Ο Κώστας Ροδαράκης και η σιωπηλή συνθήκη του φωτός
Υπάρχουν βιβλία που φωνάζουν και βιβλία που σωπαίνουν. Η συλλογή Ύδρα και άλλα ποιήματα του Κώστα Ροδαράκη (εκδόσεις Κίχλη) ανήκει στα δεύτερα. Και γι’ αυτό ακούγεται πιο καθαρά. Σε μια εποχή όπου τα λόγια υπερχειλίζουν, η φωνή του μοιάζει να έρχεται από αλλού — όχι από το παρελθόν, αλλά από μια θέση εσωτερική, άχρονη, που ξέρει εκ των προτέρων πως θα παραμείνει χωρίς απάντηση.
Γεννημένος το 1938 και σιωπηλός επί δεκαετίες, ο Ροδαράκης έζησε και έγραψε μακριά από κάθε φως δημοσιότητας. Δεν διεκδίκησε θέση· δεν ζήτησε ακροατήριο. Ίσως γι’ αυτό η ποίησή του επιμένει. Δεν θέλει να πείσει, δεν καταφεύγει στη ρητορεία. Μιλά. Χαμηλόφωνα, με ακρίβεια, χωρίς περιττές λέξεις. Η γλώσσα του δεν διακοσμεί — αποκαλύπτει.
«Ύδρα! Το πρώτο φως / θα με βρει νεκρό στο σκαλοπάτι σου / σαν να ’ναι το ελάχιστο από ένα φιλί ή μια συμπόνοια…»
Η Ύδρα στον Ροδαράκη δεν είναι τόπος. Είναι συνθήκη. Είναι σώμα, είναι μνήμη, είναι ο χρόνος που ξαναγράφεται κάθε φορά μέσα από την εμπειρία της ήττας. Δεν υμνείται· κατοικείται. Κι αυτή η κατοίκηση δεν γίνεται με θριάμβους, αλλά με ταπεινή επιμονή. Ό,τι σώζεται, εδώ, σώζεται με το λιγότερο δυνατό.
Η φωνή του ποιητικού προσώπου είναι τραγική όχι γιατί κραυγάζει, αλλά γιατί δεν ελπίζει. Ξέρει πως όλα έχουν ήδη χαθεί — και παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει. Η ήττα δεν είναι τέλος· είναι προϋπόθεση. Έτσι, ο θάνατος, η μνήμη, η απώλεια, η προσφυγιά, η αγάπη, εμφανίζονται όχι ως θέματα, αλλά ως γεγονότα ύπαρξης. Δεν εξηγούνται. Δεν ζητούν νόημα. Είναι εκεί, όπως είναι η σκόνη πάνω στο τραπέζι το πρωί.
«Είμαστε κάποιες φυλές που σκόρπισαν / αφήνοντας λίγα φτωχά λόγια για τη συμπόνια / ή τη διαδοχή…»
Ο Ροδαράκης δεν στοχάζεται για να ερμηνεύσει τον κόσμο· γράφει για να μην ξεχαστεί από αυτόν. Και ίσως ούτε αυτό. Η ποίησή του λειτουργεί όπως η ανάσα ενός ανθρώπου που δεν κοιμάται: ακανόνιστη, βαθιά, με στιγμές απόλυτης σιγής. Δεν σε καθοδηγεί· σε στέλνει πίσω στον εαυτό σου.
Στο εκτενές ποίημα Αποσπάσματα μιας ατέλειωτης γραφής ο ρυθμός γίνεται κατακόρυφος, σχεδόν εκστατικός. Οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη με οξύτητα που ζαλίζει. Ο αναγνώστης δυσκολεύεται να ακολουθήσει — όχι από αδυναμία κατανόησης, αλλά επειδή δεν μπορεί να χωρέσει τόσο οξυγόνο. Πρόκειται για ένα κείμενο-συμπαντογέννεση: γεννά κόσμους που δεν υπήρχαν πριν. Και, ταυτόχρονα, γνωρίζει πως τίποτα απ’ όσα ειπώνονται δεν είναι τελικό. Γι’ αυτό και η μορφή παραμένει ανοιχτή, ασυγκράτητη, ανθρώπινη.
Η Ύδρα δεν είναι ένα βιβλίο που τελειώνει. Είναι ένα σώμα ποίησης που επιμένει να υπάρχει κάτω από τη ροή των πραγμάτων. Όπως είπε και ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος : «ο Ροδαράκης είναι ένας Οδυσσέας που γυρνά την πλάτη στην εξορία της ευμάρειας, για να πεθάνει στην πατρίδα». Εκεί όπου το φως, το φιλί και η συμπόνια — αυτή η μυστική αγία τριάδα της τέχνης — σώζουν, για λίγο, το σώμα του ποιητή. Και το δικό μας.
