Ο συγγραφέας Αλέξανδρος Σχινάς ήταν ένας ιδιοφυής πρωτεργάτης του λογοτεχνικού μοντερνισμού στην Ελλάδα, ολιγογράφος αλλά καίριος, και σήμερα εν πολλοίς λησμονημένος. Τα εκρηκτικά υπερλεξιστικά κείμενα ά του που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό «Πάλι» του Νάνου Βαλαωρίτη το 1964 και το κορυφαίο βιβλίο του «Αναφορά περιπτώσεων» που κυκλοφόρησε το 1966 (επανεκδόθηκε τριπλασιασμένο το 1989 και ανατυπώθηκε από τις εκδόσεις Εστία) υπήρξαν για την εποχή τους πρωτοποριακά, άσκησαν μεγάλη επίδραση στους ομότεχνους του και πλούτισαν απρόσμενα τον νεοελληνικό αφηγηματικό λόγο. Η ανατύπωση της «Αναφοράς περιπτώσεων» δίνει τώρα την ευκαιρία στους νεώτερους κυρίως αναγνώστες να ανακαλύψουν και πάλι ένα έργο που μοιάζει ατόφιο εξήντα σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη έκδοση, να το ερμηνεύσουν με την ιδιοσυγκρασία της εποχής μας, να προσμετρήσουν από την αρχή την αξία του, να αποφανθούν οι ίδιοι αν στο παλιοί κρυβόταν ο σπόρος του νέου.
Συνειδητή πρόθεση του Σχινά ήταν μια συναισθηματικά πλήρως αποφορτισμένη γλώσσα, μια γλώσσα μαθηματικής ακρίβειας, μια πρόζα τέλειου σχεδιασμού.
Η διάπλαση της πνευματικής και γλωσσικής ιδιοσυγκρασία του είχε αρχίσει ήδη από τα μαθητικά του χρόνια. Αφετηρία ήταν μια ασίγαστη αδημονία να ξεφύγει από το κλίμα της οικογένειας, από την ασφυκτική ατμόσφαιρα της κοινωνίας εκείνη την εποχή, από έναν καθωπρεπισμό που αντιστρατευόταν τον πριαπισμό της εφηβείας. Έτσι ξεκινούν στα σπίτια των συμμαθητών τα ποικίλα παίγνια, οι φάρσες και οι παρωδίες, αργότερα οι εικονικές δίκες και καταδίκες. Κοινό στοιχείο όλων αυτών των μικρών εξεγέρσεων ήταν η αποχαλίνωση της γλώσσα από τους κανόνες της, η δοκιμασία των αντοχών της, η αναζήτηση ρωγμών διαφυγής από τον συντεταγμένο κόσμο που περιέγραφε.
Μέσα σε αυτόν τον κύκλο των συμμαθητών στις αρχές της γερμανικής Κατοχής, στα νυχτερινά πάρτυ που διαρκούσαν μέχρι πρωίας λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας, γεννήθηκε ο υπερλεξισμός, όπως τον παρουσίασε ο Σχινάς πολύ αργότερα στο περιοδικό «Πάλι» στα μέσα σχεδόν της δεκαετίας του ΄60. Ο υπερλεξισμός του Σχινά δημιουργεί «υπαινικτικά ορθογραφικά υβρίδια και λεκτικές διασταυρώσεις» που δεν αποκόπτονται από τις γνωστές σημασίες των γλωσσικών συμβόλων, συνιστούν συμφυρμούς που προκαλούν συνειρμούς, ραιβόκρανα στους αρμούς της γλώσσας. Οι νεότευκτοι κόσμοι, τους οποίους πλάθουν, είναι κατασκευασμένοι με υλικά του οικείου και γνωστού μας. Με άλλα λόγια, ο υπερλεξισμός δεν είναι μια άρνηση της πραγματικότητας, αλλά ο ανασυνδυασμός της. Τα αποκυήματα και οι μορφές αυτές της διεργασίας λάμπουν με μια πρωτόφαντη στιλπνότητα μέχρι σήμερα.
Μετά την ευφάνταστη απειθαρχία των μαθητικών χρόνων, ο Σχινάς συμμετέχει στις πνευματικές ζυμώσεις της ανήσυχης φοιτητικής νεολαίας που διαδραματίζονταν στα καφενεία «Βυζάντιο» και «Μπραζίλιαν» στο Κολωνάκι. Η ψυχή του όμως είναι φυγόκεντρη, θέλει να κάνει πανιά, δεν τον κρατά ούτε ο έρωτας της Νόρας Βαρβέρη. Αρχίζει τα επανειλημμένα ταξίδια στη Δυτική Γερμανία, όπου και τελικά θα εγκατασταθεί το 1959. Στο μεταξύ έχει παντρευτεί τη Λένα Απέργη και έχει γεννηθεί η κόρη τους Αμαλία.
Επαγγελματικά ο Σχινάς ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και έγινε ανταποκριτής του ΕΙΡ στη Γερμανία ήδη από το 1963 και συνεργάτης της ΕΡΤ από το 1974, δηλαδή μετά την επταετία. Η είδηση για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 λειτούργησε ως εσωτερικός κλονισμός για τον Σχινά. Δραστηριοποιήθηκε τότε στην ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle που πήρε σαφή και αταλάντευτο αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Εκατομμύρια Έλληνες κάθε βράδυ στις δέκα παρά είκοσι αναζητούσαν στην μπάντα των βραχέων τη «φωνή της ελευθερίας» από την Κολωνία. Από τις πιο συναρπαστικές ραδιοφωνικές παρουσίες τότε ήταν ο Αλέξανδρος Σχινάς με την επιβλητική και υποβλητική φωνή του, όχι μόνο για την ανένδοτη γραμμή των σχολίων του, αλλά και για το πάθος και τη θέρμη του ύφους του. Πολέμησε με τον τρόπο αυτό όχι απλά τη Χούντα, αλλά συνολικότερα την πολιτική και πνευματική υπανάπτυξη στην Ελλάδα.
Ως άνθρωπος ήταν ένας ιδιόρρυθμος γητευτής ψυχών, χειμαρρώδης και αιχμηρός, αυστηρός και ανθρώπινος, νάρκισσος και ζείδωρος. Ίσως μέσα από αυτές τις αντιφάσεις να πηγάζει και η ποικιλομορφία του έργου του. Η εμπύρετη ιδιοσυγκρασία του τον έκανε επιρρεπή στις πνευματικές ξιφομαχίες, τις θεωρούσε ένα άθλημα διανοητικού ιπποτισμού, είτε εμείς τις εντάξουμε εκ των υστέρων στο ρητορικό είδος του ψόγου είτε στη μοντέρνα κατηγορία του λιβέλλου. Όποτε πάντως ξιφουλκούσε γινόταν ανηλεής, η κριτική του σε έργα που θεωρούσε ατελέσφορα ή και σαθρά ήταν στεντόρεια.
Ήδη πριν από το βαρύ εγκεφαλικό που υπέστη στις αρχές του 2011 ο Αλέξανδρος Σχινάς είχε αποσυρθεί στο Έσσεν, πλήρης ημερών πλέον και αφοσιωμένος στον μικρό γιο του Νίκο, καρπό του δεύτερου γάμου του με τη Ρουθ Στέκενς. Ήταν παράξενο, αλλά επί χρόνια επέμενε ότι ο γιος του δεν χρειαζόταν να μάθει ελληνικά, γιατί δεν επρόκειτο να του χρησιμεύσουν σε αντίθεση με τις άλλες, μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ένιωθε πως το μεγάλο όνειρο της ζωής του να γίνει η Ελλάδα μία σύγχρονη και πραγματικά προοδευμένη δημοκρατία δεν είχε γίνει ακόμα πραγματικότητα. Μόνο που ήταν αργά πια για άλλες εκπομπές, για νέες μάχες. Όταν όμως τις τελευταίες ημέρες στο νοσοκομείο αφουγκράστηκε το αναπόφευκτο, σταμάτησε να μιλά γερμανικά. Ξεψύχησε παραληρώντας εν λόγω ελληνικών, κι ας μην ήταν πια ο φορεύς της φήμης.
Αυτό το βιβλίο είναι ένας σταθμός στη λογοτεχνία μας. Ας το μελετήσουν όσοι διαβάζουν. Και όσοι γράφουν.