Ο χρόνος ως επιφάνεια, η στιγμή ως βάθος
Σε ένα σκονισμένο φθινοπωρινό απόγευμα της ανατολικής Θεσσαλονίκης, δύο φιγούρες — Αυτός κι Αυτή — κινούνται αθόρυβα μέσα σε έναν τόπο που μοιάζει να αναπνέει: την πόλη, τον χρόνο, τη σιωπή. Ο Άλλος, αφηγητής και ταυτόχρονα φάντασμα παρατήρησης, μετακινείται ανάμεσά τους, αποτυπώνοντας τις μετατοπίσεις, τα βλέμματα, τις ρωγμές που ανοίγονται ανάμεσα στις χειρονομίες και τα πράγματα. Στις Στιγμώνες, ο Βασίλης Παπαγεωργίου δεν κατασκευάζει μια ιστορία, αλλά διαστέλλει τον χρόνο· δεν δημιουργεί χαρακτήρες, αλλά σκηνές συνείδησης.
Η γλώσσα είναι ολιγόλογη, σχεδόν ψιθυριστή — σαν να αρνείται τη ρητορική επιβολή, προτιμώντας τη διαφάνεια, την αναπνοή της πρότασης, την αοριστία που επιτρέπει στο πραγματικό να υπνωτίζεται χωρίς να χάνεται. Οι φράσεις λειτουργούν μουσικά· ενίοτε φθάνουν στο όριο της παύσης, σαν να περιμένουν την επιστροφή ενός ήχου που δεν έρχεται. Το αφηγηματικό υλικό δεν ενοποιείται· πλανάται. Η ένταση γεννιέται όχι από τα συμβάντα, αλλά από την προσήλωση σε ό,τι φαινομενικά διαφεύγει: την κίνηση των εντόμων στο χώμα, τη μετατόπιση της σκιάς, το φως στα φύλλα του πεύκου, το ξεψύχισμα μιας σκέψης.
Οι ήρωες ονομάζονται μόνο με αντωνυμίες — Αυτός, Αυτή, Ο Άλλος — σαν να επιδιώκει ο συγγραφέας να τους αποσπάσει από κάθε βιογραφική συγκρότηση, να τους καταστήσει φωνές μέσα στον ανοιχτό χώρο, σχήματα κίνησης και αίσθησης. Η ανωνυμία δεν αποστασιοποιεί· αντίθετα, πυκνώνει την ύπαρξή τους, τους εντάσσει σε μια τοπολογία του άχρονου και του εφήμερου. Πρόκειται για μορφές που δεν δρουν, αλλά υπάρχουν· ή μάλλον: στέκονται. Η ακινησία τους απορροφά τον ρυθμό του τοπίου.
Το τοπίο — μια εγκαταλειμμένη παραθαλάσσια ζώνη της πόλης — δεν είναι φόντο. Είναι σώμα, μνήμη, χρόνος, ρωγμή. Οι λέξεις επιστρέφουν ξανά και ξανά σε ίδια σημεία: η άμμος, η σκιά, το φως, τα χόρτα, ο άνεμος, τα εγκαταλειμμένα κτίσματα. Όλα συγκροτούν ένα είδος φυσικού παλίμψηστου, όπου η φύση και τα αστικά υπολείμματα συγκατοικούν όχι αρμονικά, αλλά εν αγνοία τους. Το βλέμμα του συγγραφέα δεν είναι λυρικό· είναι ελλειπτικό, παρόν και απόν, αναγνωριστικό — σαν κάμερα που διστάζει μπροστά στο υπερβολικά συγκεκριμένο.
Ο χρόνος στις Στιγμώνες δεν κυλά· πλέει. Δεν υπάρχει παρελθόν, παρόν και μέλλον με γραμμική διάταξη. Υπάρχουν μονάδες αίσθησης — στιγμές — που λειτουργούν σαν αισθητηριακές ρωγμές. Η χρονικότητα γίνεται εσωτερική, αποσυνδεδεμένη από το ρολόι, από την αφήγηση, από τη λογική της εξέλιξης. Ο χρόνος εδώ είναι μια επιφάνεια πάνω στην οποία αφήνονται ίχνη: μικρές κινήσεις, ένα κοίταγμα, ένας ήχος από το νερό, μια ανάσα που χάνεται στον αέρα.
Η γραφή παραπέμπει περισσότερο στη σιγή παρά στη φωνή. Ο Παπαγεωργίου δεν ενδιαφέρεται να πει — ενδιαφέρεται να κρατήσει. Να κρατήσει τη στιγμή στο όριό της, να μην την επιτρέψει να χαθεί ούτε να συμπυκνωθεί σε νόημα. Γι’ αυτό και το ύφος του παραμένει εκτεθειμένο — χωρίς κορυφώσεις, χωρίς αφηγηματικές αιχμές, χωρίς εξηγήσεις. Η αφήγηση λειτουργεί ως χώρος παρατήρησης, σχεδόν διαλογιστικός, όπου το πιο ασήμαντο γίνεται κατώφλι σημασίας χωρίς να υποδουλώνεται από αυτήν.
Οι Στιγμώνες δεν είναι ένα αφήγημα. Είναι μια σειρά από παύσεις. Μια άσκηση στην ακινησία του βλέμματος, στη λεπτότητα της προσοχής, στη συναισθηματική εγρήγορση που δεν διατυπώνεται. Είναι κείμενο που απαιτεί να διαβαστεί αργά, μέσα από τη σιωπή. Διεκδικεί χώρο όχι στη μνήμη, αλλά στη συνείδηση — εκεί όπου η εμπειρία δεν έχει ακόμη γίνει ανάμνηση.
