Μισές φωνές μου χτυπάνε την πόρτα
καλέσματα αλλοπρόσαλλα
γι’άλλους καιρούς και γι’ άλλους κόσμους.
Τα ταξίδια που έκανα ήταν πάντα
χωρίς σκοπό
χωρίς ειρμό και χωρίς έρμα.
Στο τίποτα του χρόνου αρμενιστής
στο κενό του χρόνου
μικρός στρατιώτης.
Έμπαινα κι έβγαινα
με τα μάτια ολάνοιχτα
τρατάροντας τα σύννεφα γλυκούς λωτούς
να λησμονάνε την παρουσία μου.
Πάνω στα βράχια σκάλιζα
με τα νύχια
τ’ όνομά μου
να με θυμάται ο θάνατος
κι ίσως να με φοβάται.
Τις νύχτες γινόμουν δέντρο
κι άπλωνα ρίζες στις αμμουδιές
να κοιμάται ο έρωτας στη σκιά μου.
Τις μέρες έτρεχα στις φωτιές
για να σβήσω τη δίψα μου
στους κρουνούς των αγγέλων.
Κι όταν κανείς δεν με καταλάβαινε
μιλούσα με τους τρελούς ναυτικούς
για τις χώρες της Ανατολής
και τα μπουγάζια της αλμύρας.
Όταν ησύχαζα, ένα ” Δόξα σοι” έβγαινε
σαν αναστεναγμός
και φύτρωναν βασιλικά στις πατούσες μου.
