You are currently viewing Γιούλη Ζαχαρίου: ‘’Καμιά Άλλη Επιλογή’’ (2025) Παρκ Τσαν-γουκ

Γιούλη Ζαχαρίου: ‘’Καμιά Άλλη Επιλογή’’ (2025) Παρκ Τσαν-γουκ

(το κείμενο περιέχει spoiler))

Ακόμη ένας διάσημος σκηνοθέτης μέσα στους τελευταίους μήνες ‘’βάζει στο σκαμνί ‘’ το καπιταλιστικό σύστημα· φαίνεται ότι σε Ανατολή και Δύση η κινηματογραφική τέχνη επικαιροποιεί την οπτική της.

Τα πρώτα πλάνα της νέας ταινίας του σπουδαίου Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη Παρκ Τσαν-γουκ, ‘’Καμιά Άλλη Επιλογή’’( ‘’Oldboy’’, ‘’Η Υπηρέτρια’’, ‘’Απόφαση Φυγής’’) αποτελούν την τέλεια διαφήμιση της εύπορης, ανέμελης, οικογενειακής ζωής-προτύπου στις καπιταλιστικές χώρες· ο Μαν-σου ‘’έχει όλα όσα θέλει’’: μια διευθυντική θέση σε χαρτοβιομηχανία, μια όμορφη και υποστηρικτική σύζυγο, τη Μί-ρι, δυο υπέροχα παιδιά, δυο σκυλιά ράτσας και το σπίτι που πάντα ονειρευόταν· νιώθει επιτυχημένος και ευτυχής. Όταν όμως η εργοδότρια εταιρεία εξαγοράζεται από Αμερικανούς επενδυτές και επιχειρείται μείωση του κόστους μέσω απολύσεων, ο Μαν-σου μετά από 25 χρόνια εργασίας βρίσκεται άνεργος, αναγκάζεται να δουλέψει χειρωνακτικά, η οικογένεια του αλλάζει επίπεδο ζωής, το σπίτι του απειλείται με κατάσχεση, οι ρωγμές της ιδανικής οικογένειας κάνουν την εμφάνιση τους. Απελπισμένος και αποφασισμένος να επανακτήσει όλα όσα έχασε, καταλήγει σε αντισυμβατικούς και βίαιους τρόπους για να αντιμετωπίσει τον σκληρό εργασιακό ανταγωνισμό.

Η ταινία είναι ριμέικ της ταινίας του Κώστα Γαβρά ‘’Το Τσεκούρι’’ (2005), που στηρίχθηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Αμερικανού συγγραφέα Ντόναλντ Γουεστλέικ (1997) για τη δεκαετία των μαζικών απολύσεων στις ΗΠΑ. Ο Παρκ σεβάστηκε την οπτική του Γαβρά, αλλά ενέταξε την ταινία  στο δικό του πολιτισμικό πλαίσιο, στις σύγχρονες συνθήκες της αγοράς εργασίας και της συσσώρευσης του κεφαλαίου και φυσικά την απέδωσε με τη δική του κινηματογραφική γλώσσα – αν και εδώ η αιματηρή βία και το στιλιζάρισμα είναι περιορισμένα.

Ο Μαν-σου των καλών ημερών, ο έντιμος και ψυχικά σταθερός αντιήρωας,  εγκλωβισμένος μέσα στις νέες συνθήκες που του επιβλήθηκαν, με τραυματισμένη την υπερηφάνεια και την αξιοπρέπεια του από τις ταπεινώσεις στον εργασιακό χώρο , νιώθοντας άχρηστος και έχοντας χάσει την αυτοεκτίμηση του, σταδιακά καταρρέει·  με συνεχώς αυξανόμενο το αίσθημα της ασφυξίας και απελπισίας, αρνούμενος να αναλάβει δουλειά κατώτερη του ή να εξετάσει το ενδεχόμενο μιας νέας επαγγελματικής πορείας, μετατρέπεται από θύμα σε θύτη, όχι τόσο ψυχρό και αδίστακτο όσο θα ήθελε, μάλλον αδέξιο, γελοίο και αξιολύπητο, αλλά αποτελεσματικό. Η ταινία δεν τον αθωώνει ούτε τον καταδικάζει· παρακολουθεί τη σταδιακή απανθρωποποίηση του και αναζητά τις αιτίες.

Τα χρόνια προϋπηρεσίας, οι ικανότητες, η εργατικότητα  δεν εγγυώνται σήμερα την αποφυγή της απόλυσης· με δεδομένη και τη γενικευμένη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, οι θέσεις εργασίας μειώνονται συνεχώς και η ανεργία και εργασιακή ανασφάλεια είναι μόνιμη απειλή. Μέσα σε ένα κόσμο βασισμένο στην κατανάλωση,  οι οικονομικές απολαβές από την εργασία και η κοινωνική θέση που αυτή προσφέρει συγκροτούν την ταυτότητα του ανθρώπου· αν χάσει αυτά που έμαθε να  θεωρεί ως κύρια κριτήρια της επιτυχίας και ευτυχίας του, η ταυτότητα του ακυρώνεται. Σε αυτό το πλαίσιο – και ειδικά στο πλαίσιο της υπερκαταναλωτικής κορεάτικης κοινωνίας – τροφοδοτούνται ο ατομικισμός, η ιδιοτέλεια και ο αδίστακτος επαγγελματικός και κοινωνικός ανταγωνισμός. Οι άτεγκτοι νόμοι της Αγοράς εξαναγκάζουν τον εργαζόμενο-θύμα να απεμπολήσει τον κώδικα αξιών του, όχι μόνο για την επιβίωση του αλλά και για τη διατήρηση των κεκτημένων του, και να μετατραπεί σε θύτη των ομοίων του μέσα σε καθεστώς αλληλοεξόντωσης και κανιβαλισμού.

Ο εύστοχα ειρωνικός τίτλος της ταινίας έχει πολλαπλές εκδοχές, υπαγορευμένες όλες λίγο-πολύ από την ίδια  λογική: από το άκαμπτο ‘’καμιά άλλη επιλογή’’ με το οποίο αναγγέλλει η εταιρεία τις απολύσεις, ως την απόρριψη από τον Μαν-σου κάθε πιθανής άλλης, εκτός της βίας, επιλογής  ως αντίδρασης στην απόλυση του· και από την επιβολή – μέσα από την εξόντωση των άλλων –  μόνο της δικής του υποψηφιότητας για τη θέση εργασίας, ως την τελική απόφαση της Μι-ρι που πάλι παρουσιάζεται ως μόνη επιλογή.

Παρά τον παραλογισμό και κάποιες  γκροτέσκες υπερβολές του σεναρίου, η ταινία είναι απολύτως συνδεδεμένη με τη σύγχρονη πραγματικότητα· άλλωστε το παράλογο, η εκκεντρική λογική και το μαύρο χιούμορ απεικονίζουν πιο ανάγλυφα τις στρεβλώσεις του συστήματος και τις αντιδράσεις των ηρώων σε αυτές. Πρόκειται για ένα καινοτόμο μείγμα προσωπικής/οικογενειακής τραγωδίας, αγωνιώδους θρίλερ, αιχμηρής κωμωδίας και  κοινωνικής κριτικής, μέσα από μια προσέγγιση σατιρική, ωμή και ανησυχητική. Οι θαυμαστές του Παρκ θα αναγνωρίσουν και σε αυτήν την ταινία το κομψό στιλ του σκηνοθέτη, τις ανορθόδοξες γωνίες λήψης, τις ευρηματικές μεταβάσεις, τις λεπτομερειακά χορογραφημένες σκηνές, τον σαρδόνιο τόνο που χαρακτηρίζουν το έργο του. Ο συνδυασμός κλασσικής μουσικής και κορεάτικης ποπ υποβοηθά τη σατιρική εστίαση και υπογραμμίζει τις ψυχικές μεταπτώσεις των ηρώων. Παρά τη μειωμένη συναισθηματική φόρτιση σε σχέση με άλλες ταινίες του σκηνοθέτη (‘’Oldboy’’, ‘’Η Υπηρέτρια’’, ‘’Απόφαση Φυγής’’) και ίσως την υπερβολική διάρκεια λίγων σκηνών, η δεξιοτεχνία του Παρκ είναι και εδώ παρούσα.

Είναι μεγάλο το τίμημα της διατήρησης των προνομίων μέσα στους πανίσχυρους νόμους της παγκοσμιοποιημένης Αγοράς· προϊόν δικό της ο ήρωας, διαβρώνεται ηθικά, υπονομεύεται η ψυχική του υγεία, δοκιμάζονται οι σχέσεις του. Στην ουσία, αυτοενεχυριάζεται στην ασύδοτη λογική της, για να καταλήξει διευθυντής του τίποτα σε ένα έρημο, πλήρως αυτοματοποιημένο εργοστάσιο.

Γιούλη Ζαχαρίου

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.