Με το Κρυφό τετράδιο, ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης επιστρέφει με μια μικρή, πυκνή νουβέλα που διαβάζεται γρήγορα αλλά μένει για ώρα στο νου, με υπόγειο ανθρωπισμό και μια εσωτερική αγωνία που θυμίζει πως κάθε τραύμα, αν δεν ειπωθεί, επιστρέφει με άλλες μορφές. Μια νουβέλα, από τις εκδόσεις Κύφαντα, 110 σελίδων, που ισορροπεί ανάμεσα στο κοινωνικό θρίλερ και το ψυχολογικό δράμα. Η αφήγηση ξεκινά με μια σκηνή σοκ. Ένας ένοπλος εισβάλλει σε σχολείο, σημαδεύοντας έναν δάσκαλο που έχει μείνει μόνος στην αίθουσα. Από εκεί και πέρα, το βιβλίο κινείται σαν νήμα που ξετυλίγεται από το παρόν στο παρελθόν, αναζητώντας την αφετηρία της βίας μέσα στην παιδική μνήμη, στη σιωπή και στην ενοχή. Ο συγγραφέας, με την εμπειρία του εκπαιδευτικού, γνωρίζει εκ των έσω τον μικρόκοσμο του σχολείου και τους μηχανισμούς που αναπαράγουν την πίεση, την απόρριψη και τη μοναξιά. Δεν ενδιαφέρεται τόσο για το έγκλημα όσο για τη διαδρομή που οδηγεί σ’ αυτό· για το πώς η κοινωνική αδιαφορία και η εσωτερική πληγή μπορούν να μετατραπούν σε εκρηκτική βία. Παρότι το έργο εντάσσεται στη σφαίρα του αστυνομικού θρίλερ, το βάρος του είναι καθαρά υπαρξιακό. Φωτίζει το σκοτάδι όχι για να το τιμωρήσει, αλλά για να το κατανοήσει. Τα κεφάλαια εναλλάσσονται όπως και οι ήρωες και μ’ αυτόν τον τρόπο η αγωνία ανεβαίνει ολοένα για την τύχη του καθενός. Η δομή ακολουθεί τον άξονα της μνήμης και της προσωπικής μαρτυρίας. Ο Περικλής αφηγείται τη ζωή του σαν να ανοίγει πραγματικά ένα «κρυφό τετράδιο», μια εσωτερική καταγραφή. Η αφήγηση κινείται γραμμικά, αλλά με εσωτερικές αναδρομές και συναισθηματικούς άξονες. Η γλώσσα είναι λιτή, καθαρή, χωρίς περιττές λογοτεχνικές υπερβολές. Ακριβώς αυτή η απλότητα κάνει τις στιγμές έντασης πιο δυνατές. Η καθημερινή ομιλία αναμιγνύεται με στιγμές εσωτερικής σκέψης, δείχνοντας τον διχασμό του ήρωα ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς. Το ύφος συνδυάζει τη ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής των μεταναστών, την κοινωνική ευαισθησία, τη συναισθηματική ακρίβεια και το
ψυχογραφικό βάθος. Δεν είναι ούτε μελοδραματικό ούτε αποστασιοποιημένο· είναι ανθρώπινο, άμεσο και ειλικρινές
Ο ρυθμός είναι σταθερός, χωρίς υπερβολικές κορυφώσεις. Η ένταση ανεβαίνει στα σημεία όπου το κοινωνικό περιβάλλον γίνεται απειλητικό, όπως στη σκηνή με τον Καραβασίλη και την εισβολή στο σχολείο. Έτσι, Το κρυφό τετράδιο γίνεται μια αφήγηση για τη μνήμη και την ευθύνη, για το παιδί που παραμένει μέσα στον ενήλικο δράστη, ζητώντας ίσως μάταια να ακουστεί.
Θα σταθώ σε τρία σημεία που με κέντρισαν και με ευαισθητοποίησαν , θυμίζοντας με τα δύσκολα χρόνια του 60 , όπου η αθρόα μετανάστευση άφησε τεράστιες πληγές στη χώρα.
Όπως οι γονείς του πρωταγωνιστή που είναι φιγούρες σιωπηλής αξιοπρέπειας. Η απόφαση για μετανάστευση είναι γι’ αυτούς πράξη ντροπής όσο και ελπίδας. Η πατρίδα δεν τους «αντέχει» πια, αλλά η ξενιτιά είναι ένα τραύμα που κουβαλούν κρυμμένο. Η ενοχή τους είναι διάχυτη. Για το παιδί που ξεριζώνουν. Για το όνειρο που εγκαταλείπουν. Για τον εαυτό τους που νιώθει ανεπαρκής. Ταυτόχρονα, η αγωνία τους είναι πρακτική και ανθρώπινη. Εργασία, αξιοπρέπεια, επιβίωση.
Η δύναμή τους δεν είναι ηρωική αλλά καθημερινή, και ακριβώς γι’ αυτό βαθιά συγκινητική.
“Όλο αυτό το διάστημα και οι δύο γονείς προσπαθούσαν να βρουν δουλειά, αλλά δεν τα κατάφερναν. Σκέφτηκαν μέχρι και τη μετανάστευση, που εκείνη την εποχή είχε αρχίσει πάλι να φουντώνει. Οι περισσότεροι πήγαιναν στη Γερμανία, τη γη της επαγγελίας όπως την ανέφεραν στα γράμματά τους. Η δική τους πατρίδα δεν μπορούσε πια να θρέψει τα παιδιά της”. Το απόσπασμα φωτίζει με διαύγεια την κοινωνική ασφυξία μιας εποχής όπου η ανέχεια ωθεί τις οικογένειες στα όρια της αντοχής τους. Ο Ιντζέμπελης αποτυπώνει χωρίς μελοδραματισμό το αδιέξοδο των ανθρώπων που παλεύουν να επιβιώσουν. Η μετανάστευση παρουσιάζεται όχι ως επιλογή αλλά ως ύστατη λύση, μια «γη της επαγγελίας» που αντανακλά περισσότερο την απελπισία παρά την ελπίδα. Καταφέρνει να μεταφέρει το βάρος μιας ολόκληρης εποχής που δεν μπορεί πια να «θρέψει τα παιδιά της». Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα της κοινωνικής ευαισθησίας και της αφηγηματικής ακρίβειας των συγγραφέων, που μετατρέπουν την καθημερινή αγωνία των απλών ανθρώπων σε λογοτεχνική μαρτυρία. “Ένιωθε περήφανος για την πατρίδα του, μα ταυτόχρονα καταλάβαινε τι σημαίνει να είσαι μετανάστης και να ανήκεις σε μειονότητα”. Η φράση συνοψίζει με εξαιρετική λιτότητα τη διπλή ταυτότητα του παιδιού-μετανάστη: από τη μια η υπερηφάνεια για τον τόπο καταγωγής, από την άλλη η επίγνωση της ευαλωτότητας μέσα σε μια ξένη χώρα. Ο Ιντζέμπελης συλλαμβάνει εύστοχα αυτή την εσωτερική αντίφαση, φωτίζοντας την ψυχολογική ωρίμανση ενός παιδιού που μαθαίνει πως η έννοια της πατρίδας γίνεται πιο σύνθετη όταν ζεις ως «ο άλλος». Πρόκειται για μια λεπτή, ουσιαστική παρατήρηση που ενισχύει τη θεματική του βιβλίου γύρω από τη μετανάστευση, την ταυτότητα και την αίσθηση του ανήκειν. Σκιαγραφεί με ρεαλισμό την εύθραυστη περίοδο της εφηβείας, όπου η ανάγκη για ένταξη μπορεί να γίνει παγίδα. Ο γιος, ο Περικλής, δεν είναι απλά ένας γιος μετανάστη. Είναι μια συνείδηση που διαμορφώνεται ανάμεσα σε δύο κόσμους, χωρίς να ανήκει ολοκληρωτικά σε κανέναν. Παιδί ακόμα, βιώνει τη μετανάστευση ως βίαιη διακοπή του φυσικού ρυθμού ζωής του όπως φίλοι, σχολείο, γειτονιά που όλα χάνονται απότομα. Στην εφηβεία του αναζητά ομάδα και αποδοχή, κάτι που τον οδηγεί στην κοινότητα μεταναστών, όπου όμως μαθαίνει το πρώτο μάθημα ενηλικίωσης. Ότι ο δικός σου μπορεί να σε πληγώσει πιο πολύ από τον ξένο. Η διάψευση αυτών των προσδοκιών δεν παρουσιάζεται με υπερβολή, αλλά με έναν ώριμο, σχεδόν πικρό τόνο. Τα ψέματα είναι μέρος της σκληρής πραγματικότητας, όμως η βοήθεια ενός παλιού γνωστού λειτουργεί ως γέφυρα προς μια τίμια αν και ταπεινή αρχή. Η απόφαση του αφηγητή να απομακρυνθεί από την κοινότητα αποκαλύπτει μια κρίσιμη στιγμή αυτογνωσίας, όπου η ανάγκη για ένταξη αντικαθίσταται από την ανάγκη για αλήθεια και αξιοπρέπεια.
“Σήμερα παραλίγο να πιαστώ στα χέρια με έναν γνωστό που με αποκάλεσε «Γερμανό». Εμένα, που ακούω τη λέξη Ελλάδα και δακρύζω, που το μόνο μου όνειρο ήταν να γυρίσω στην πατρίδα. Στη Γερμανία με φώναζαν «Έλληνα» και στην Ελλάδα «Γερμανό». Πολλές φορές μπερδεύομαι, σαν να μην ξέρω να απαντήσω ποια είναι η πατρίδα μου”. Το απόσπασμα αυτό συμπυκνώνει με οδυνηρή καθαρότητα το υπαρξιακό σχίσμα της μεταναστευτικής εμπειρίας. Ο Περικλής βιώνει τον διπλό αποκλεισμό: στη Γερμανία είναι «Έλληνας», στην Ελλάδα «Γερμανός». Η ταυτότητα γίνεται ένα ασταθές έδαφος, μια μόνιμη αιώρηση ανάμεσα σε δύο πατρίδες που τον αποδέχονται και τον απορρίπτουν ταυτόχρονα. Η συναισθηματική ένταση της στιγμής, το δάκρυ που φέρνει η λέξη «Ελλάδα», η οργή απέναντι στον χαρακτηρισμό, αναδεικνύει τη βαθιά πληγή της αίσθησης ότι δεν ανήκεις ολοκληρωτικά πουθενά. Το κείμενο φωτίζει έτσι ένα από τα πιο ισχυρά θέματα του βιβλίου. Δηλαδή την αναζήτηση του σπιτιού όχι ως τόπου, αλλά ως ταυτότητας που συνεχώς αμφισβητείται, διαλύεται και ξαναχτίζεται.
Ο συγγραφέας επίσης μας συστήνει τον ήρωα του, τον Τάκη Καραβασίλη, ο οποίος, παρά τις ατυχίες της ζωής του, αν και ζει στο δικό του κόσμο έχει την πρόθεση να λύσει τον γόρδιο δεσμό.
Η νουβέλα αυτή ξεχωρίζει γιατί αποτυπώνει τη μεταναστευτική εμπειρία χωρίς στερεότυπα. Παρουσιάζει τους ήρωες βαθιά ανθρώπινους, χωρίς εξιδανίκευση. Φωτίζει τις ηθικές και ψυχολογικές αντιφάσεις μιας ολόκληρης γενιάς. Έχει καθαρή, απλή αλλά δυνατή γλώσσα και τέλος συνδυάζει προσωπική εξομολόγηση με κοινωνικό σχόλιο. Είναι ένα βιβλίο που μπορεί να λειτουργήσει ως μαρτυρία, ως αφήγηση ενηλικίωσης και ως κοινωνικός καθρέφτης.
Το Κρυφό τετράδιο είναι ένα βιβλίο που δεν φωνάζει αλλά υπονοεί. Ένα κείμενο που μετατρέπει τον τρόμο σε αφορμή ενδοσκόπησης και την παιδική μνήμη σε καθρέφτη ενηλικίωσης. Ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης δεν γράφει για να λύσει, αλλά για να φωτίσει τις σιωπές. Και ίσως αυτή να είναι η πιο βαθιά παιδαγωγική χειρονομία του. Να μας θυμίσει ότι κάθε ιστορία βίας ξεκινά από μια φράση που δεν ειπώθηκε ποτέ. Καλοτάξιδο να είναι!
Μάγδα Παπαδημητρίου Σαμοθράκη
