Μια συνομιλία για τη μνήμη, την απώλεια και όσα έρχονται «μετά»
Μέσα σε 189 σελίδες, η Φωτεινή Τσαλίκογλου μας φέρνει με το νέο της βιβλίο «Ο Ιωσήφ ήρθε μετά», ένα πολύ φορτισμένο βιβλίο. Είναι ένα μυθιστόρημα που τολμά να ενσαρκώσει το Κακό, φωτίζοντας οικογενειακή βία, τραύμα και μνήμη χωρίς να μένει στην απλή απεικόνιση του σκοταδιού. Η αφήγηση αναζητά «ρωγμές σωτηρίας», μετατρέποντας τη γραφή σε εργαλείο κατανόησης και, ίσως, θεραπείας. Η ενσωμάτωση της ελληνικής Ιστορίας, από τον εμφύλιο ως το σήμερα, διευρύνει το έργο σε συλλογικό πεδίο, όπου η οικογενειακή τραγωδία συνδέεται με την ιστορική κληρονομιά. Με γλώσσα που ισορροπεί ανάμεσα στη σκοτεινότητα και την τρυφερότητα, η Τσαλίκογλου δημιουργεί μια «υποδόρια λάμψη» ως αντίβαρο στην καταστροφή, προσφέροντας στιγμές αισθησιασμού και ελπίδας μέσα στο χάος. Ο Ιωσήφ, ιδιαίτερη μορφή, ταυτόχρονα συμβολική, λειτουργεί ως απόηχος που ανατρέπει τις βεβαιότητες και αποκαλύπτει τα ανείπωτα. Το βιβλίο απαιτεί από τον αναγνώστη προσοχή και γνώση του ιστορικού πλαισίου, ενώ η ψυχολογική του ένταση μπορεί να είναι απαιτητική για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με βαριά οικογενειακά ή ψυχικά θέματα. Ωστόσο, η δύναμη της αφήγησης έγκειται ακριβώς σε αυτόν τον υπόγειο παλμό με τον οποίο προσεγγίζει το τραύμα. Όχι με κραυγή, αλλά με λεπτότητα, παρατήρηση και βαθιά ενσυναίσθηση. Η Τσαλίκογλου υπενθυμίζει ότι πίσω από κάθε ιστορία βρίσκονται στρώματα σιωπής και ενοχής, που ανήκουν σε περισσότερους από έναν. Κι έτσι, μέσα από την πολυεπίπεδη αυτή αφήγηση, ο αναγνώστης δεν καλείται απλά να παρακολουθήσει την ιστορία, αλλά να τοποθετηθεί απέναντί της, να αναμετρηθεί με τον δικό του τρόπο με τις σιωπές, τις ενοχές και τα φαντάσματα που κουβαλά η κάθε οικογένεια και, κατ’ επέκταση, η κάθε κοινωνία. Με αυτή τη ματιά προσέγγισα το νέο βιβλίο της και της ζήτησα να φωτίσει τις χαραμάδες που αφήνει επίτηδες ανοιχτές στο κείμενο. Ένα βιβλίο, που πολλές φορές ήθελα να το κλείσω λόγω των έντονων σκηνών, μα πάλι το άνοιγα γιατί δεν πρέπει να κρυβόμαστε από την αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι. Ποιος είναι ο Ιωσήφ; Τι σημαίνει να «έρχεται μετά», πώς συνομιλεί η λογοτεχνία με το τραύμα, και πού συναντιέται το προσωπικό με το συλλογικό;
- Τι ήταν αυτό που άναψε την πρώτη σπίθα για το Ο Ιωσήφ ήρθε μετά; Μια εικόνα, ένας άνθρωπος, ένα βίωμα ή μια ψυχική απορία;
H Θάλεια η αδελφή του Ιωσήφ, σε φιλικό επίπεδο άρχισε να μου μιλά για τη ζωή της. Κράτησε τρία περίπου χρόνια. Με συχνότητα μια ή και δυο φορές την εβδομάδα, κι άλλοτε μια φορά το μήνα ή και ακόμα πιο αραιά. Με διαλείμματα με δισταγμούς με πισωγυρίσματα. Κάποια στιγμή άρχισα να νοιώθω ότι η ιστορία είχε μεταμορφωθεί σε ένα φυλακισμένο, αλυσοδεμένο πλάσμα που ικέτευε να βγει στο φως. Το ανείπωτο ζητούσε επιτακτικά να αποδράσει από τα μύχια του ψυχισμού της Θάλειας. Και σε ένα δεύτερο επίπεδο γεννήθηκε μέσα μου η ανάγκη, η επιθυμία, να λειανθεί μέσα από τη γραφή η ανυπόφορη βία, η δυστοπία που βρίσκεται στην καρδιά αυτής της ιστορίας.
Άκουσα αυτή την ιστορία. Συνδέθηκα μαζί της. Άκουγα συχνά σαν με ένα τρίτο αυτί τους ψιθύρους, τις σιωπές των λέξεων, το ανείπωτο που πάσχιζε να αποκτήσει φωνή. Και σας μιλώ τώρα με τις δύο αδιαχώρητες ιδιότητες που με συνοδεύουν από την ώρα που ο Ιωσήφ βγήκε στα φως. Της συγγραφέως και της αναγνώστριας.
- Στο βιβλίο σας συχνά η μικρή καθημερινή λεπτομέρεια μετατρέπεται σε πύλη ψυχικού βάθους. Πότε καταλαβαίνετε ότι μια λεπτομέρεια μπορεί να γίνει αφήγηση;
Ωραία ερώτηση. Πότε αλήθεια το καταλαβαίνεις; Έχω την αίσθηση ότι σε οδηγεί το ένστικτο σου. Νοιώθεις ότι αν δεν την βάλεις μέσα σε λέξεις αυτή την ταραχή, αν δεν καταλαγιάσει η δυσφορία που σου προκαλεί το ανείπωτο αυτής της ιστορίας, δεν θα μπορέσεις να ησυχάσεις. Από τη στιγμή που ήρθα σε επαφή με αυτή την ιστορία δεν θα μπορούσα να ησυχάσω αν δεν τη μοιραζόμουν με τους αναγνώστες μου. Ο λόγος όπως και η γραφή εξημερώνουν τον τρόμο του ανείπωτου. Μορφοποιούν το χάος.
- Ως ψυχολόγος και συγγραφέας, πώς ισορροπείτε ανάμεσα στην επιστημονική γνώση και τη μυθοπλασία; Πού τελειώνει η έρευνα και πού αρχίζει η αφήγηση;
Η μυθοπλασία παράγει γνώση. Ή πολυπλοκότητα του ψυχισμού μας υπερβαίνει την ακρίβεια της επιστημονικής γνώσης. Όσο ενδελεχής κι αν αυτή είναι, όσο τεκμηριωμένη και επεξεργασμένη κι αν προβάλλει η επιστημονική γνώση, πάντα, μα πάντα θα μένει ΚΑΤΙ εκτός Ένα απρόσβλητο από την ερευνητική ματιά τυφλό σημείο. Από εδώ η αφήγηση παίρνει τη σκυτάλη και απογειώνει την “ιστορία” μεταφέροντας την σε ανεξερεύνητες περιοχές. Αυτό συνέβη με εμένα και τον Ιωσήφ.
4 Ο Ιωσήφ μοιάζει να είναι μια φιγούρα συλλογική, όχι μόνο ένα πρόσωπο. Πώς χτίσατε τον ψυχισμό του; Μιλήσατε με ανθρώπους; Ακούσατε ιστορίες; Ή ήταν μια εσωτερική διαδικασία συγγραφής;
Η ιστορία της Θάλειας με τάραξε. Πιστεύω ότι αυτή η ταραχή ήταν το κίνητρο να γράψω το βιβλίο του Ιωσήφ. Η ταραχή είναι ένα παράδοξο πράγμα. Όσο δεν την έχουμε είμαστε ήσυχοι. Εστω πλασματικά. Κάποια στιγμή όμως σε καταλαμβάνει μια αίσθηση επείγοντος να βγει στο φως αυτό που όφειλε να μείνει κρυμμένο. Τότε καταφεύγεις πχ στη γραφή για να μην σε ρημάξει το ανείπωτο. Αυτό προσπάθησα να κάνω. Να βάλω σε λέξεις την ταραγμένη ιστορία ζωής ενός πλάσματος, μιας οικογένειας, μιας χώρας, μιας εποχής.
5 Οι σιωπές των ηρώων σας είναι συχνά πιο εύγλωττες από τους λόγους τους. Πιστεύετε ότι η σιωπή είναι μια μορφή αφήγησης; Πώς διαχειρίζεστε ως συγγραφέας αυτές τις “σιωπηλές” ζώνες;
Το ερώτημα σας είναι σαν να βγαίνει από τα σπλάχνα αυτής τις ιστορίας. Ναι! Η ιστορία αυτή ενώ σπαράσσεται από τα δραματικά γεγονότα που τη συνθέτουν (φόνοι, αυτοχειρίες, εμφύλιοι σπαραγμοί, θανατηφόρες ασθένειες) στην πραγματικότητα έχω την αίσθηση ότι το πιο σπαραχτικό της κομμάτι, είναι οι σιωπές. Οι σιωπές εν τέλει, έχουν τον τελευταίο λόγο σε όλα όσα συμβαίνουν στη διάρκεια αυτής της ιστορίας. Μια ιστορία που ξεκινά με την γέννηση του Ιωσήφ στη δεκαετία του 60 αλλά συνεχίζεται μέχρι αυτή τούτη τη στιγμή μέσα από αυτά τα δυο αδέλφια, οι μοναδικοί πλέον επιζώντες αυτής της αδιανόητης ιστορίας. Κάπου εκεί κοντά συγγραφέας είναι στιγμές που αναρωτιέται αν αυτός γέννησε με τη φαντασία του αυτά τα πρόσωπα, ή αν αυτά τα πρόσωπα γέννησαν τον συγγραφέα. Κι αν πεθάνουν θα πεθάνει κι αυτός μαζί τους. Από ένα σημείο κι έπειτα η μυθοπλασία γίνεται ιστορία και η ιστορία μυθοπλασία. To βιβλίο αυτό μου χάρισε ερωτήματα που απάντηση δεν έχουν. Τι σημαίνει αληθινή και τι επινοημένη ιστορία; Υφίσταται ιστορία απαλλαγμένη από την μυθοπλασία;
- Αν ο Ιωσήφ στεκόταν σήμερα μπροστά σας, τι θα θέλατε να του πείτε;
Θα ήθελα να του πω ένα Ευχαριστώ κι ένα Συγγνώμη7. Στη σελίδα 63, στο κεφάλαιο Το παιχνίδι του Πολέμου. Γράφετε “Εγέρθητε. Δεν είστε πληγωμένοι, δεν είστε νεκροί, δεν είστε δειλοί. Είστε ήρωες, είστε πολεμιστές” Τι σας ενδιέφερε να φωτίσετε μέσα από τη σκηνή όπου μια φωνή διατάζει τους ανθρώπους να σηκωθούν και να γίνουν “ήρωες” και “πολεμιστές”; Ποια σύγχρονα αντανακλαστικά αυτής της φωνής αναγνωρίζετε;
Ένα ακόμα καίριο ερώτημα σας!… Εκ των υστέρων θα πω ότι η σκηνή αυτή μου φέρνει στο νου τον σημερινό μας κόσμο. Ήρωες, πολεμιστές, ανθρώπινα συντρίμμια, αιμοσταγείς δήμιοι, αθώα θύματα, σφιχταγκαλιασμένοι όλοι μαζί σέρνουν ένα χορό θανάτου. Κι εμείς; Προσωρινοί θεατές; Έως ότου μπούμε κι εμείς στο χορό. Και τότε με ποιον θα είμαστε κοντά; Aπό ποια μεριά της ιστορίας θα είμαστε, από τη μεριά του Ιωσήφ, του πατέρα του ή και των δύο;
8. Στη σελίδα 71. “Ήρθαν τα ρούχα μου. Δηλαδή πριν γίνεις αυτό που λέμε γυναίκα, είσαι δίχως ρούχα; Γυμνή; Άκληρη; Η γιαγιά πλένει το βρακί μου. Στον νιπτήρα του μπάνιου κλείνω τα μάτια μου να μην αντικρίσω τον μπιντέ” Το κοριτσίστικο σώμα εδώ φαίνεται να περνά από ένα τελετουργικό (τη γύμνια ή την “ακληρία”) στη ρυθμισμένη, κοινωνικά επιβεβλημένη γυναικεία εμφάνιση. Πόσο από αυτό το πέρασμα είναι βία; Και πώς συνομιλείτε με τη φωνή της γιαγιάς που πλένει το “βρακί”, μια φροντίδα που συχνά κρύβει επιτήρηση;
Φροντίδα- επιτήρηση, επιτήρηση-φροντίδα. Τα αχώριστα ζεύγη. Η γιαγιά του Ιωσήφ, η τρυφερή Μικρασιάτισσα γιαγιά Ευανθία ενσαρκώνει με τον πιο αγαπησιάρικο, τρυφερό τρόπο αυτό το δίπολο. Η γιαγιά Ευανθία, μια φιγούρα τρυφερότητας έμπλεη στοργής συμπόνιας χιούμορ και απαλοσύνης. Πολύ την αγάπησα. Αν πιστέψουμε τον Προυστ, τα μόνα αληθινά πρόσωπα είναι οι ήρωες στα μυθιστορήματά μας. Η γιαγιά Ευανθία με το χιούμορ και την ανοιχτοσύνη της μοιάζει να ξεφεύγει από το έρεβος όλων των υπολοίπων. Ένα φωτεινό πρόσωπο, καμωμένο από φως, χιούμορ, αντοχή, επιμονή και αστείρευτη αγάπη για την κόρη και τα εγγόνια της.
9. Στη σελίδα 75 “Τι το στέλνουμε κορίτσι πράγμα στο σχολειό; Τι να τα κάνει τα γράμματα στέλνει ερωτόλογα στον αγαπητικό; Να την κρατήσουμε στο σπίτι να κάνει καμιά δουλειά; Αυτές οι φράσεις φανερώνουν έναν κόσμο που φοβάται την αυτονομία του κοριτσιού, άρα θέλει να ελέγξει το σώμα και τη φωνή του. Πόσο βαθιά χαράσσεται αυτή η πατριαρχική εντολή στη ψυχή των παιδιών;
Ένας απόηχος από το βαθύ παρελθόν. Κάθε φορά που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο επιμένει να έρχεται το προσκήνιο προκαλεί ανατριχίλα.
10. «Ποιος σου είπε ότι εγώ ήθελα να ακούσω;» Συναντάμε ένα παιδί που μετατρέπεται, χωρίς ποτέ να ερωτηθεί, στο «σκεύος» της μνήμης και της ενοχής των άλλων. Σαν σκεύος απορριμμάτων. Η κραυγή αποτυπώνει την αγωνία μιας γενιάς που κληρονομεί ιστορίες πριν ακόμη μπορέσει να τις κατανοήσει. Πόσο συνειδητά, κατά τη γνώμη σας, φορτώνουμε στα παιδιά και στους νεότερους το βάρος μιας ιστορίας που δεν έζησαν; Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται όταν έχουμε άγνοια;
Μα πόσο δίκιο έχετε! Το βάρος μιας ιστορίας που δεν ζήσαμε….
Κι αν αυτό το βάρος, ο εξαναγκασμός σε ένα μοίρασμα που δεν θελήσαμε, γράφει την ιστορία της ανελευθερίας μας; Η συνειδητοποίηση βοηθάει; και μέχρι ποιου βαθμού; Πόσο ελεύθεροι είμαστε να μείνουμε εκτός της οικογενειακής μας ιστορίας; Aν κάθε μετάδοση κομίζει και μια παραποίηση, μια ανακατασκευή, πόσο ελεύθεροι είμαστε να την αποποιηθούμε; Και στο όνομα ποιας αλήθειας;
(Εν τέλει τα ανοιχτά σας ερωτήματα έχουν μια δική τους χάρη….. εμπλουτίζουν με το δικό τους τρόπο, τη σκοτεινή ιστορία του Ιωσήφ.
11. Στη σελίδα 101 γράφετε “Ο Θεός είναι για τους τεμπέληδες” Πρόκειται για μια φράση που μοιάζει να κλείνει το μάτι στην ειρωνεία, αλλά και να υπονομεύει τις εύκολες βεβαιότητες γύρω από την πίστη. Πώς την ερμηνεύετε; Υποδηλώνει μια απόσταση από την παρηγορητική ιδέα του «Έχει ο Θεός» ή ανοίγει έναν προβληματισμό για τη συνήθεια να αναθέτουμε αλλού όσα δυσκολευόμαστε να αντιμετωπίσουμε οι ίδιοι;
Θα συμφωνήσω απόλυτα με αυτή την τελευταία εκδοχή. Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως έγραφε ένα παλιό γκράφιτι ‘’έτσι και υπάρχει θεός τη βάψαμε’
12. Στη σελίδα 133 “Την αλήθεια της ιστορίας μου την οφείλω στους αναγνώστες μου. Σε εκείνους που θα θελήσουν να ακούσουν την ιστορία μου. Σε αυτούς χρωστώ την ύπαρξη μου… Δεν είναι στο χέρι σου να μη συνεχίσεις” Νιώσατε ποτέ ότι η αφήγηση ήταν καθήκον, λύτρωση ή ένα βάρος που έπρεπε να συνεχιστεί ; Και τι σημαίνει για εσάς συγγραφέας , η σχέση ανάμεσα σε εσάς και τον αναγνώστη που καλείται να ακούσει;
Η αφήγηση καθήκον και λύτρωση μαζί. ίσως και βάρος. Θα προσθέσω όμως και κάτι ακόμα που προστίθεται σε όλα αυτά δίχως να τα ανατρέπει: Θα μιλήσω για απόλαυση. Για την απόλαυση εν τέλει της γραφής. Την ανομολόγητη απόλαυση που σε παροτρύνει να συνεχίζεις, να γράφεις κι άλλο, κι άλλο,Να γραφείς, να αφηγείσαι, να επινοείς, να καταγράφεις, να θυμάσαι…έως εκεί που δεν πάει άλλο.
13. Κλείνοντας τη συνέντευξη, τελικά τι είναι αυτό που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά; Και ποιος, τελικά, έχει το δικαίωμα να το πει;
Δεν χρειάζονται καθοδηγητές….Η επιθυμία ας έχει το προβάδισμα. Το χρέος και η οφειλή δεν συμβάλλουν στο αίτημα μας τρυφερής εγγύτητας που θα μπορούσε να ενώνει το παρόν με το παρελθόν και το μέλλον μας. Ναι! το αίτημα μιας τρυφερός εγγύτητας.

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου μας υπενθυμίζει ότι η λογοτεχνία δεν είναι καταφύγιο ούτε καταδίκη. Είναι ένας χώρος όπου το σκοτάδι μπορεί να μιλήσει χωρίς να καταπιεί το φως. Κι αν κάτι μένει από αυτό το βιβλίο και από τη σημερινή συνομιλία, είναι η αίσθηση πως οι ιστορίες δεν τελειώνουν όταν κλείνει η τελευταία σελίδα. Συνεχίζουν να μας διαπερνούν, να μας αλλάζουν, να μας καλούν να σταθούμε με περισσότερη ακρίβεια απέναντι στον εαυτό μας και στην Ιστορία. Καλοτάξιδο να είναι!
