Περί ευλογημένων και καταραμένων ταλέντων ο λόγος
Ο Νέρωνας του Κωνσταντίνου Νικολάου είναι «ταλαντούχος» και η ομώνυμη ποιητική συλλογή έρχεται να ξεδιπλώσει τόσο το ταλέντο του ίδιου όσο και του δημιουργού του. Ο τίτλος της συλλογής, Ο ταλαντούχος Νέρωνας, προετοιμάζει το περιεχόμενό της, το οποίο ακουμπά ποικίλες πτυχές του γνωστού Ρωμαίου αυτοκράτορα, ενός προσώπου που παρά την αμφίβολη ηθική του δεν παύει να φωτογραφίζει εκδοχές του καθενός μας στο σήμερα, πλευρές στις οποίες χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε επιδεικνύουμε το ταλέντο μας – αυτό που κάποτε αποτελεί ευλογία και κάποτε κατάρα. Η σχέση του αυτοκράτορα με τους οικείους –ή μη– άλλους κι ο στοχασμός που αυτός εμπνέει για τα ανθρώπινα, ο θάνατος από τον οποίο περιβάλλεται και στον οποίο ολοταχώς οδεύει –πάντοτε αιφνίδιος παρότι μεθοδευμένος– και η αγάπη του για την ποίηση, τροφοδοτούν τους στίχους του Νικολάου, ο οποίος πίσω από τον πολυτάλαντο Νέρωνα φωτογραφίζει –τηρουμένων των αναλογιών– τους σύγχρονους απογόνους του, σε μια προσπάθεια να καταδείξει ότι μερικές σταθερές είναι διαχρονικές, οι εμπειρίες τακτικά επαναφερόμενες, το εφήμερο και περατό του ανθρώπου ένα αδιάψευστο γεγονός, η εμμονή του στην υλική του διάσταση και η αποπνευματοποίηση των πάντων μια μολυσμένη πηγή που εκβάλλει μέσα μας. Όπως ακριβώς ψιθύρισε ο φιλόσοφος-αυτοκράτωρ Μάρκος Αυρήλιος σε εκείνο το ημερολογιακής φύσης έργο, στο Τὰ εἰς ἑαυτόν, στο οποίο με το βάθος της στωικής του σκέψης κατέθετε τους προσωπικούς του στοχασμούς για τα ανθρώπινα: «Τα πάντα είναι ίδια· συνηθισμένα όσον αφορά στην εμπειρία·/ εφήμερα όσον αφορά στον χρόνο· ρυπαρά όσον αφορά στην ύλη./ Τα πάντα στις ημέρες μας είναι όπως ήταν στην εποχή/ εκείνων που έχουμε θάψει εδώ και χρόνια» (σελ. 57).
Ξεκινώντας από τη σχέση με τους άλλους, οι γνωστοί και οικείοι εμφανίζονται στο πλαίσιο της συλλογής άγνωστοι κι ανοίκειοι, συχνά συνιστούν μια πηγή πόνου, τραύματος και πικρίας, ακόμη κι αν προέρχονται από τον κλειστό οικογενειακό κύκλο, οδηγώντας σε μια συναισθηματική απάθεια, με αποτέλεσμα η απουσία τους να μην είναι καν αισθητή (Σκότωσα τον πατέρα μου», σελ. 13). Στο ίδιο πλαίσιο, ο κοντινός περίγυρος, προερχόμενος από το αλλοτριωμένο κι αλλοτριωτικό εργασιακό περιβάλλον, συνίσταται από ανθρώπους για τους οποίους δεν γνωρίζουμε τίποτα, που «Θα ήθελαν να είναι κάπου αλλού» (σελ. 42) και που εκτονώνουν το μένος τους στον διπλανό τους, οι οποίοι αποδέχονται τα χτυπήματα από συναδελφική αλληλεγγύη: «Κι εμείς, για τους ίδιους λόγους,/ δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα τις μαχαιριές./ Στα κάτω κάτω, είμαστε συνάδελφοι» («Θα ήθελαν να είναι κάπου αλλού» (σελ. 42). Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι από τους οποίους γενικά περιβαλλόμαστε αναλώνονται σε ένα υποκριτικό ενδιαφέρον για τον διπλανό τους, το οποίο γρήγορα υποχωρεί κι αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπό τους, ένα πρόσωπο που εξαντλεί το ενδιαφέρον του για τον άλλον στο πλαίσιο που αυτό ικανοποιεί την περιέργειά τους: «[…] Οπωσδήποτε θα με ρωτήσουν τι συνέβη./ Θα προσέξουν άλλωστε/ το σκοτωμένο αίμα κάτω από το νύχι/ Φυσικά θ’ αρπάξω την ευκαιρία/ να υποκριθώ./ Να διηγηθώ λεπτομερώς τη μικρή μου τραγωδία/ Να μάθουν όλοι/ πώς έκλεισε το δάχτυλό μου/ η βαριά πόρτα του ασανσέρ./ Υπολογίζω στην ανθρωπιά τους. Περισσότερο όμως στην περιέργεια» («Ασανσέρ για περιέργους», σελ. 19).
Απλά και καθημερινά γεγονότα συνιστούν την αφορμή για να παρατηρήσει ο ποιητής και να δώσει μια φιλοσοφική χροιά στη φωνή του ποιητικού του υποκειμένου κι αυτό με τη σειρά του να αποφανθεί για την τραγικότητα της ύπαρξης. Μιας ύπαρξης που παρά το φθαρτό και το ατελές της αρέσκεται να ζει με την ψευδαίσθηση των βεβαιοτήτων του, ακόμη κι όταν αυτές του αποδεικνύουν περίτρανα το σαθρό τους υπόστρωμα («Η επιστροφή της βεβαιότητας», σελ. 49). Μιας ύπαρξης που είναι παθογενώς εγωπαθής, που αναλώνεται στη διαμόρφωση ενός αψεγάδιαστου «φαίνεσθαι», αδιαφορώντας για το ότι όλη αυτή η προετοιμασία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πλάνη που επισκιάζει την πραγματικότητα της συντριβής («Η καθημερινότητα του εγωκεντρικού», σελ. 48). Μιας ύπαρξης που επιμένει να ζητά προτεραιότητα σε όλα, αψηφώντας την πραγματικότητα που θέλει κάθε προτεραιότητα να σκύβει το κεφάλι μπροστά στο τραγικό τέλος: «[…] Ποιος προηγείται;/ Μόνο ο δεύτερος γνωρίζει με βεβαιότητα τον πρώτο./ Όταν περιμένεις αυτούς που περιμένουν,/ πιστεύεις λανθασμένα/ πως η προτεραιότητα είναι προτέρημα» («Ο νέος τελευταίος», σελ. 18).
Η τραγικότητα του τέλους απασχολεί τον Ταλαντούχο Νέρωνα τόσο έντονα, ώστε το ποιητικό υποκείμενο να μην βρίσκει άλλο τρόπο να την προσεγγίσει πέρα από τον σαρκασμό. Από τη μια η ζωή εμφανίζεται ως ένα γενέθλιο πάρτι, από το οποίο κανείς δεν θέλει να αποχωρήσει και του οποίου το τέλος έρχεται απροειδοποίητα («Γενέθλια με άδοξο τέλος», σσ. 53-54). Από την άλλη, ο θάνατος εμφανίζεται ως ο δίδυμος αδερφός του Ύπνου, που με το πέρασμα του χρόνου καθίσταται από γητευτής των τολμηρών μια αποκρουστική μα και παρήγορη συντροφιά («Οι δίδυμοι», σελ. 52). Τέλος, όλοι μας παρελαύνουμε από μνημόσυνα αγαπημένων, επιδιδόμενοι σε μια προσπάθεια να πούμε το τελευταίο αντίο, στην πραγματικότητα όμως, κάνοντας μία πρόβα για το δικό μας οριστικό τέλος. Γινόμαστε «Τουρίστες κηδειών» (σελ. 44), επισκεπτόμενοι τους τελευταίους τόπους των άλλων, για να είμαστε σίγουροι ότι το δικό μας στερνό ταξίδι, εκείνο το χωρίς επιστροφή, το «μόνο πήγαινε», είναι άψογα σχεδιασμένο.
Μέσα σε όλη αυτή τη δραματική συνθήκη που λέγεται ζωή –η οποία συντίθεται από τη φθορά και τη φθίση–, ο κάθε Νέρωνας αποζητά μια διέξοδο. Ο δικός μας Νέρωνας, και πίσω από αυτόν ο Κωνσταντίνος Νικολάου, φαίνεται ότι τη βρίσκει στη συγγραφή στίχων. Και μάλιστα στίχων που ανήκουν σε έναν στιχοπλόκο και όχι σε έναν δαφνοστεφανωμένο ποιητή («Λιανοπαρατράγουδο», σελ. 23). Και σίγουρα όχι σε εκείνους τους διανοούμενους με τη σινιέ εμφάνιση, που επιδίδονται στη στερεοτυπική γραφή, καταστρέφοντας τη μοναδικότητα της προσωπικής δημιουργίας («Παρεξηγημένη ποιητική», σελ. 34). Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει ο ποιητής να οικοδομήσει γερά θεμέλια στο στιχένιο σπιτικό του, να φτιάξει παράθυρα από τα οποία δεν θα μπορεί να εισχωρεί ο αέρας της αλαζονείας και τούβλινους τοίχους, που θα φυλάγουν με αγάπη και ασφάλεια τους γνήσιους στίχους: «Μάταια λυσσομανούν άνεμοι οίησης./ Σε μονόφυλλα, με αλεξανδρινή μελάνη,/ ακλόνητο στέκει ένα τούβλινο σπιτάκι ποίησης» («Αλεξανδρινό τοπίο», σελ. 26).
Ο Κωνσταντίνος Νικολάου γράφει μια ποιητική συλλογή που τη διαπερνά μία λεπτή αίσθηση ειρωνείας, η οποία κάποτε κλιμακώνεται και αγγίζει τα όρια του σαρκασμού. Αυτή η επιλογή σε συνδυασμό κάποτε με μια παραδοσιακή φόρμα που χαρακτηρίζει κάποια ποιήματα, με τη χρήση καθημερινού λεξιλογίου και κάποιων παρηχήσεων που με την τραχύτητά τους ταράζουν τα αναγνωστικά νερά, καθιστά την ποιητική του ιδιαίτερα ρεαλιστική κι ανθρώπινη. Άλλωστε, τα πραγματικά πρόσωπα (από ποικίλους χώρους) που κάνουν την εμφάνισή τους σε αυτή (Νέρωνας, Βιργίλιος, Τίτο, Ρέυμοντ Κάρβερ, Τζιμ Μόρισον, Λογγίνος, Σολωμός, Ρίτσαρντ Μπάρτον, Κλαύδιος, Αγριππίνα) ενσταλάζουν κάτι από την πραγματικότητα του δικού τους βίου στη συλλογή, ενός βίου που κινήθηκε στα ύψη ή στα βάθη, και ζητούν τώρα από τον αναγνώστη να κάνει για χάρη τους έναν τίμιο απολογισμό, καταγράφοντας τα ευλογημένα ή καταραμένα ταλέντα του.
Ισιδώρα Μάλαμα
