Ρέκβιεμ για τους δολοφονημένους των Τεμπών
Το συναξάρι του 21ου αιώνα.
Τριάντα έξι προσευχές για τις πενήντα επτά ψυχές που χάθηκαν στα Τέμπη στις 28 Φεβρουαρίου του 2023 περιλαμβάνει η Ανθολογία με τίτλο «Δεν έχουμε οξυγόνο» των εκδόσεων «εύμαρος». Οι εκατό σελίδες της φιλοξενούν είκοσι ένα ποιήματα και δεκαπέντε μικρά ποιητικά πεζά, γραμμένα από αντίστοιχους ποιητές και πεζογράφους, δεκαοκτώ γυναίκες και δεκαοκτώ άντρες.
Το πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται η Ανθολογία προσδιορίζουν στο εισαγωγικό τους σημείωμα οι ανθολόγοι και επιμελητές της έκδοσης Ηλίας Φραγκάκης και Παναγιιώτης Χατζημωυσιάδης: «Δεδομένου ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί παρά να συνομιλεί με την εποχή της, εδώ η πολιτική, ηθική και αισθητική ανάγκη να μιλήσουμε για το θέμα των Τεμπών υπό την ιδιότητά μας ως λογοτεχνών, ώστε να στοιχίσουμε τη λογοτεχνική γραφή με την κοινωνική φωνή για δικαιοσύνη και δημοκρατία, να αποτίσουμε φόρο τιμής στη μνήμη των νεκρών, να συμπαραταχθούμε στον αγώνα των συγγενών και να διασώσουμε για τους κατοπινούς τη λογοτεχνική βίωση όσων συνέβησαν».
Το πλαίσο αυτό συμπληρώνει η Μαρία Καρυστιανού στον Πρόλογό της. Απευθυνόμενη στους αναγνώστες της Ανθολογίας, γράφει:
«Αγαπημένοι μου.
Πάνω από το μαύρο που πλανιέται στην κοινωνία μας, με περιβάλλει ένα θεϊκό λευκό! Άνθρωποι με ευγενική καρδιά θέλησαν ν’ αποτυπώσουν όσα κατάφεραν να δουν με τα μάτια της ψυχής τους για εκείνο που συνέβη ένα κρυο βράδυ, σε άγνωστους συνανθρώπους τους. Σε εμάς…»
Και απευθυνόμενη στην κόρη της, ένα από τα θύματα του εγκλήματος των Τεμπών, γράφει:
«Φώτισέ μας, ψυχή μου.
Το όνομά σου, τα ονόματά σας, είναι πια τραγούδι, ποίημα, δάκρυ».
Τα ποιήματα και τα κείμενα της Ανθολογίας το επιβεβαιώνουν.
Δεν μπορούμε βέβαια εδώ να αναφερθούμε σε καθένα ξεχωριστά. Γι’ αυτό θα περιοριστούμε σε μερικά «δείγματα γραφής» ενδεικτικά των διαφορετικών προσεγγίσεων στο κεντρικό της θέμα.
Η Διώνη Δημητριάδη, στο ποίημά της με τίτλο «Σίδερο μες το σίδερο» γράφει:
«Ποτάμι υπόγειο ορέγεται / να βγεί στον πάνω κόσμο / μα σαν στον ήλιο ξεμυτά / βγαίνει αχαμνό ρυάκι». (σελ. 15)
Σε αντίθεση με το «αχαμνό ρυάκι» της Διώνης, λάβα ηφαιστείου ζητάει απ’ τον πατέρα του να γίνει ο δολοφονημένος στα Τέμπη γιός του. Ο Μάνος Κοντολέων στο κείμενό του με τίτλο «Απαίτηση» γράφει:
«Γίνε, ρε πατέρα, μάγμα διάπυρο και ξεπετάξου πάνω στη βρομιά τους.
Φτύσε τη λάβα σου στην αμετροέπεια της εξουσίας τους.
Εξαφάνισέ τους, ρε πατέρα. […]
Φτιάξε τη φάτνη μου κάπου σε έδαφος ανώμαλο, πλούσιο σε ηφαιαστιογεή πετρώματα.
Φτιάξ’ την με απομεινάρια βαγονιών, με σπασμένες σιδεροτροχιές.
Με πειστήρια του εγκλήματος.
Και με τις τελευταίες ανάσες των παιδιών που τα ξεγέλασαν, που τα εμπόδισαν να ζήσουν». (σελ. 18-19).
Σε ηφαίστειο παραπέμπουν και οι στίχοι του Νίκου Προσκεφαλά στο ποίημά του με τίτλο «Τριγμοί»:
«Αυτό το αίμα το βαθιά θαμένο / της θυσίας / δεν λησμονιέται. / Στης μνήμης μέσα τους νευρώνες / στου στήθους το ηφαίστιο / κοχλάζει». (σελ. 34)
Μια συγκλονιστική εικόνα από τη σκηνή του εγκλήματος καταγράφει η Τζούλια Γανάτσου στο κείμενό της με τίτλο «Ο μάρτυρας»:
«…άρχισα να σφαδάζω από τον πόνο. Άρχισα να ζαλίζομαι ενώ συνέχισα να σέρνομαι, να ψάχνω με μανία, ν’ αναζητώ το πόδι μου, τη μνήμη μου, τον λόγο μου, τον όρθρο μου, τον φίλο μου, τους φταίχτες, το κράτος, τον Θεό…» (σελ. 38).
Τη σκέψη αυτών που έμειναν πίσω καταγράφει ο Σταύρος Ζαφειρίου στο ποίημά του «Χωρίς τίτλο»:
«δεν μπορώ να πιστέψω άλλη αλήθεια για το έσχατο / από αυτό το κορίτσι που ζητάει ένα μόνο λεπτό / απ’ το λιωμένο ρολόι του / από αυτό το αγόρι που κρατά τα συντρίμμια ζεστά / με την καμένη του ανάσα. / Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη αλήθεια απ’ το τέλος / του γέλιου τους. / Πάνω στο τέλος του γέλιου τους βαδίζω». (σελ. 20).
Θα κλείσω αυτή την περιδιάβαση στις σελίδες τη Ανθολγίας «Δεν έχουμε οξυγόνο» με ένα απόσπασμα από το κείμενο της Ελένης Πριόβολου με τίτλο «Άβε Μαρία».
Ένα από τα θύματα του εγκλήματος, η νεαρή σοπράνο Ελισάβετ Χατζηβασιλείου, προσπαθεί, λίγα λεπτά πριν απ’ τη μοιραία σύγκρουση και τη φωτιά, να ηρεμήσει τη γάτα της, την Νάμπια, που ταξιδεύει μαζί της:
«Τι είναι αυτό που ακούγεται; Έκρηξη, Νάμπια, έλα εδώ, μη φοβάσαι. Είμαστε αγκαλιά. Τρανταζόμαστε. Άβε Μαρία!… Δεν είναι τίποτα. Θα πάμε σπίτι. Παντού Μαζί. Θα φύγουμε για το Βερολίνο. Παντού Μαζί. Θα τραγουδήσουμε στη Σκάλα του Μιλανου. Παντού Μαζί. Άβε Μαρία!… Νάμπια, φοβάσαι. Νάμπια, φοβάμαι. Νάμπια, φωτιά. Ορμάει απ’ τα ρουθούνια του δράκου. Άβε Μαρία!… Καιγόμαστε. Δεν υπάρχει αέρας. Δεν αναπνέουμε. Νάμπια, σ’ αγαπώ. Άβε Μαρία!… Θα τραγουδάμε στον ουρανό. Εσύ κι εγώ. Μαζί. Άβε Μαρίαααα! Νιάαααρ! (σελ. 63).
Υ.Γ. Στις 17 Νοέμβρη του 1975, στον εορτασμό της 2ης επετείου του μαζικού επίσης εγκλήματος του 1973, αντέγραψα από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου ένα σημείωμα με την υπογραφή «Μ. Β. Φοιτητής Φιλοσοφικής» που έγραφε:
«Πρώτη φορά είδα να σκοτώνουν το τραγούδι και ντράπηκα. Ντράπηκα γιατί περπάτησα. Ντρέπομαι γιατί περπατώ αμέριμνος στους ίδιους δρόμους».
Παρόμοια εγκλήματα, παρόμοια αισθήματα, με πενήντα χρόνια απόσταση.
* Ο Γιώργος Βοϊκλής είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας
