Ήταν στα χρόνια της πρώτης μου νιότης. Τότε που ξεκίναγε η ζωή μου αποθηκευμένος σε μια υπηρεσία της λεγομένης Κοινής Ωφελείας με έδρα μια κωμόπολη στη Δυτική Μακεδονία. Άλλο περίμενα, να βρεθώ για παράδειγμα στην πρωτεύουσα του Νομού, αν όχι στη Θεσσαλονίκη, κι όμως μου έτυχε μια κωμόπολη στα βουνά. Ήταν μια πρόσκληση να ζήσω μια ζωή που δεν την ήξερα. Μια ζωή επαρχιακής απομόνωσης. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να παραιτηθώ, θα έχανα όμως την ευκαιρία της σταδιοδρομίας και βέβαια ένα μισθό που τον είχα απόλυτη ανάγκη. Θυμάμαι πως μίλησα τηλεφωνικά στον πατέρα μου για την απογοήτευσή μου και για την πρόθεσή μου μετά από αυτή. Η αντίδρασή του ήταν καθοριστική: «Αν κάνεις τέτοια βλακεία θα βρεις κλειστή την πόρτα του σπιτιού. Γι’ αυτό σκάσε και κολύμπα». Πού; στα βουνά; σκέφτηκα μα δεν είπα λέξη. Αντί τούτου έστειλα ένα τηλεγράφημα – τότε υπήρχε αυτό το ξεχασμένο είδος. «Το Μήνυμα ελήφθη. ΟΚ». Ακολούθησε όμως ένα γράμμα της μητέρας μου.
«Αγόρι μου, Μην στενοχωριέσαι και θα κάνουμε τα αδύνατα δυνατά δια τη μετάθεσίν σου . Ήδη ομίλησα εις την ερίτιμον κυρίαν Μόσχου, ήτις διαθέτει υιόν εις το γραφείον του τάδε βουλευτού. Επίσης και της εξαιρέτου φίλης μου κυρίας Παπασταύρου, της οποίας η θυγάτηρ – τι καλή κοπέλα και πόσο αξία σου έχω μιλήσει περί αυτής – έχει γνωριμίαν με την κόρη του δημάρχου, όπως και εις τον αξιότιμον και πάντα πρόθυμον κύριον Χατζηπαπάραν, τον γραμματέα παρά τω αρχιεπισκόπω. Εάν και δι’ αυτών δεν κατορθώσω τι το επιθυμητόν, έχω και ετέρας γνωριμίας εκ του εβδομαδιαίου τεΐου της θείας Ασημίνας εν τη οδώ Υπερείδου και άλλας εκ της μηνιαίας συγκεντρώσεως ημών εις τη οδόν Κυδαθηναίων Ωστόσο πρόσεχε σε παρακαλώ την υγείαν σου. Η ανησυχούσα πάντα και πάντοτε μήτηρ σου».
Θυμήθηκα ένα παλιό ποίημα του Αλέξανδρου Σούτσου της φαναριωτικής σχολής του 19ου αιώνα :
«Εις το σπίτι μου φυτρώνει έξαφνα μια εξοχότης
τσουπ και μια πανιερότης»
Της απάντησα με αγένεια ου την τυχούσαν, αλλά στο δικό της ύφος.
«Μήτερ μου, σε παρακαλώ περιορίσου εις τα κουζινικά σου καθήκοντα και μη αμέλλει τούτων. Τα δ’ άλλα ούτε σον εστί ούτε άλλου τινός, αλλ’ εμόν μόνον». Μου απάντησε τηλεγραφικά. «Είσαι γάιδαρος με περικεφαλαία». Αλήθεια πώς είναι ο γάιδαρος με περικεφαλαία ;
Πολύ σύντομα άρχισα να βλέπω την κωμόπολη, όπου θα ζούσα τα επόμενα χρόνια, με συμπάθεια. Είχα βρει καλή παρέα και ανθρώπους αξιόλογους, όπως ο κύριος Αριστείδης, συνταξιούχος δάσκαλος, ο Θανάσης, ανθυπομοίραρχος διοικητής του τοπικού αστυνομικού τμήματος και ποιητής, ο Ηλίας, γεωπόνος και φιλόσοφος, ασχολούμενος με τους Προσωκρατικούς και επίσης με το είναι και το μη είναι. Στις συζητήσεις παρενέβαινε και ο Παναγιώτης, ο καλλίφωνος ψάλτης και τραγουδιστής. Διέκοπτε τον Ηλία κι αυτός εκνευριζόταν. «Κύριε γεωπόνε» του έλεγε «εκτός από το είναι και το μη είναι υπάρχει και το ψείναι, περι αυτού να μας εξηγήσεις». Η έκρηξη του Ηλία ήταν πάντα δυναμική. Έπαιρνε το ποτήρι που ήταν κοντά του και απειλούσε να του το εκσφενδονίσει. « Για να κάνω την κεφάλα σου να δουλέψει» του έλεγε. «Όχι, για να έχει μία πληρότητα ο λόγος σου» έλεγε αυτός σοβαρά .‘Ένα βράδυ στο γνωστό μας στέκι, μπακάλικο, καφενείο και εστιατόριο, διάλεγες κι έπαιρνες κατά περίπτωση, του έθεσα μια ερώτηση, ήταν ο τίτλος βιβλίου. «Ποία η διαφορά μεταξύ του ποιείν και του πράττειν». Ενθουσιάστηκε. « Ο μικρός (αυτός ήμουν εγώ) έθεσε τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Πρόκειται για βιβλίο του Παπανούτσου. Θα τα πούμε αύριο». Ωχ τι πάθαμε, ακουγόταν από τους άλλους , βαλτός είσαι ρε παιδί μου !
Ξεχωριστή παρέα , αλλά συναυλιζόμενοι ωστόσο στο ίδιο στέκι, αποτελούσαν τρεις καθηγητές και μία καθηγήτρια του γυμνασίου της περιοχής. Ο ένας ο Αριστείδης ήταν μαθηματικός, δήλωνε «αγνωστικιστής», ο άλλος ο Νίκος ήταν φυσικός, δήλωνε «διαφωτιστής», ο τρίτος ο Κρίτων ήταν φιλόλογος, δεν δήλωνε τίποτα, το ίδιο και η γυναίκα του η Μαρία που είχε έρωτα με τη Λαογραφία και μάζευε παραδόσεις και δημοτικά τραγούδια της περιοχής. Στα ενδιαφέροντά της πολύτιμος συμπαραστάτης, όπως ήταν φυσικό, υπήρξε ο Παναγιώτης ως καθ’ ύλην αρμόδιος. Όταν έβλεπε ο Ηλίας τον Κρίτωνα ερχόμενο μονίμως επαναλάμβανε σε αντιγραφή του Πλάτωνα «τι τηνικάδε αφίξαι ω Κρίτων;» κι αυτός έδειχνε την ενόχλησή του, αλλά ο άλλος ούτε που την καταλάβαινε. Μια φορά μόνο γύρισε και μου είπε :
– Θα του πω τίποτα γαλλικό να ησυχάσω!
– Σιγά μην ησυχάσεις. Η βελόνα του γεωπόνου είναι πια κολλημένη.
Η γυναίκα του η Μαρία τον επανέφερε στην τάξη:
-Έλα σε παρακαλώ, μην παρεξηγηθούμε με τον άνθρωπο. Κάτι πήγε να της απαντήσει αυτός, αλλά η άλλη είδε τον Παναγιώτη κι έσπευσε να του δείξει τη νέα της συλλογή τραγουδιών και να του ζητήσει να τα τραγουδήσει να καταλάβει, έλεγε, το εσωτερικό τους νόημα από τη μελωδία τους. Ο Παναγιώτης, απλός γεωργός, κολακευόταν μια κι έτσι αναγνωριζόταν η αξία του!
Με τον Παναγιώτη γνωριστήκαμε καλύτερα κι η αιτία ήταν η μανία μου με την ψαλτική στην οποία εκπαιδεύτηκα από μικρό παιδί. Μια Κυριακή ανέβηκα στο Αναλόγιο κι αυτό ήταν. Γίναμε κολλητοί. Ψέλναμε μαζί και συμφωνούσαμε στη επιλογή των μουσικών μελών κι ήταν πολύ χαρούμενος που βρήκε συμπαραστάτη. Πήγαινα και στο σπίτι του και κάναμε πρόβες, μαζί μας κι άλλα δυο άτομα, που την είχαν πάθει με τη μουσική και τους έκανε μάλιστα και μάθημα κι είχαν αρχίσει και διαβάζανε τα μουσικά. Ετοιμαζόμαστε κάθε Σάββατο για την επομένη, την Κυριακή και σχεδιάζαμε τι θα ψάλουμε τα Χριστούγεννα που πλησίαζαν.

Όμως είναι γνωστή η φράση «Άλλα οι άνθρωποι βούλονται και άλλα ο Θεός κελεύει»!
Στις 23 του Δεκέμβρη ήρθε μα εντολή να πάμε στα χωριά πάνω στα Πιέρια που είχαν μείνει στο σκοτάδι. Φάνηκε μια αποστολή ρουτίνας. Κι όμως όλα άλλαξαν σε λίγες ώρες. Ενώ το συνεργείο εργαζόταν για την αποκατάστασή της βλάβης , άρχισε να χιονίζει. Όταν τέλειωσε, τα πάντα είχαν καλυφθεί από το χιόνι κι ήταν οι δρόμοι αδιάβατοι. Οι πάντες μας συμβούλευαν να μη φύγουμε μια και οι κακοτοπιές ήταν πολλές και ο τόπος επικίνδυνος. Έτσι μείναμε φιλοξενούμενοι σε διάφορα σπίτια – εγώ στου παπά – με την ελπίδα ότι την επομένη θα άλλαζε η κατάσταση. Απατηθήκαμε. Καταλάβαμε ότι είχαμε αποκλεισθεί. Έτσι εκόντες άκοντες μείναμε στο χωριό για Χριστούγεννα. Απελπισία;
Την ώρα που αναρωτιόμαστε περί του πρακτέου, ακούστηκε η καμπάνα της εκκλησιάς. Προτίμησα ν’ αφήσω τους άλλους στις μαύρες σκέψεις τους και να πάω κατά κει. Μέσα ήταν δυο γυναίκες κι ένας άντρας που φάνηκε να προσπαθεί να ψάλει. Δεν ήξερε και τα έλεγε ο παπα Γιάννης, ένας νέος λυγερόκορμος παπάς με ωραία φωνή. Πλησίασα και δεν χρειάστηκαν εξηγήσεις , αρχίσαμε να ψέλνουμε μαζί. « Του Κυρίου Ιησού γεννηθέντος εκ της αγίας Παρθένου πεφώτισται τα σύμπαντα. Ποιμένων γαρ αγραυλούντων και Μάγων προσκυνούντων, Αγγέλων ανυμνούντων Ηρώδης εταράττετο». Και όλα τα θεσπέσια. Όταν τελειώσαμε, προχωρημένη πια μέρα, ο παπα Γιάννης ήταν όλος χαρά. « Φέτος θα κάνουμε Χριστούγεννα» και κάναμε.
Στο σπίτι όταν πήγαμε ο παπάς χαρούμενος φώναζε. «Παπαδιά φέτος θα το φχαριστηθούμε, ο ξένος μας ξέρει και ψέλνει. Ο Θεός μας έστειλε ψάλτη! ( Υπερβολή). Την ώρα εκείνη χτύπησε η πόρτα, Ήταν τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα. « Χριστούγεννα Πρωτούγεννα , πρώτη γιορτή του χρόνου. Για βγάτε διέτε μάθετε οπού ο Χριστός γεννιέται. Γεννιέται κι ανασταίνεται με μέλι και με γάλα». Η παπαδιά είχε ετοιμάσει ένα μεγάλο πιάτο γεμάτο μελομακάρονα και κουραμπιέδες κι ένα σακούλι με ξηρούς καρπούς κι ο παπάς έβγαλε μια χούφτα κέρματα. Φιλοτιμήθηκα κι εγώ και τους έδωσα ένα εικοσάρικο. Τα παιδιά έκαναν χαρές. Όλοι τη μέρα, ίσαμε το απόγευμα, έρχονταν στο παπαδόσπιτο οι άντρες του χωριού να ευχηθούν στον παπά και στην παπαδιά και να δουν τον ξένο που τους έφερε ξανά το φως.
Ξημερώματα πήγαμε πάλι στην εκκλησιά. Η ώρα που η προσμονή ολοκληρώνεται. Έβαλε «ευλογητός» ο παπα Γιάννης κι ο δάσκαλος άρχισε να διαβάζει τον εξάψαλμο. Μετά ήρθε η σειρά των ύμνων. «Δεύτε ίδωμεν πιστοί πού εγεννήθη ο Χριστος. Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ…». Και βέβαια το δωρικό της αττικής διαλέκτου «Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε». Αμέσως ακολουθεί ο χαριέστατος ίαμβος που μας θυμίζει μια παλαιά ιστορία . « Έσωσεν λαόν θαυματουργών δεσπότης/ υγρόν θαλάσσης κύμα χερσώσας πάλαι…» Και λίγο πιο κάτω «Νεύσον προς ύμνους οικετών ευεργέτα , εχθρού ταπεινών την επηρμένην οφρύν…» Ο εγωιστής εχθρός που μας κοιτά με σηκωμένο το φρύδι. Σε κάποια στιγμή δίπλα μου ο δάσκαλος, ο Απόστολος, μου έκανε μια ερώτηση ψιθυριστά :
-Τα καταλαβαίνεις όλα;
-Προσπαθώ!
– Κι εγώ. Οσφραίνομαι την ομορφιά τους!
Ο ίδιος φαινόταν να έχει ξεχωριστή χαρά και σχεδόν χοροπηδούσε μόλις αρχίσαμε να ψέλνουμε «Ευφραίνεσθε δίκαιοι, ουρανοί αγαλλιάσθε, σκιρτήσατε τα όρη Χριστού γεννηθέντος». Πήγα να τον ρωτήσω προς τι τόση χαρά, αλλά εκείνη την ώρα μαζεύτηκαν τα παιδιά του σχολείου και έσπευσε να τα βάλει μπροστά από το Αναλόγιο, σχεδόν σε σύνταξη. ¨Θα είμαι από πίσω και θα σας βλέπω» προειδοποίησε αυστηρά! Κι αυτά στάθηκαν με απόλυτη ησυχία. Στην αρμόδια στιγμή τα έβαλε στη σειρά (εφ’ ενός ζυγού) για να κοινωνήσουν. Ξεχασμένα πράγματα για μένα από την πρωτεύουσα !
‘Όταν τελειώσαμε, η μέρα είχε επικρατήσει ολόφωτη κι ένας ήλιος λαμπερός έδινε χαρούμενη μορφή στο χιονισμένο τοπίο. Αυθόρμητα μου ήρθε στα χείλη το παλιό τραγούδι του νεανικού μας στρατωνισμού «ήλιος πάλι λαμπρός ξεπροβάλλει». Δίπλα μου ένας από το συνεργείο μου ψιθύρισε «άντε και θα φύγουμε» κι αυτό δεν μου άρεσε καθόλου !
Γυρίσαμε στο σπίτι κι η παπαδιά είχε ετοιμάσει μια κοτόσουπα που άχνιζε και στο τραπέζι ήταν οι βραστές κότες, ενώ μας περίμεναν γύρω στα δέκα άτομα. Όλοι φίλησαν το χέρι του παπά και με χαιρέτησαν εγκάρδια. Όλοι μαζί ψάλλαμε « Η Γέννησις σου Χριστέ ο Θεός ημών», ο παπάς ευλόγησε την τράπεζα και στρωθήκαμε και φάγαμε την καλύτερη σούπα της ζωής μου. Τρώγοντας σκέφτηκα να αποκρύψω από τη μητέρα τα περί νοστιμιάς της σούπας, έτσι για να αποφύγω τον αναπόφευκτο δεύτερο όρο της συγκρίσεως. Να έχουμε και το κεφάλι μας ήσυχο!
Εκείνη την ώρα , στις πρώτες εφορμήσεις μας επί των αχνιστών πιάτων, σηκώθηκε ο γεροντότερος κι άρχισε τις ευχές. Χρόνια πολλά παπά, να χαίρεσαι το πετραχήλι σου, χρόνια πολλά παπαδιά να χαίρεσαι τον παπά και τα παιδιά». Ακολούθησε ο δάσκαλος που δεν μπορούσε να ξεχάσει την ιδιότητά του. « Την εύσημον ταύτην ημέραν, σεβαστέ πάτερ, αγαπητέ επισκέπτα (αυτός ήμουν εγώ) εόρτιος ομήγυρις, καθ’ ην εορτάζομεν την μεγάλην εορτή της Γεννήσεως του Κυρίου και μετά την προηγηθείσαν λαμπράν εν τω ναώ Θείαν Λειτουργία, επιθυμώ να εκφράσω τας εορτίους ευχάς μου εις τον άξιον εφημέριόν μας και την κυρίαν πρεσβυτέραν και να ευχηθώ εις άπαντας χρόνια πολλά» . Απέναντί του ο αστυνόμος έβαλε τα γέλια. « Άντε δάσκαλέ μου τόση ώρα για να πεις χρόνια πολλά». «Ναι, αλλά τα είπε τόοσο περίτεχνα», «δασκαλίστικα». Εύθυμη ατμόσφαιρα, γελαστά πρόσωπα ! Κι ο παπάς , τέλος σηκώθηκε με το ποτήρι στο χέρι κι έκλεισε τη σελίδα των ευχών. «Αγαπητοί μου φίλοι, δεν έχω πολλά να σας πω, εξάλλου σας τα είπα στη εκκλησία. Ένα μόνο. Σας ευχαριστώ που υπάρχετε »! Αυτό ήταν. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι, όλοι φώναζαν, όλοι εύχονταν. Νέος γύρος ευχών!
Ύστερα η ώρα του τραγουδιού. «Καλήν ημέραν άρχοντες». Και τα εύθυμα « Στου παπά ,γειά σας τα ποτήρια, στου παπά τα παραθύρια, στου παπά τα παραθύρια κάθονται δυο μαύρα φρύδια ». Πρώτος έβαλε τα γέλια ο παπα Γιάννης , ενώ η παπαδιά κοκκίνισε αιδημόνως . Είχε μαύρα φρύδια! Κι αφού είχαμε τελειώσει τη σούπα με τις κότες, μπήκαν στη τραπεζαρία οι πιατέλες με το ψητό ενώ τα ποτήρια δεν προλάβαιναν να αδειάσουν! Νέος γύρος ευχών που συμπεριέλαβαν και εμένα «τον ξένο από την Αθήνα που έκανε Χριστούγεννα μακριά από την μητέρα του και τον πατέρα του». Τότε στράφηκε σε μένα η μάνα του παπά, μια τυπική αρχόντισσα του χωριού. «Σας λείπει η μαμά σας;» Δεν πρόλαβα να απαντήσω κι οι άλλοι εν χορώ. «Άστα αυτά κυρά Καλή, θες να συγκινήσεις τον άνθρωπο»! Κι ο πατέρας του παπά, για να αλλάξει το κλίμα, σηκώθηκε με ένα ποτήρι στο χέρι κι άρχισε το τραγούδι «Φίλοι καλώς ορίσατε, να φάμε και να πιούμε» και άντε πάλι τα γεμάτα ποτήρια κι ο οίνος να ρέει άφθονος. Χαριτωμένοι άνθρωποι !
Όλη την υπόλοιπη μέρα πανηγυρίζαμε τη γέννηση του Χριστού και όλοι ευφράνθηκαν. Προς το τέλος ήρθαν πολλοί που είχαν γιορτάσει στο σπίτι τους και κατά το έθιμο θα συνέχιζαν «στου παπά»! Κι όλοι ήλθαν «με γεμάτα τα χέρια». Κεράσματα για την οικογένεια και τους συνδαιτυμόνες της. Κι άρχιζαν από τον ξένο. « Ορίστε τη δική μου πίτα», «δοκιμάστε από τα δικά μου μελομακάρονα», «τις δίπλες μου, δεν θα τις δοκιμάσετε;» Άρχιζε η καλοσύνη τους να γίνεται προβληματική . Τη λύση έδωσε ο παπα Γιάννης.
-Παιδιά, ο ξένος μας δεν έχει άλλα περιθώρια, να του τα δώσουμε να τα πάρει μαζί του!
Την άλλη μέρα επιστρέψαμε στη βάση μας και πήρα μαζί μου μια τσάντα γεμάτη πακέτα με γλυκά, μα και με λουκάνικα που κάνουν στο χωριό. Τα πήγα όλα στο γνωστό μας στέκι. Άρχισαν όλοι τις ερωτήσεις. «Πώς πέρασες στα βουνά;» Κι η Μαρία : «Ποια έθιμα επισήμανες;» Αντί για άλλη απάντηση άνοιξα τη τσάντα με τα δώρα. «Ιδού κύριοι η απάντηση». Επέπεσαν οι πάντες κι ο καθένας πήρε τι δική του απάντηση.
