You are currently viewing Κατερίνα Χ. Παππά: Δημήτρη Χριστόπουλου, Έλα να παίξουμε, εκδ. Το Ροδακιό

Κατερίνα Χ. Παππά: Δημήτρη Χριστόπουλου, Έλα να παίξουμε, εκδ. Το Ροδακιό

Κάτω από τον τρυφερό και χαριτωμένο  τίτλο Έλα να παίξουμε ο Δημήτρης Χριστόπουλος συνθέτει  με ευαισθησία,  στοχαστικότητα  και τέχνη   ένα μυθιστόρημα που αγγίζει δύσκολες και σκοτεινές   πλευρές του ψυχισμού και των ανθρώπινων σχέσεων.

 

Ήδη από τις δύο πρώτες  σελίδες του βιβλίου, που μοιάζουν με εισαγωγικό σημείωμα,  ο αναγνώστης πληροφορείται ότι ο αφηγητής σκοπεύει να αφηγηθεί και να εκδώσει μία ιστορία που σχετίζεται με κάποια βασανιστικά γεγονότα της ζωής του, μία ιστορία βυθισμένη  στη σιωπή, τραυματική, ενοχοποιητική που του  χρειάστηκε  χρόνος πολύς ώσπου να την αρθρώσει.

Μαθαίνουμε επίσης   ότι ο πατέρας του, «αυτή η  φιγούρα που άπλωνε σαν τον τυφλό τα χέρια τις νύχτες», είναι  πεθαμένος εδώ και καιρό, ότι η μητέρα του εγκατέλειψε την Αθήνα και βρίσκεται πια   στη Σαρδηνία και ότι ο ίδιος ζει πλέον  στη Σίφνο «με την ιδιότητα του παιδιάτρου».

 

Στα μέσα Φεβρουαρίου του 1992 ο αφηγητής  Στέργιος Σιδέρης, απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης, αναχωρεί από τη συμπρωτεύουσα  με προορισμό τη Σίφνο, όπου θα προσφέρει τις υπηρεσίες του ως αγροτικός γιατρός, φιλοξενούμενος  της γιαγιάς  από την πλευρά της μητέρας του, Μαργαρώς, μίας βασανισμένης γυναίκας, που «έχασε» τα Χριστούγεννα του 1942 με μυστηριώδη τρόπο τον επτάχρονο γιο της, το Σπυριδωνάκι ή Σπυ.

 

Το ταξίδι, η συγκατοίκηση με τη Μαργαρώ, το ίδιο το νησί με τους φυσικούς του χώρους και τις ανθρώπινες παρουσίες του  γίνονται η αφορμή για να αναβιώσει ο Στέργιος την ψυχική και σεξουαλική   κακοποίηση που υφίστατο για πολλά χρόνια από τον πατέρα του, τον Αριστομένη Σιδέρη, έναν πρώην ειρηνοδίκη, αφοσιωμένο μετά την αφυπηρέτησή του από το δικαστικό σώμα  και τον γάμο του  στο ποδόσφαιρο και στην  ανακάλυψη νέων με ταλέντο  στο άθλημα.

 

Η Αννιώ, κόρη της Μαργαρώς φεύγει στις αρχές του ’50 από τον τόπο της  για την πρωτεύουσα, κυνηγημένη από τη φτώχεια και τα σχόλια των γειτόνων εξαιτίας  του έρωτά της με τον Αντόνιο Μοράτι, έναν  Ιταλό που υπηρετούσε στις δυνάμεις κατοχής του νησιού.

Η δεκαεφτάχρονη κοπέλα εξελίσσεται σε εξαιρετική μοδίστρα και μετά τον γάμο της με τον Αριστομένη  το ζευγάρι  εγκαθίσταται στην Ελευσίνα, όπου γεννιέται ο Στέργιος.

 

Στο σπίτι του ζευγαριού βασιλεύει σιωπή που την επιβάλλουν οι ύποπτες κινήσεις του Αριστομένη    και μια συνωμοτική σχεδόν υπακοή της Άννας  σε  όλες τις επιλογές και τις δραστηριότητές του.

Η θυγατέρα  της Μαργαρώς καλλιεργώντας και η ίδια τη σιωπή από ανασφάλεια, δειλία, φόβο για το μέλλον   επικεντρώνεται εκτός από τη μοδιστρική  στο μεγάλωμα του  παιδιού, που τραυματίζεται νωρίς  από την πατρική συμπεριφορά.

 

Η κατάσταση από την παιδική ως την εφηβική ηλικία  καταντά μαρτυρική, σχεδόν ασφυκτική για τον Στέργιο. Η αίσθηση ότι όχι απλώς δεν μπορεί να εμπιστευτεί αλλά κυριολεκτικά κινδυνεύει από τον ίδιο τον πατέρα του στραγγίζει την προσωπικότητά του από κάθε ζωντανή αντίδραση.

 

Τη σιωπή του νεκρού δωματίου. Τη σιωπή του τοίχου. Την ήξερε καλά. Ακόμα και τον ίσκιο της. Η ταχυκαρδία και το αίσθημα της πνιγμονής. Τα χωρίς λόγο δάκρυα. Η ντροπή που τον έντυνε ολόκληρο. Οι σφιγμένες γροθιές. Η παλίρροια της ασήκωτης σιωπής που κατέκλυζε το στόμα του. Κ ι εκείνη η σκιά με το περίγραμμα αντρικού σώματος που χιμούσε μέσα απροειδοποίητα, όπως χιμά ο θάνατος, ένα σχοινί που κουλουριάζεται γύρω σου – να σε κάψει, να σε σκάψει ολόκληρο. Το κτήνος πλησίαζε την υγρή μουσούδα του, το ρύγχος του να χώσει και την πείνα του να χορτάσει. Ήταν τότε που η κάμαρα μίκραινε κι έτριζαν τα δοκάρια της οροφής. (σ. 20 – 21)

 

Βαθύτερα τον πληγώνει η συμπεριφορά της μάνας του. Η δική της σιωπή, η έλλειψη ενσυναίσθησης απέναντι σε ό,τι το παιδί προσπαθεί να της πει, η αποφυγή κάθε σύγκρουσης με τον άνδρα της, η  υποταγή της σε ό,τι η ίδια μπορεί να θεωρεί τύχη ή μοίρα μπερδεύουν τον Στέργιο και  γεννούν μέσα του αναπάντητα ερωτήματα. Τα όρια γύρω του στενεύουν και η μοναξιά του είναι αφόρητη. Ευτυχώς, μόνη ουσιαστική παρουσία και παρηγοριά του ένας καθηγητής του, ο Φάνης Γκίκας, με τον οποίο διατηρεί και στην ενήλικη ζωή του φιλική σχέση.

 

Μάνα, ο λύκος ουρλιάζει. Δεν τον ακούς; Γιατί γυρνάς την πλάτη; Στο δικό μας παραμύθι ο λύκος ντύθηκε με προβιά πατέρα. Εσύ του την έραψες. Χρόνια ολόκληρα, με τη σιωπή σου την έραβες. Τα δάχτυλα της δειλίας σου τη γαζώσανε. Σαν κλωστή η σιωπή σου το κορμί μου κεντά. Ο λύκος ουρλιάζει. (σ. 21 – 22)

 

Ο βασικός ήρωας  στο νησί πια,  κινείται ανάμεσα στο σκοτεινό παρελθόν του και σε ένα φωτεινό παρόν, μπολιασμένο όμως  και αυτό από τα μυστικά και την ιστορία της μητρικής του οικογένειας.

 

Η Μαργαρώ διατηρεί άσβηστη την εικόνα του χαμένου παιδιού της, κρυφομιλάει μαζί του, πιστεύει ότι θα το ξαναδεί ζωντανό μπροστά της.

Θεωρεί υπεύθυνο για την απώλειά του τον Φραγκίσκο Πατριαρχέα στον οποίον ο Στέργιος δεν αργεί να  προσφέρει τις ιατρικές του φροντίδες.

 

Ο Φραγκίσκος Πατριαρχέας, αλλά και  «Κανάγιας και Σκιάς και Κουτσοβίλης», σύμφωνα με τους ντόπιους,   δεσπόζει ακόμη στο τέλος του αιώνα στη Σίφνο.  Πλούσιος, με αρχοντική καταγωγή, συνεργάτης των Ιταλών την περίοδο της κατοχής, ερωτευμένος με την προγιαγιά του Στέργιου, τη δυναμική και άφοβη  Στεργιανή,   την οποία δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει, εξακολουθεί παρά τη μακροβιότητά του  να απλώνει τη σκιά του στο νησί και να επηρεάζει αρνητικά  με τη μυθική του παρουσία τους συντοπίτες του.

 

Ο Στέργιος ακολουθώντας το ένστικτό του σχετίζεται  μαζί του τόσο γιατί ελκύεται από την προσωπικότητα του ενενηντάχρονου, που διαθέτει αυτογνωσία, σπάνια ειλικρίνεια και σοφία, επιλεκτική προσφορά  του χρόνου  στους ηλικιωμένους,  όσο και γιατί θεωρεί ότι μπορεί να τον βοηθήσει να ξεκλειδώσει το μυστήριο της εξαφάνισης του θείου που δεν γνώρισε. Αισθάνεται ότι πρέπει να επεξεργαστεί και  αυτήν την απώλεια.

 

Οι βασανιστικές μνήμες από έναν πατέρα ανάλγητο, υποκριτή,  ανήθικο που στιγμάτισε τη ζωή του γιου του καλλιεργώντας στην ψυχή του φόβο, ντροπή, ενοχή απαλλάσσουν τον Στέργιο από κάθε διάθεση ή αίσθηση καθήκοντος  να του συμπαρασταθεί μετά την πληροφορία ότι ο γονιός έχοντας χάσει σχεδόν τα λογικά του αργοπεθαίνει. Αρνείται να προσφέρει βοήθεια και κατανόηση σε έναν πατέρα που αντί να συμπαραστέκεται στην πορεία του παιδιού του προς την ενηλικίωση το αντιμετώπιζε πάντα ως αδέξιο και  δειλό επιδιώκοντας να επουλώσει τις δικές του ανεπάρκειες.

 

Και όμως ο νεαρός άνδρας  σκάβοντας συνεχώς μέσα του, φέρνοντας στο φως αιματηρές λεπτομέρειες, τοποθετώντας τον πατέρα στις πραγματικές του διαστάσεις, γυμνώνοντάς τον από την παντοδυναμία που επιδείκνυε, ψάχνοντας τη δική του ευθύνη για την κόλαση που βίωνε και τους εφιάλτες που τον δυναστεύουν   βαδίζει προς τη δική του απελευθέρωση. Ο Στέργιος τολμά να δει την αλήθεια και να αναμετρηθεί μαζί της.

 

Γράφει η Alice Miller: «Η δική μου απελευθέρωση κατέστη εφικτή μόλις συνειδητοποίησα ότι ο φόβος της αλήθειας και η άγνοια ενός επαγγελματία φροντιστή δεν συνιστούν αναπόδραστη μοίρα, παρά επιλογή του ενήλικα. Σε αντίθεση με ένα παιδί, ο ενήλικας έχει τη δυνατότητα να άρει τους μηχανισμούς απώθησης, ν’ απαλλαγεί από την τύφλωση και τους ψυχικούς αμυντικούς μηχανισμούς που είχαν αναπτυχθεί εντός του εξαιτίας της διαπαιδαγώγησης που έλαβε ως παιδί» (Alice Miller, «Γκρεμίζοντας το τείχος της σιωπής / Η αλήθεια των γεγονότων», μτφρ. Εύη Μαυρομμάτη, Ροές, σ.73)

 

Από την άλλη, το Σπυριδωνάκι  πότε με τις φαντασιώσεις της Μαργαρώς πότε με τις διηγήσεις του Λεωνίδα, φίλου του χαμένου παιδιού, στοιχειώνει το παρόν του Στέργιου.

 

Η πρώτη φορά που ο αναγνώστης συναντά στο κείμενο τη φράση του τίτλου – φράση που χρησιμοποιούσε και η Άννα όταν κυριολεκτικά μέσα από το παιχνίδι δίδασκε τη σιωπή στον μικρό Στέργιο – είναι τότε που  ο γιατρός μπαίνοντας  στο σπίτι της γιαγιάς του φαντάζεται τον Σπυ να τον καλεί στο παιχνίδι.

 

Ένα αγόρι που του έμοιαζε, μικρόσωμο και κατάλευκο, κρατούσε την ανάσα του, κρατούσε το στόμα του κλειστό κάτω από τα σκεπάσματα. Χαμένο σε κάποιο γύρισμα της μοίρας, άπλωνε σε βοήθεια το χέρι του. «Έλα να παίξουμε!» (σ. 20)

 

Οι  ακάματες προσπάθειες του αφηγητή στηριγμένες στα στοιχεία που ο νεκρός πλέον Φραγκίσκος Πατριαρχέας φρόντισε να φθάσουν στα χέρια του φέρνουν στο φως ό,τι απέμεινε από το Σπυριδωνάκι.

 

Η αλήθεια για τον θάνατο του παιδιού  είναι σπαρακτική και αναδεικνύει για τον εγγονό της και τον αναγνώστη  την παραλογισμένη  Μαργαρώ   σε σύγχρονη τραγική ηρωίδα.

 

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος γράφει  ένα πυκνό  μυθιστόρημα με αριστοτεχνική πλοκή για τον άνθρωπο, τα πάθη και τους αγώνες του απέναντι  στην  πολύπλευρη και αντιφατική συνάμα πραγματικότητα.

 

Δημιουργεί ολοκληρωμένους χαρακτήρες εστιάζοντας στην πορεία και στην εξέλιξή τους μέσα στον χρόνο.

 

Οι ήρωές του, τόσο ο  Στέργιος όσο και ο  Πατριαρχέας,  αναστοχάζονται τον εαυτό τους και τις πράξεις τους εντοπίζοντας τις δικές τους ελλείψεις, τις αβλεψίες,  τα δικά τους σφάλματα και επιζητώντας τη δική τους ευθύνη για τον δρόμο που ακολούθησαν στον βίο τους.

 

Η στάση του Πατριαρχέα στο πέρασμα του χρόνου  αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι μπορεί να  αλλάξουν,  ότι συχνά ακόμη και αυτοί που παρουσιάζονται σκληροί ή σκοτεινοί διαθέτουν πλευρές που οι πολλοί αγνοούν ή δεν θέλουν να αναγνωρίσουν οχυρωμένοι πίσω από βολικές απόψεις που εξυπηρετούν τις προκαταλήψεις τους.

 

Ο συγγραφέας μιλά  για το τραύμα, τη σιωπή και την ενδοσκόπηση. Μιλά επίσης   για τον ανεκπλήρωτο έρωτα και την αγάπη.

 

Με αφήγηση όχι γραμμική,  άλλοτε πρωτοπρόσωπη και άλλοτε τριτοπρόσωπη, που εκτείνεται από το 1942 ως το τέλος του 20ου αιώνα, με γλώσσα πλούσια που ακολουθεί  το ύφος και το ιδίωμα των ηρώων, με σύντομες, παρατακτικές φράσεις ή μακροπερίοδο λόγο, με πνοή ενίοτε ποιητική ο Χριστόπουλος  καλεί τον αναγνώστη να δει ότι στον  ανθρώπινο βίο συμφύρονται  η  αλήθεια και το ψέμα, η αθωότητα και η ενοχή,  το καλό και το κακό, η  δράση και η  παραίτηση, η  παρρησία και η σιωπή, η  ζωή και ο θάνατος, το φως και το σκοτάδι.

 

 

 

Κατερίνα Χ. Παππά

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.