Όταν αστράφτουν οι ναοί των Χμερ το δείλι
το Λίγκαμ ραίνουν οι πιστοί με αγιασμό
άνθη προσφέρουνε λευκά με σεβασμό
γονατιστοί μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη.
Γυμνές στολίζουνε απσάρες το ναό
φοράν βραχιόλια λαμπερά και σκουλαρίκια
τα βήματά μου τώρα χάνονται στα ρείκια
το φως Εκείνου μ’ οδηγεί το αγλαό.
Μεταξωτές μες στο διάσελο φωνές
κι ένας κροκόδειλος στην πέτρα να κοιτάει
μόνος του λιάζεται, ο άνεμος κεντάει
μες στα φυλλώματα αλλόκοτες μορφές.
Όταν απλώνεται τη νύχτα η βροχή
βάζει φωτιά στ’ απέραντα σκοτάδια
δεν είμαι μόνος, πέρνω δύναμη τα βράδια
μ’ ένα του Βούδδα φυλαχτό, με μια ευχή.
