‘’Η τέχνη γεννιέται από τις κακοτεχνίες του κόσμου’’· διαβάζοντας αυτές τις μέρες τα περί ‘’εισβολέων’’ στην Κρήτη, φυλακίσεων, μειωμένων μερίδων κλπ, θυμήθηκα τα λόγια του Ταρκόφσκι και τις σημαντικές ταινίες που γυρίζονται τα τελευταία χρόνια με θέμα το μεταναστευτικό. Ο καπιταλισμός στη σύγχρονη εκδοχή του παράγει ‘’κακοτεχνίες’’ εκτρωματικές, που δοκιμάζουν σκληρά την ηθική, τραυματίζουν την αισθητική, γελοιοποιούν το συναίσθημα, αμφισβητούν ακόμη και την κοινή λογική. Η τέχνη δε μπορεί παρά να απαντήσει.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ο κινηματογράφος ασχολείται με το καθόλου δημοφιλές θέμα του μεταναστευτικού. Συνήθως οι περισσότερες σχετικές ταινίες εστιάζουν στις συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών στις χώρες υποδοχής, τον ρατσισμό που υφίστανται, τις δυσκολίες ενσωμάτωσης τους και τα αναπόφευκτα ψυχικά τραύματα τους – στην ουσία δηλαδή εκφράζουν την οπτική του αλληλέγγυου Ευρωπαίου που ανακαλεί τις εμπειρίες από το περιβάλλον του. Ο Γκαρόνε, πρωτοτυπώντας, στην τελευταία ταινία του ‘’Εγώ, Καπετάνιος’’ επιλέγει τη σκοπιά και τα βιώματα του ίδιου του μετανάστη από τη στιγμή που φεύγει από τον τόπο του μέχρι που φτάνει – ή και όχι – στον προορισμό του.
Οι πρωτοτυπίες του Γκαρόνε δεν εξαντλούνται εδώ· δεν είναι ο πόλεμος, ούτε οι πολιτικές διώξεις, ούτε καν η απόλυτη ένδεια που εξωθούν στη μετανάστευση τους δύο ήρωες του, τους δεκαεξάχρονους Σενεγαλέζους Σεϊντού και Μούσα· ο σκηνοθέτης, στηριγμένος σε διηγήσεις νεαρών μεταναστών, τολμά να μην τους προσδώσει το απαραίτητο ‘’προφίλ πρόσφυγα’’ ώστε να ελπίσουν στην ευρωπαϊκή συμπόνια ή έστω ανοχή. Τα δύο παιδιά θέλουν απλώς να κυνηγήσουν το όνειρο τους, να γίνουν ροκ σταρ και να ‘’υπογράφουν αυτόγραφα’’. Όπως όλοι οι νέοι στις αφρικανικές χώρες, έχουν μέσω του διαδικτύου πρόσβαση σε μια εξωραϊσμένη και εκμαυλιστική εικόνα της ευρωπαϊκής ζωής ως Γης της Επαγγελίας, μια ακαταμάχητη πρόκληση για νέες εμπειρίες και ευκαιρίες, συμμετοχή σε μια πραγματικότητα που απέχει έτη φωτός από τη δική τους. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός προκαλεί ανενδοίαστα τα θύματα του, χρησιμοποιεί όσα του χρειάζονται και αποπέμπει τα υπόλοιπα.
Τα δύο ενθουσιώδη παιδιά, παρά τις προειδοποιήσεις του περιβάλλοντος τους και έχοντας εξασφαλίσει τα απαραίτητα χρήματα δουλεύοντας, ξεκινούν κρυφά και με άγνοια κινδύνου από τη Δυτική Αφρική για το μακρύ ταξίδι προς τη Βόρεια Αφρική, που αποδεικνύεται μια οδύσσεια φρίκης: εξαπατώνται από κυκλώματα διακινητών, εγκαταλείπονται στην έρημο, υφίστανται επιθέσεις τακτικού στρατού και παραστρατιωτικών, εξευτελισμούς, φυλακίσεις και βασανιστήρια. Όταν επιτέλους φθάνουν στην Τρίπολη της Λιβύης και αναζητούν πλοίο για να περάσουν στην Ιταλία, ο διακινητής τούς δέχεται με τον εκβιαστικό όρο να οδηγήσει ο ίδιος ο Σεϊντού το αλιευτικό με τους 250 παράνομους μετανάστες – με αυτό τον κυνικό τρόπο αντιμετώπισαν οι διακινητές τον ιταλικό νόμο να συλλαμβάνεται στην άφιξη του σκάφους ως λαθρέμπορος όποιος το οδηγεί.
Το χερσαίο ταξίδι δοκιμάζει σκληρά την ανυποψίαστη αθωότητα των δυο παιδιών, τα φέρνει μπροστά στην ωμή πραγματικότητα ενός ανηλεούς κόσμου που δε διστάζει να θυσιάσει την ύπαρξη τους στο όνομα της κερδοσκοπίας, χωρίς όμως να κατορθώσει να κάμψει τη συντροφικότητα τους και την αλληλεγγύη, ειδικά του Σεϊντού, προς κάθε πάσχοντα συνοδοιπόρο. Στο θαλάσσιο ταξίδι όμως η ανάληψη της δυσανάλογης προς την ηλικία του ευθύνης για τη σωτηρία τόσων ανθρώπων – το ρίσκο που παίρνουν γίνεται το μέτρο της απελπισίας τους – απαιτεί από αυτόν να υπερβεί τον φόβο και την ανασφάλεια του, να επιδείξει αυτοκυριαρχία και αποφασιστικότητα, να εμψυχώσει τους συνταξιδιώτες του αλλά και να τους επιβληθεί. Πρόκειται για την πιο βίαιη, πιο οδυνηρή, αλλά και πιο λυτρωτική ενηλικίωση. ‘’Η τύχη όλων κοινή και το μέλλον – αν φτάσουν στον προορισμό τους – αόρατο’’.
Ο σκηνοθέτης αντιπαραθέτει στις ρεαλιστικές σκηνές φρίκης έξοχες λυρικές και ονειρικές παρεμβολές που, σαν αντικατοπτρισμοί στην έρημο, αισθητοποιούν τα συναισθήματα. Τα ζωηρά αφρικανικά χρώματα καθηλώνουν, τα αισθαντικά κοντινά πλάνα στα πρόσωπα διαδέχονται τις μακρινές λήψεις της άγριας φυσικής ομορφιάς. Στην ηχητική μπάντα της ταινίας εναλλάσσονται οι έντονοι αφρικανικοί ρυθμοί με τους μυστικούς ήχους και αντίλαλους της ερήμου. Οι δύο νεαροί ερασιτέχνες ενσαρκώνουν τους ήρωες με ανεπιτήδευτη φυσικότητα.
Αυτό όμως που με έκανε να θυμηθώ την ταινία του Γκαρόνε στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι η έμμεση αλλά καίρια αναφορά της στην ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναθέτει τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών από την Αφρική σε χώρες της Β. Αφρικής, κυρίως τη Λιβύη και την Τυνησία που αποτελούν τα βασικά σημεία αναχώρησης για την Ευρώπη μέσω ‘’της πιο θανατηφόρας μεταναστευτικής οδού του κόσμου’’, ενισχύοντας οικονομικά τα αυταρχικά καθεστώτα τους, με αντάλλαγμα τον έλεγχο των συνόρων τους και τον περιορισμό της μετανάστευσης, κυρίως από την Υποσαχάρια Αφρική. Η οικονομική ενίσχυση ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ δίνει προτεραιότητα στην στρατιωτικοποίηση και τον εξοπλισμό τους, με αποτέλεσμα απηνείς διώξεις και κακοποιήσεις των υποσαχάριων και άπειρες ευκαιρίες παράνομης κερδοσκοπίας σε βάρος τους· κάθε χρόνο χιλιάδες χάνουν τη ζωή τους διασχίζοντας την Σαχάρα. Την τελευταία δεκαετία, από όσους κατόρθωσαν να φτάσουν στα σημεία αναχώρησης και να επιβιβαστούν για το ευρωπαϊκό όνειρο, έχουν χάσει τη ζωή τους 28.000 άνθρωποι, ενώ η βιομηχανία παράνομης διακίνησης στην Κεντρική Μεσόγειο είχε κέρδη 370 εκατομμύρια δολάρια μόνο το 2023!
Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετατοπίζει το πρόβλημα αντί να το επιλύει και το οξύνει: η ανάθεση του μεταναστευτικού ελέγχου σε απολυταρχικά καθεστώτα τούς δίνει την ευκαιρία να λειτουργούν εκβιαστικά προς αυτήν, αλλά και να διαιωνίζουν το πρόβλημα προκειμένου να μην χάσουν την οικονομική ενίσχυση. Οι παράνομες διαδρομές πολλαπλασιάζονται, χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους με την ανοχή και συνενοχή των ευρωπαίων πολιτών, οι διακινητές εξακολουθούν να κερδοσκοπούν, η κρίση στη Β. Αφρική βαθαίνει, ενώ η ίδια η Ε.Ε. χάνει την αξιοπιστία της ως υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο Ματέο Γκαρόνε προφανώς δεν επιδιώκει να δώσει λύση με την ταινία του, δεν είναι αυτός ο ρόλος της τέχνης. Κάνει έκκληση στην Ευρώπη να συναισθανθεί τις ευθύνες της και υπενθυμίζει ότι καμιά πολιτική επαναπροωθήσεων, κανένα τείχος, καμιά θανάσιμη απειλή δε μπορούν να αναστείλουν την αρχετυπική ανάγκη και το πρωταρχικό δικαίωμα του ανθρώπου για μια καλύτερη ζωή.








