Ο γνωστός πεζογράφος Νίκος Δαββέτας καταθέτει με την πρόσφατη νουβέλα του, «η δεσμοφύλακας», την πορεία της μητέρας του προς τον θάνατο, έτσι όπως εξελίσσεται από την επιβάρυνση του Αλτσχάιμερ, που τη χτύπησε τα τελευταία χρόνια του βίου της, αλλά και από την εργασία που επί τρεις δεκαετίες τη σφράγισε.
Συγχρόνως προβάλλει τη σχέση από την παιδική ως την ώριμη ηλικία του μαζί της τόσο κατά τη χρονική περίοδο που μοιράζονται το ίδιο σπίτι όσο και αργότερα, όταν εκείνος έχει απομακρυνθεί από την οικογενειακή εστία και εκείνη έχει ήδη νοσήσει.
Ας μη μας διαφύγει η προσπάθεια χαρακτηρισμού του έργου από τον ίδιο τον συγγραφέα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Τώρα, δεν ξέρω αν συνιστούν μια εξομολόγηση μεταμφιεσμένη σε μυθοπλασία ή μυθοπλασία μεταμφιεσμένη σε αυτοβιογραφική εξομολόγηση» γράφει αναφερόμενος στις σημειώσεις που κρατούσε σε δύο πυκνογραμμένα τετράδια, όσο εκείνη βυθιζόταν σε σκοτεινά νερά.
Ο Δαββέτας έχει οπωσδήποτε ως αφετηρία πραγματικά γεγονότα, την ασθένεια και την εργασία της μητέρας του, τα οποία όμως επεξεργάζεται με πρωτοτυπία και δραματικότητα προσεγγίζοντας και επιχειρώντας να ανασυστήσει την προσωπικότητά της ως μίας σχεδόν άγνωστης, ως μίας συγγραφικής ηρωίδας.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει καλλιτεχνικό έργο που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να μην φέρει αυτοβιογραφικά στοιχεία του δημιουργού, ας μην επικεντρωθούμε σε αυτά παρακάμπτοντας τη μυθοπλαστική δύναμη της νουβέλας.
Άλλωστε ο αναγνώστης της λογοτεχνίας εστιάζει στη δυναμική του έργου, στην αισθητική συγκίνηση που προξενεί, στις σκέψεις που γεννά, στην κατανόηση του εαυτού αλλά και του εσωτερικού κόσμου των άλλων που προσκαλεί.
Ήδη από τη δεύτερη σελίδα του βιβλίου πληροφορούμαστε από στοιχεία που ο γιος αφηγητής παρουσιάζει στην υπάλληλο του Μητρώου Ασφαλισμένων, την προχωρημένη ηλικία της ηρωίδας, παρά έναν χρόνο ενενήντα, τη χηρεία της, την ασθένεια με την οποία έχει διαγνωστεί, «Άνοια… Αλτσχάιμερ έγραψε στο παραπεμπτικό ο γιατρός» (σ. 10) αλλά και το επάγγελμά της, «Σωφρονιστική υπάλληλος» (σ. 10)
Εξαιτίας αυτού του επαγγέλματος ντρέπονται τόσο η μητέρα όσο και ο γιος.
Η μητέρα πριν νοσήσει επιλέγει να παρουσιάζεται ως δημόσιος υπάλληλος, υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης, όταν ο συνομιλητής τής ζητά περισσότερες διευκρινίσεις, για να καταλήξει στην έκφραση «σωφρονιστική υπάλληλος» σε συνεχιζόμενη απαίτηση του άλλου για επεξηγήσεις.
Ο γιος, από την άλλη, σε ώριμη ηλικία βλέπει την εργασία της μητέρας ως «ποινή» (σ.29) και «επαγγελματική αυτοχειρία» (σ. 33).
Ο αναγνώστης ακολουθώντας την αφήγηση οργανώνει σιγά σιγά στη σκέψη του την ιστορία.
Η ηρωίδα της νουβέλας, η Μαρία, σε νεαρή ηλικία και χωρίς περιουσιακά στοιχεία μετά τον θάνατο του συζύγου της, έχοντας ήδη δύο αγόρια να μεγαλώσει, αναγκάζεται να αποδεχτεί τη θέση της δεσμοφύλακα στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ, τη μόνη συμβατή με τα προσόντα της εργασία, που κατορθώνει να εξασφαλίσει.
Οι μνήμες της από εκείνη την περίοδο διαθέτουν σπάνια ζωντάνια, ξεπηδούν όμως κάθε φορά από μια αφορμή που παίρνει από το σκοτισμένο παρόν της.
Έτσι, δεν παύει να συγχέει τη Γεωργιανή που έχει αναλάβει τη φροντίδα της στο παρόν με κάποια από τις ποινικές κρατούμενες που έλεγχε κατά την περίοδο της εργασίας της.
«Η Γεωργιανή κρατάει μαχαίρι» μου λέει, «θέλει να αποδράσει».(σ. 46)
Ή να παραπονιέται μονότονα στον γιο της κάθε που εκείνος βγαίνει από το σπίτι: «Στα χέρια των Αγαρηνών μ’ αφήνεις», καταφεύγοντας συγχρόνως με κλάματα στη δική της μάνα: «Μάνα, έλα να πάρεις την Αγαρηνή, έλα να με σώσεις. Γιατί δεν έρχεσαι;» (σ.18)
Σε αντίθεση με το παρόν, που η Μαρία ζει ανατρέχοντας μονίμως σε επεισόδια της φυλακής, τότε, στο παρελθόν, με την επιστροφή της στο σπίτι κλειδωνόταν στον εαυτό της. Ο αφηγητής αγνοούσε ως παιδί τι έκανε πραγματικά η μάνα του στη φυλακή με τη μόνη σιγουριά ότι η ίδια δεν ανήκε στο σώμα των φυλακισμένων.
Η πρόσκληση από τη μητέρα, τότε που ακόμη ήταν υγιής, μιας αποφυλακισμένης συζυγοκτόνου στο σπίτι τους, και η βαθιά ευγνωμοσύνη της καλεσμένης, όπως προβάλλει στη μνήμη του, φωτίζει τον βίο και την πολιτεία της μάνας του ως σωφρονιστικής υπαλλήλου επιβεβαιώνοντας την αγάπη που, όπως η ίδια ισχυρίζεται, απολάμβανε από τις κρατούμενες.
Η ηλικιωμένη ασθενής περνάει από το παρόν στο παρελθόν με την άνεση ανθρώπου που μπαινοβγαίνει από το ένα στο άλλο δωμάτιο της οικίας του. Ο γιος που θεωρεί υπεύθυνο της δυστυχίας της, η γυναίκα που εκάστοτε τη φροντίζει, συνυπάρχουν με την Αιμιλία Φλέμινγκ της οποίας δύο παράνομα σημειώματα μετέφερε από τη φυλακή την περίοδο της δικτατορίας, την αδελφή Ιωάννα, την καλόγρια που συμπαραστεκόταν στις μελλοθάνατες, τη Μιχαλίτσα, που ένα μήνα πριν αποφυλακιστεί έπεσε στο κενό, τον διευθυντή της φυλακής, τους γονείς και τους συγγενείς της, το μπλόκο των Γερμανών τον Αύγουστο του 1944, τις συμμαθήτριες που εντοπίζει σε παλιές φωτογραφίες.
Και ο γιος; Πού βρίσκεται ο γιος; Ως παιδί, σωπαίνει για να μην την ενοχλήσει και καταβροχθίζει βιβλία, ώσπου μεγαλώνοντας να γράψει τα δικά του, ως έφηβος, φεύγει, έστω για λίγο, από το σπίτι μόλις εκείνη επιστρέφει, ως ώριμος, αναρωτιέται και απαντά:
«Ποιος είμαι; Ο δεσμοφύλακας της μητέρας μου!» (σ. 121)
Ο ώριμος πια γιος παρακολουθώντας τη συνεχιζόμενη διανοητική και συναισθηματική έκπτωση της μητέρας του, ζώντας μαζί της αυτό το πέρασμα από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα, αναμένοντας τη λύση του δράματος, αισθάνεται συγχρόνως δεσμοφύλακας και έγκλειστος στη φυλακή που εκείνη έχτισε και για τους δυο τους.
Μέσα από το οδοιπορικό της ασθένειας της μητέρας αναθυμάται τον εαυτό του και τη σχέση τους, την άκαμπτη του παρελθόντος συμπεριφορά της, οργανωμένη πίσω από άμυνες, – αλήθεια, πώς αλλιώς θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα αυτή η γυναίκα στις συνθήκες που της ορίστηκαν να ζήσει; – φωτίζει πλευρές δικές της και δικές του, που είχε απωθήσει, καλύπτει την ευθραυστότητά του με απότομες, κάποιες φορές, παρεμβάσεις στο παραμιλητό της, αναθερμαίνει τη σχέση τους, τουλάχιστον από την πλευρά του, αγωνιά για το δικό του μέλλον, αναμετριέται με τη ζωή και τον θάνατο.
Ο χρόνος – συχνές οι αναρωτήσεις στο κείμενο για το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον –, η μνήμη και ο θάνατος, που τριγυρίζει ως τρόμος και ελπίδα σωτηρίας συγχρόνως, ορίζουν το βιβλίο.
Η ασθενής υπερήλικη μητέρα και ο γιος της δεν αναβιώνουν μόνο το δικό τους παρελθόν, άλλωστε και οι δυο τους στον ίδιο τόπο έζησαν.
Το ταξίδι τους εκτείνεται πέρα από τους ίδιους, αγγίζει άλλοτε με έμμεσες άλλοτε με άμεσες αναφορές την Ελλάδα του ’60, τη δικτατορία των συνταγματαρχών, τη διάσπαση του ’68, τις φοιτητικές συνελεύσεις της Μεταπολίτευσης.
Ο Δαββέτας οργανώνει το υλικό του σε πενήντα σύντομα κεφάλαια, που τα περισσότερα εκτείνονται από μιάμιση ως δυόμιση με τρεις σελίδες το καθένα, δίνοντάς τους σύντομους, εύστοχους και, ενίοτε, δραματικούς τίτλους
Ο συγγραφέας αφηγείται με πυκνότητα, υπόκωφη ένταση και δραματικότητα ό,τι ξεδιπλώνει ενώπιόν του η ηρωίδα στις χωρίς χρονική αλληλουχία καταβυθίσεις της, αλλά και το αντίκρυσμά του στον ίδιο, χωρίς φλυαρία, εκζήτηση και μελοδραματισμό.
Η απλότητα και η λιτότητα του ύφους αναδεικνύουν τη δουλεμένη γραφή του, ενώ τα ποιητικά λαμπυρίσματα που φωτίζουν το τέλος των περισσότερων κεφαλαίων μεταδίδουν θέρμη και συγκίνηση στον αναγνώστη.
Μια νουβέλα με υπαρξιακό χαρακτήρα που προσεγγίζει με σεβασμό και ευαισθησία τη δυσκολία της ζωής και του θανάτου.
Κατερίνα Χ. Παππά
