Πριν οι αιώνες ζητήσουν φως και νερό
για να τρέξουν στον κόσμο
χαθήκαμε ακολουθώντας τα μέταλλα των φωνών μας.
Μαγεύτηκα απ’το ζαφείρι των ματιών σου
κι απ’ την ανέμη που κράταγες
και έξανες τα μαλλιά των ανέμων.
Μ’ ένα Κύριε Ελέησον κι ένα Δόξα Σοι
αναστήσαμε γενιές ερωτευμένων
κι ο ήχος απ’ το γέλιο και το κλάμα τους
χάιδευε τ’ αυτιά των αστέγων της αγάπης.
Γυρίσαμε ώρες πολλές με τρύπια παπούτσια
κάτω απ’ τα παράθυρα των αρχαίων σπιτιών
μαζεύοντας ευχές και προσευχές
σε καιρούς δύσκολους κι εμποδισμένους.
Τότε που αδερφός τον αδερφό σκότωνε
για μια ψεύτικη αφορμή.
Τώρα, σκοτώνονται για το ψωμί που δεν είναι
ούτε καν παντεσπάνι
παρά βρεγμένο από τη θάλασσα και τη μούχλα φιγουράρει.
Στα γόνατα πεσμένος ο Αυτοκράτορας, με τρίχινο χιτώνα
εξομολογείται τις ανομίες του
φοράει το ζωστικό κι αποκαλύπτεται
ενώπιον των πολλών.
Ταξιδεύει το μέλλον στο παρελθόν
παρίας γίνεται των Ασωμάτων κι άπειρος των αισθήσεων.
Στα τυφλά σημεία των βουνών κρύβονται
μοναχικές υπάρξεις, ασύνδετα σχήματα λογισμών
και φεγγάρια μακρινών προγόνων.
Κάπου στην Ακρόπολη κρύβεται ο αρχαίος βασιλιάς.
Χαϊδεύει τις πληγές του κόσμου σκεπάζοντάς τες με ελιόφυλλα.
Μυστικές αύρες σηκώνονται ψηλά
και στο Παρίσι, στη Μόσχα ή στο Βερολίνο
σταλάζουν γιασεμί για να λυγίσει
ο θάνατος που ξύπνησε να βασιλέψει.
Ευλογημένοι και δοξασμένοι όσοι πρόλαβαν
να πεθάνουν πριν.
Στο τώρα μονάχα το μέλος των αφηρημένων μένει.
Το τέλος των παρεληλυθότων ακούγεται ελαφρύ.

Αγαπημένη Ελένη, Ο έρωτας στο ποίημά σου αλλά και σε άλλα που διάβαζα παλαιότερα στο φβ γίνεται ιεροτελεστία και μια γλώσσα πάθους που καθαγιάζει και ανασταίνει τη μνήμη.