στον Τσαρλς Μπουκόφσκι
Μ’ ένα σκληρό, σκαμμένο πρόσωπο
δυο τρυφερές σχισμές για μάτια
σε τελετές του Βάκχου χάνονταν
ώσπου γινότανε κομμάτια.
Πρόστυχες τσούλες είχε πλάι του
που λαχταρούσε το κορμί τους,
άδεια μπουκάλια τον συντρόφευαν
ονειροδιάβαινε μαζί τους.
Ταίριαζε στίχους μπρος στον θάνατο
σαν τον αντάμωνε τα βράδια
κι ύστερα χάνονταν μονάχος του
μες στης ψυχής του τα σκοτάδια.
