίου την υψηλή την τέχνη
κι οι αράχνες όλο γελάνε
σαν πλέκουν τον αόρατο ιστό τους·
μέσα στο δίχτυ φάντασμα
στερεύει η γης και χάνεται
με τ’ ανώφελο τίποτα.
Αιώνιε Θεέ,
είσαι η μεγάλη αγάπη,
που όλα τα μπορεί,
πάνω απ’ τις ματωμένες θάλασσες
της ψυχής μας,
μες στο γλαυκό το φως της μνημοσύνης,
μες στα μνήματα των ζώντων,
στο φωτοβόλο βάθος,
μεθόριος μεταξύ σάρκινης γης και άυλης θάλασσας,
που ρέει φως σπαραχτικό
μες στον βυθό της ύπαρξης,
στο άπληστο στόμα του θανάτου,
μες στο απέραντο τίποτα
της αδειανής ψυχής μας.
Μακριά πια ο μαύρος ρύπος της φθοράς,
μακριά πια ο οδυνηρός βρασμός της γης
κι η μαύρη τυραννία·
τα μεγάλα φέρνουν τα μικρά
και τα μικρά φέρνουν τα μεγάλα·
σ’ έναν πάμφωτο κόσμο λέξεων,
μακρινό πια το άγγιγμα του σκότους,
άνθη στα ύφαλα της αλήθειας·
η γης ανέστη
και το σκότος επικράνθη.
Μα δεν είναι αρκετά για εσάς, επίορκοι της άνοιξης·
καπνίζει η γης το σκοτάδι σας·
αλίμονο, επίορκοι του φωτός,
παντού ακούγεται ο θρήνος της γης,
σκοτεινός ο κόσμος του τίποτα·
μοιρολογούμε
το ανέσπερο φέγγος της γης,
υμνούμε το φως και το θάμα του·
δόξα στο αρχαίο πρωτόκτιστο κάλλος
και στο άκτιστο φως.[15]
[1] Για τη γενικότερη πορεία του Ανδρέα Χατζηχαμπή, βλ. ενδεικτικά το οικείο λήμμα στη διαδικτυακή Βικιπαίδεια (https://el.wikipedia.org/wiki/Ανδρέας_Χατζηχαμπής – επίσκεψη: 23.04.2025), καθώς και το βιογραφικό του σημείωμα στον ιστοχώρο: http://kykpee.org/wp-content/uploads/2021/02/A.-Ch.-Hadjichambis-CV-English-06-02-2021-v4.pdf (επίσκεψη: 24.04.2025).
[2] Βλ. Ανδρέας Χατζηχαμπής, Απ’ τ’ αλωνάκι της σιγής, Λεμεσός 2002· του ιδίου, Στην ακτή των ποιητών, Λεμεσός: Βιβλιοεκδοτική, 2008.
[3] Βλ. Ανδρέας Χατζηχαμπής, Όνειρα αμενηνά, Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014.
[4] Πρβλ. την ακόλουθη απόφανση του Οδυσσέα Ελύτη, από το βιβλίο με τριάντα επτά συνεντεύξεις του νομπελίστα ποιητή, Συν τοις άλλοις (Αθήνα: ύψιλον / βιβλία, 2011), η οποία παρατίθεται ως motto στα Όνειρα αμενηνά του Χατζηχαμπή (σ. [9]): Ο ποιητής πιστεύω είναι στο βάθος πιο ρεαλιστής απ’ όλους αυτούς που τον φαντάζονται στα σύννεφα. Μόνο που ξέρει ότι και τα σύννεφα κι αυτά είναι μια πραγματικότητα, για τους άλλους εσαεί απλησίαστη.
[5] Βλ. σχετικά, Ανδρέας Χατζηχαμπής, Οδυσσέας Αστέρης, [Αθήνα:] Κέδρος, [2018] [22021]· του ιδίου, Η κραυγή της Αντιγόνης, [Αθήνα:] Κέδρος, [2022]· του ιδίου, Το δάκρυ της Περσεφόνης, [Αθήνα:] Κέδρος, [2024].
[6] Τα τρία παραθέματα με πλάγια στοιχεία αυτής παραγράφου προέρχονται από το «Εισαγωγικό Σημείωμα» στο Δάκρυ της Περσεφόνης, ό.π. (σημ. 5), σ. 9.
[7] Πρβλ. όσα λέει επιγραμματικά ο Παλαμάς: Και για τούτο και με όλου του εαυτού μου την πολυσύνθετην ενότητα πιο κοντά στο υποκείμενο που στέκεται κρυμμένο στα βαθύτερα του είναι μας, όταν κατά μέρος αφήνοντας το καιρικό στοιχείο του τραγουδιού μου, έρχομαι σ’ επαφή με το στοιχείο του το ατομικό, το αντίθετο με το παράσιτο, που θά ’λεγεν ένας ψυχολόγος, εγώ· με το λυρισμό του εγώ· στο: Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμος 19ος [Τα Χρόνια μου και τα Χαρτιά μου. Α΄. Η Ποιητική μου – Τα Χρόνια μου και τα Χαρτιά μου Β΄], επιμ. Γιώργος Ανδρειωμένος, Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 2024, σ. 111.
[8] Πρβλ. το παλαμικό: Το καιρικό στοιχείο στο τραγούδι μου. Συνεχίζει την παράδοση του πατριωτικού λυρισμού· στο ίδιο, σ. 102.
[9] Πρβλ. συναφώς την παλαμική απόφανση: Η Μελέτη έρχεται να συμφιλιώση την πανηγυρικήν ιεροτελεστία της πατριδολατρείας με το τρεμοσάλεμα του αυτοεξετασμού. Ανάμεσα του στοιχείου του ιστορικά καιρικού και του στοιχείου του αποκλειστικά ατομικού παίρνει τη θέση του το γενικό στοιχείο· στο ίδιο, σ. 121.
[10] Η διατύπωση ανήκει στον Ανδρέα Χατζηχαμπή, Το δάκρυ της Περσεφόνης, ό.π. (σημ. 5), σ. 9.
[11] Βλ. στο ίδιο, σσ. 76-82.
[12] Βλ. στο ίδιο, σσ. 85-90.
[13] Βλ. στο ίδιο, τα ακόλουθα, εντελώς ενδεικτικά, παραδείγματα ρυθμικών ιαμβικών δεκαπεντασύλλαβων στίχων: ο πάντα αγνοούμενος, / που νίκησε τον Χάρο (σσ. 50, 51)· Πού ’σαι, μάνα, για να ιδείς / τον γιό σου τον λεβέντη (σ. 51)· καβάλα απά στο όνειρο, / καβάλα απά στον Χάρο (σ. 51)· Μπαίνει σιμά στην πόρτα σου, / μπαίνει στο σπιτικό σου (σ. 51)· και σε γυρέφκει ο φτωχός, / μα σύ ’σαι μες στο μνήμα (σ. 51)· του πόνου του αβάσταχτου, / της μαύρης τυραννίας (σ. 52)· κίνησαν να αποκοιμηθούν / μες στους πελώριους λόγους, / στα λόγια τα ανώφελα, / στις λέξεις τις μεγάλες, / που κούφια φέρνουν το νερό / της μαύρης τυραννίας (σ. 57)· απ’ τον πολύ συλλογισμό / και τον μικρό αγώνα (σ. 58)· όραση σαν του αετού / και σαν τη νυχτερίδα […] μακριά απ’ τον πρωτόγονο / και τον θνητό Οδυσσέα […] κι άνθρωπος αναλώσιμος / στης Κίρκης τις ορέξεις (σ. 66)· όλα λουστήκανε στο φως, / μεγάλο φως ηπλώθη (σ. 72).
[14] Βλ. στο ίδιο, σσ. 91-92.
[15] Όπως σημειώθηκε, οι πιο πάνω στίχοι έχουν παρθεί αυτούσιοι από κάθε σελίδα του κυρίως σώματος της συζητούμενης εδώ συλλογής (σσ. 10-82).
Βιογραφικό Γιώργου Ανδρειωμένου
