You are currently viewing Κλεονίκη Δρούγκα: Θα συναντηθούμε στο ίδιο τραγούδι

Κλεονίκη Δρούγκα: Θα συναντηθούμε στο ίδιο τραγούδι

Η στάση της Φωκίωνος Νέγρη έμοιαζε άδεια -φαίνεται εκείνη η νύχτα είχε πέσει βαριά στην πόλη που δεν ήθελε άλλο να μιλήσει. Η Αγγελική στεκόταν μόνη, με τα ακουστικά βυθισμένα στ’ αυτιά της και το βλέμμα στο κενό. The sound of silence. Simon and Garfunkel. Δεν ήξερε τι την έπιανε μ’ αυτό το τραγούδι. Ίσως η  μελαγχολία του, ίσως ότι της θύμιζε την Κορίνα, το παλιό δωμάτιο, τις βόλτες στην Πατησίων στις τρεις τα ξημερώματα. Τα γέλια. Το κρασί από το ίδιο μπουκάλι που ποτέ δεν έφτανε. Η Αγγελική δυνάμωσε τον ήχο.

Το λεωφορείο ήρθε τελικά. Μπήκε και κάθισε πίσω, παράθυρο. Έξω περνούσαν πολυκατοικίες με μισόφωτα διαμερίσματα, φωτισμένα ψυγεία, τηλεοράσεις που έπαιζαν χωρίς ήχο, άνθρωποι χωρίς να μιλούν. Σε μια από τις επόμενες στάσεις, ανέβηκε μια Γυναίκα∙ ίσια μαλλιά, ελαφρώς ακατάστατα, γύρω στα τριάντα. Ήταν ντυμένη σαν να είχε φύγει βιαστικά από κάπου. Κάθισε δίπλα της, σα να μην υπήρχε άλλη θέση. Η Αγγελική δεν χαμήλωσε τη μουσική.

Και τότε το κινητό της Γυναίκας χτύπησε με το ίδιο ακριβώς τραγούδι. Ίδια στιγμή, ίδιος στίχος, ίδιος ήχος. Η Αγγελική πάγωσε. Η Γυναίκα απάντησε αμέσως. Η φωνή της έμοιαζε κουρασμένη, ξάγρυπνη με σκέψεις.

Ναι… όχι, δεν είμαι καλά. Δεν αντέχω το σπίτι απόψε.

(παύση)

Όχι, δεν θα μείνω πολύ έξω.

Η Αγγελική την κοίταξε που έγειρε ελαφρά πίσω και για πρώτη φορά φάνηκε το πρόσωπό της ολόκληρο. Ήθελε να της πει ότι το τραγούδι έπαιζε και στα δικά της αυτιά, ότι την καταλάβαινε, ότι, χωρίς να το ξέρουν, κουβαλούσαν το ίδιο soundtrack από διαφορετικά δωμάτια. Έκλεισε τη μουσική, στράφηκε προς το μέρος της και κάτι πήγε να πει. Τίποτα δεν είπε.

Στην επόμενη στάση η Γυναίκα σηκώθηκε και έφυγε. Η Αγγελική την είδε να στέκεται για λίγο στο πεζοδρόμιο. Το λεωφορείο συνέχισε.

Απέναντι, ένα ζευγάρι μοιραζόταν ακουστικά.

Η Αγγελική γύρισε στο παράθυρο. Σκέφτηκε πόσο εύκολο είναι να μοιράζεσαι τραγούδια και πόσο δύσκολο να μοιράζεσαι σιωπές. Έκλεισε τα μάτια και πάτησε ξανά το play.

 

 

Στο απέναντι πεζοδρόμιο

 

Ο ήλιος είχε ήδη δύσει μα η ζέστη του Νοέμβρη είχε κολλήσει πάνω στο δέρμα της πόλης σαν ιδρώτας. Η Μαρίνα βγήκε απ’ το σούπερ μάρκετ με μια σακούλα γάλα, δύο μήλα, ένα πακέτο φρυγανιές, μια σοκολάτα και κάτι που δεν χρειαζόταν -το αγόρασε από μοναξιά. Το φανάρι αναβόσβηνε πορτοκαλί.

Από το απέναντι πεζοδρόμιο, ένας άντρας την κοιτούσε. Κι όταν τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, η Μαρίνα δεν έστρεψε το κεφάλι της αλλά ούτε κι εκείνος το δικό του. Η Μαρίνα στάθηκε για λίγο. Ο άντρας πέρασε.

Γύρισε στο σπίτι. Άναψε το φως της κουζίνας. Το ψυγείο έκανε τον γνώριμο ήχο, εκείνον τον ανεπαίσθητο βόμβο που ακούς μόνο όταν κανείς δεν μιλά. Άφησε τα ψώνια στον πάγκο, πήρε τη σοκολάτα, την άνοιξε και κάθισε στο τραπέζι. Ένα κομμάτι έλιωνε στο στόμα της, αλλά το μυαλό της είχε μείνει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Έπιασε το κινητό. Οθόνη άδεια. Έβαλε μουσική, ένα ήσυχο κομμάτι. Και τότε θυμήθηκε: τον είχε ξαναδεί. Πριν τρεις εβδομάδες, στην ουρά στο φαρμακείο. Εκείνος μπροστά της είχε ξεχάσει την κάρτα του και γύρισε σχεδόν ντροπαλά για να ζητήσει συγγνώμη. Της χαμογέλασε παρατεταμένα.

Η Μαρίνα σηκώθηκε. Πήρε το παλτό και βγήκε. Δεν καταλάβαινε ακριβώς τι περίμενε να βρει. Κατέβηκε στον δρόμο και στάθηκε απέναντι από το φανάρι. Ήταν άδειος ο δρόμος. Ένας άστεγος πέρασε και της χαμογέλασε. Εκείνη ανταπέδωσε μηχανικά. Έμεινε λίγα λεπτά και γύρισε πάλι στο σπίτι, στον βόμβο του ψυγείου και στο υπόλοιπο της σοκολάτας.

Κάποιος την είχε δει που κουβαλούσε την ίδια παρατεταμένη σιωπή μ’ εκείνη.

 

 

Κλεονίκη Δρούγκα

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.