Ακόμη ένα ιστορικό μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου που κύλισαν οι 599 σελίδες του σαν ποτάμι ορμητικό και με συνεπήρε σε άγνωστα ιστορικά μονοπάτια. Πάντα είχα την απορία πώς ένας Αρτινός συγγραφέας μπορεί να διεισδύει σε μια άλλη ντοπιολαλιά και να τα καταφέρνει τόσο πειστικά ώστε να κερδίζει τον αναγνώστη/ αναγνώστρια και να τον μαγεύει με τη γλωσσική του ικανότητα. Ο Γιάννης Καλπούζος έχει τη γλωσσική παρατηρητικότητα, τη τεχνική μίμηση, τη μουσικότητα, την ικανότητα της αφήγησης αλλά και τον σεβασμό στον τόπο και τους ανθρώπους του, με όποιο θέμα καταπιάνεται.
Τον παρακολουθώ συγγραφικά από το 2008, από την πρώτη του βιβλιοπαρουσίαση στην Κατερίνη, με το Ιμαρέτ. Το κάθε βιβλίο του έρχεται να μου αλλάξει τη γνώμη μου για ποιο είναι το καλύτερο. Η λυρική και η ποιητική του γλώσσα-μην ξεχνούμε πως είναι ποιητής και στιχουργός μεγάλων επιτυχιών- διεισδύει μέσα στα βιβλία του και κάποιες φορές πισωγυρίζω τις σελίδες για να απολαύσω τις λέξεις και τις περιγραφές του. Χωρά αλήθεια η ποίηση σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα που μιλά για βία, πολέμους, δοσίλογους, φτώχια και καταστροφή όπως τον Μεθυστή; Ναι. Η λυρική γλώσσα μπορεί να μετατρέψει ιστορικά γεγονότα σε εμπειρίες που αγγίζουν τον αναγνώστη/ αναγνώστρια σε συναισθηματικό επίπεδο. Αντί για απλή καταγραφή, η περιγραφή μιας μάχης, ενός ξεριζωμού ή μιας καθημερινής ζωής αποκτά βάθος και ηχώ.
Η ποίηση βοηθά να φωτιστούν οι εσωτερικοί κόσμοι των χαρακτήρων, τα όνειρά τους, οι φόβοι τους, η μοναξιά τους, στοιχεία που τα παραδοσιακά ιστορικά κείμενα συχνά αφήνουν στην αφάνεια. Επιτρέπει τη χρήση συμβολισμών, μεταφορών και μοτίβων που δημιουργούν συνδέσεις ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, ανάμεσα στην προσωπική ιστορία και την ευρύτερη Ιστορία. Η ποιητική γλώσσα φέρνει ρυθμό στην αφήγηση, κάνοντας την ανάγνωση πιο μεστή και συχνά πιο δυναμική. Ακόμη και οι πιο βαριές ιστορικές περίοδοι μπορούν να γίνουν «ακουστικά» ζωντανές με σωστό λυρισμό, ο οποίος συγχρόνως απαλύνει την αγριότητα.
Ένα μυθιστόρημα μπορεί να είναι ταυτόχρονα ιστορικά ακριβές και λογοτεχνικά ποιητικό. Και ο Καλπούζος έχει αυτή την ικανότητα αφού έχει αποδείξει επανειλημμένα στο αναγνωστικό κοινό του ότι είναι απολύτως ικανός στο να συνυφαίνει αριστοτεχνικά τον μύθο με την Ιστορία. Το αποδεικνύουν άλλωστε και οι εκδόσεις με τα χιλιάδες αντίτυπα Τα ιστορικά μυθιστορήματά του συνδυάζουν πάντοτε έναν μύθο με πολλές ανατροπές στην υπόθεσή του που θα μπορούσε να είναι αληθινός.
Αυτή τη φορά ο συγγραφέας επέλεξε μία πιο άγνωστη και λιγότερο προβεβλημένη εποχή στην Κρήτη της Νεότερης περιόδου: εκείνη της γερμανικής κατοχής. Κάτι πρωτότυπο σε σχέση με άλλα βιβλία του, αν λάβουμε υπόψη μας ότι η συντριπτική πλειονότητα των μυθιστορημάτων που έχουν γραφτεί για τη Μεγαλόνησο της νεότερης εποχής ασχολούνται περισσότερο με τα γεγονότα της περιόδου της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας και διαδραματίζονται ανάμεσα στα τέλη του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου.
Ποιος είναι ο Μεθυστής και ποια ήταν αυτά τα χαρακτηριστικά που τον έπεισαν πως αξίζει να αφιερώσει χρόνια, να διαβάσει ατέλειωτη βιβλιογραφία και να ταξιδέψει στην Κρήτη πάμπολλες φορές ώστε να τον αποδώσει όσο πιο πειστικά μπορούσε; Η αφήγηση τοποθετείται στην Κρήτη κατά την περίοδο 1937–1945 – από τη δικτατορία του Μεταξά, τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, μέχρι τη Μάχη της Κρήτης και τη γερμανική κατοχή. Περιγράφει με ρεαλισμό και συναίσθημα τον ανθρώπινο πόνο, την καταπίεση αλλά και την αντίσταση του κρητικού λαού.
Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Νέστορας, με το παρατσούκλι «Μεθυστής», που του το έδωσε ο παππούς του, ο Μιχαλαριάς, ο οποίος είναι και μέντοράς του. Το παρατσούκλι «Μεθυστής» το ’χε βγάλει στον Νέστορα ο Μιχαλαριάς που ζούσε στον Κρουσώνα:
Άνοιγαν στη γειτονιά τα βαρέλια του κρασιού τον Νοέμβριο του 1918, όταν είδαν τον Νέστορα να σκοτώνει ένα φίδι. Επτά χρόνων τότε. Το κάρφωνε στο κεφάλι με σουβλερό και μακρύ ξύλο. «Ίδιος ο Αϊ-Γιώργης ο Μεθυστής! Μόνο τ’ άλογο σου λείπει», έκραξε ο πάππος του κι έκτοτε τον αποκαλούσαν «Μεθυστή». Του ταίριαζε κι ως χαρακτήρας, αφού ρούφαγε δίχως βαρυγκόμιες κάθε σταλαματιά της ζήσης.
Ένα γενναίο και λυγερόκορμο παλικάρι από το Ηράκλειο της Κρήτης είναι ο Νέστορας, που ενσαρκώνει απόλυτα το ιδανικό του κρητικού άνδρα: γεροδεμένος και όμορφος σαν απολλώνιος θεός, δίκαιος κι εργατικός, ευαίσθητος και γαλαντόμος ως προς το αδύναμο φύλλο, λεβέντης και γενναίος. Ένας άντρας που πίνει τη ζωή του σαν κρασί και μια γυναίκα που τον αγαπά με την ίδια ένταση.
Ο ήρωας αυτός θα μας ταξιδέψει, μέσω των πεπραγμένων του και της πένας του συγγραφέως, στην Κρήτη, Ηράκλειο και δευτερευόντως στα Χανιά. Στο βιβλίο, υπάρχουν αναφορές και για άλλες πόλεις, όπως το Ρέθυμνο, καθώς και σε πολλά χωριά του νησιού. Γύρω του ξεδιπλώνονται ζωντανοί χαρακτήρες όπως η Αριάνθη, ο μοναδικός έρωτας της ζωής του. Μια κοπέλα που ενσαρκώνει επίσης το ιδανικό της Κρητικοπούλας: πανέμορφη, σαν τα κρύα τα νερά, με ισχυρή, όμως, θέληση και πίστη στα ιδανικά της και αποφασισμένη να πραγματοποιήσει όλα της τα όνειρα, ακόμα και να συνδέσει τη ζωή της με τον κατώτερο κοινωνικά Νέστορα, αλλά και να σπουδάσει δασκάλα. Η Αριάνθη που ήταν μέλος της ΕΟΝ του Μεταξά και γαλουχήθηκε με τις αρχές της. Διαφωνούσε με τις νεόφερτες ιδέες που ήθελαν τη μοντέρνα γυναίκα να δανείζεται συνήθειες του άντρα όπως γράφει στη σελ. 327. Δείχνει πώς η ιδεολογία μπορεί να διαμορφώνει τα πιστεύω και τις συνήθειες του ατόμου, περιορίζοντας την ελευθερία της προσωπικής επιλογής και την ανάπτυξη αυτογνωσίας. Η Αριάνθη, αν και νέος άνθρωπος, εσωτερικεύει έναν προκαθορισμένο ρόλο, που συγκρούεται με τα πρώτα σκιρτήματα κοινωνικής και προσωπικής χειραφέτησης.
Γύρω από αυτούς τους δύο κεντρικούς ήρωες του βιβλίου, ο Γιάννης Καλπούζος υφαίνει προσεκτικά έναν ιστό από λογιών λογιών ετερόκλητους ήρωες, διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας, κοινωνικής τάξης, φύλου και εθνικότητας, που όλοι μαζί όμως, συναποτελούν το πολύχρωμο μωσαϊκό του βιβλίου του. Ο Μιχαλαριάς, η Βιολέτα, ο Ντιραβένας, η Καδιανιά και ο Χαραλάμπης Γιανναδάκης. Σατανικοί Γερμανοί, πανούργοι δωσίλογοι και μαυραγορίτες, γενναίοι αντιστασιακοί, φτωχοί μεροκαματιάρηδες, φιλόδοξες γυναίκες, αστοί που θέλουν να ζήσουν τη ζωή τους και φλογεροί πατριώτες. Όλοι αυτοί θα γίνουν το όχημα δια μέσου του οποίου θα μας περιγράψει ο συγγραφέας τα συγκλονιστικά γεγονότα των ταραγμένων εκείνων ετών, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο γνωστά. Τη Μάχη της Κρήτης, την καταστροφική πλημμύρα του 1937, το αποτυχημένο κίνημα εναντίον του Μεταξά στα Χανιά το 1938, τον σφοδρό βομβαρδισμό των Χανίων, την απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε και ένα σωρό άλλα.
Εκτός όμως από το πολεμικό σκηνικό που εκτυλίσσεται στο βιβλίο, τη δράση και τις υπέροχες περιγραφές της Κρήτης, αν απομονώσουμε τα ερείπια που άφησε ο πόλεμος και τις σφαγές, ο Καλπούζος περνά τους στοχασμούς του ώστε να γίνουν αφορμή για σκέψη. Γράφει: “Σπρώχνει ο φόβος τους ανθρώπους να τάζουν, όμως πόσοι αθετούν τις υποσχέσεις τους όταν παρέλθει ο κίνδυνος;” Ο φόβος λειτουργεί σαν καταλύτης: φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τη θνητότητα και τη μικρότητά του, και τότε γεννιούνται οι υποσχέσεις. Μα οι περισσότερες δεν πηγάζουν από εσωτερική βεβαιότητα, αλλά από την επιθυμία να σωθεί κανείς, να εξαγοράσει την ασφάλειά του. Όταν ο κίνδυνος περάσει, το βίωμα χάνει την έντασή του· η συνείδηση, που δεν μεταμορφώθηκε ουσιαστικά, επανέρχεται στα παλιά της μοτίβα. Έτσι ο άνθρωπος μένει δέσμιος του ίδιου κύκλου φόβου και λήθης. Μόνο εκείνος που καλλιεργεί τη μνήμη και την αυτογνωσία κρατά ζωντανές τις δεσμεύσεις του, ακόμη και χωρίς την πίεση του τρόμου.
Γράφει στη σελίδα 37: “Ευτυχώς χρωστάω στη ζωή και δεν μου χρωστάει” Ο Μεθυστής αναγνωρίζει ότι η ζωή δεν είναι υποχρεωμένη να μας δώσει τίποτα, ενώ εμείς οφείλουμε να της σταθούμε αντάξιοι. Το να “χρωστάς” στη ζωή σημαίνει να νιώθεις ευγνωμοσύνη για το δώρο της ύπαρξης, να παραδέχεσαι ότι δεν σου ανήκει τίποτα ως δεδομένο. Είναι στάση ελευθερίας. Αντί να λογαριάζεις τι σου στέρησε ο κόσμος, αναλογίζεσαι τι μπορείς να του προσφέρεις.
“Όποιος θέλει να γνωρίσει το μέλλον ας ρωτήσει το παρελθόν” γράφει στη σελίδα 38. Δυστυχώς δεν θέλουμε να γνωρίζουμε το παρελθόν. Αυτό συμφέρει οποιαδήποτε μορφή εξουσίας. Γιατί εκεί κρύβονται οι ρίζες των επόμενων βημάτων. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται μηχανικά, μα ψιθυρίζει στον προσεκτικό νου πώς γεννιούνται τα ίδια λάθη και οι ίδιες ελπίδες.
Γράφει για την απαγόρευση των ρεμπέτικων, των αμανέδων και το κυνηγητό των ρεμπετών και τη φυλάκιση των μαγκών με το κόψιμο του μανικιού, επί δικτατορίας Μεταξά, στη σελίδα 71. Αλλά και ότι παρουσίαζε ο Μεταξάς τον εαυτό του ως «προστάτη» του λαού, του φτωχού, του εργάτη και του αγρότη, στιγματίζοντας ταυτόχρονα τον κομμουνισμό ως απειλή για την κοινωνία. Η φράση «για να μας βάλουν όλους τη στάμπα» δείχνει τον φόβο που καλλιεργούσε η προπαγάνδα για τους κομμουνιστές και τον κοινωνικό έλεγχο, παρουσιάζοντάς τους ως επικίνδυνους και υπονομευτικούς.
Μας συστήνει τον Πασσαδάκη, ο οποίος παρομοίαζε τον Χίτλερ ως Μέγα Κωνσταντίνο και καλούσε τους ρουφιάνους να κατατροπώσουν τους Σοβιετικούς. Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στους Γερμανούς. Η γερμανική κατοχή δεν είναι για μας κατάκτηση αλλά σωτηρία. Ήταν μέγιστο σφάλμα που δεχτήκαμε τους Άγγλους φιλικά και τους Γερμανούς και τους πολεμήσαμε. Δεν παραδίνουν τα όπλα. Φταίνε μετά οι Γερμανοί που σκοτώνουν και φυλακίζουν; Γιατί δεν κάθονται ήσυχα; σελ 293. Δεν θα μπορούσε να γίνει άλλωστε τόσο μεγάλο κακό στην Ελλάδα, αν δεν υπήρχαν αυτοί που φόρεσαν γερμανική στολή, οι δοσίλογοι και οι μαυραγορίτες. Αυτοί που άρπαξαν περιουσίες από τα χέρια των Ελλήνων για έναν τενεκέ λάδι, όπως πολλοί παραστατικά περιγράφει στη σελίδα 543. Γράφει και για την ατιμωρησία όλων αυτών των “Ελλήνων” που κατέστρεψαν τη χώρα και δεν αναφέρθηκαν ποτέ στα σχολικά βιβλία. Και σήμερα οι απόγονοι χαίρουν άκρας εκτίμησης και ψηφίζονται στο κοινοβούλιο, αφού υπάρχει άγνοια της Ιστορίας.
Θα καταφέρουν, άραγε, οι ήρωες του Καλπούζου να αδράξουν την ευτυχία σε πείσμα των δύσκολων καιρών που τους έτυχε να γεννηθούν; Η απάντηση δίνεται μέσα στον «Μεθυστή», πάνω στα χώματα του πολύπαθου αυτού νησιού, του οποίου ο πολιτισμός και η ιστορία του δε σταματά ποτέ να αποτελεί πηγή έμπνευσης τόσο για τη Λογοτεχνία, όσο και γενικότερα για την Τέχνη.
Ο αναγνώστης / αναγνώστρια κλείνοντας το βιβλίο, θα έχουν την αίσθηση της δύναμης του ανθρώπινου πνεύματος και της σημασίας της αντίστασης απέναντι στην αδικία. Αλλά και τις γνώσεις που θα αποκομίσουν. Πόσο όμορφο αλήθεια θα ήταν να προτείνονταν τέτοια μυθιστορήματα στις σχολικές βιβλιοθήκες;
Παραθέτω μερικές ρήσεις και αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Άμα γεράσεις, μη φρονιμέψεις… γιατί τότε παραδέχεσαι ότι τερμάτισε η στράτα σου. Δώσε κλοτσιά στη φρονιμάδα και φρούμαξε για όσο αντέχεις και όπου αντέχεις».
“Τον ανεμοτύλιγε το παράλογο του ανθρώπου, των ηγετών μα και του καθενός που υψώνει αφεντάδες για να τον καταδυναστέψουν στη σύντομη ζωή του” σελ. 232
“Συλλογιέμαι ότι θα στεριώσει το μίσος. Τι θα γενεί αύριο; Σκοτώνεις έναν προδότη κι αυτός έχει αδέλφια, παιδιά, συγγενείς, φίλους. Θα ξεκινήσουν βεντέτες σαν λευτερωθούμε. Μέχρι πού θα φτάσει ο διχασμός”; σελ. 363
“Αν δεν υπήρχε αντίσταση ο λαός θα μούτιζε, θα υποτασσόταν στον κατακτητή. Ζητάω συγχώρεση απ’ τον παντοδύναμο Θεό για τη σκληρότητα που εφαρμόσαμε στους αντιπάλους μας. Θρονιαστήκαμε στον θρόνο του και γίναμε κριτές. Όμως βούιζαν μέσα μας οι ψυχές των αδικοχαμένων. Σηκώσαμε και το κρίμα εμείς για να μην το φορτωθούν οι επόμενες γενιές”. Σελ. 563
“Δεν γίνεται να ξεστρώσεις τα βήματα της ζήσης σου. Όπου πατάς αφήνεις τα χνάρια σου” σελ. 577
Καλοτάξιδο να είναι Γιάννη Καλπούζο!
