Θαυμάσια ποιήματα του Ηλία Κεφάλα, σπάνιας ευαισθησίας απέναντι στη Φύση, που ταυτίζεται πολλές φορές με τον άνθρωπο και τη μοίρα του. Κοινός τόπος η ωρίμανση και ο θάνατος. Δέντρα, ποτάμια, πουλιά, σπίτια όλα δίπλα μας σιωπηλά παρόντα, αδέλφια μας κι αυτά, ζωντανά ή απολεσθέντα, υπάρξεις ταπεινές και παντοδύναμες, μας συνοδεύουν με την οργιώδη πάλλουσα ομορφιά τους, τον τρόπο τους να ζουν και να σβήνουν, όπως εμείς οι άνθρωποι στον κοινό μας αιώνιο δρόμο. Η γλυκιά και πράα παρουσία τους, η ειρηνική υποταγή τους στον ρυθμό της Φύσης, στα κέφια και στα νεύρα της, στις καταστροφές και τις προστασίες της. Και τα ζώα να περνούν σαν όραμα πλάι μας, ή να τα κατέχουμε και κείνα να μας προσφέρουν τα δώρα τους, αγνοώντας την άλλοτε τρυφερή και άλλοτε βάρβαρη συμπεριφορά μας απέναντί τους. Ένα πορτρέτο που ο σύγχρονος άνθρωπος το βλέπει μέσα από την εικονική πραγματικότητα, χωρίς στην ουσία να το βλέπει, αφού δεν το ζει πια. Και μόνο κάτι άδολες ψυχές που κατοικούν πλάι τους σκύβουν το κεφάλι και τα προσκυνούν. (Μαρία Κουγιουμτζή, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
- Κύριε Κεφάλα ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Γιατί «Μισοφέγγαρα»; Ποιος είναι ο συμβολισμός του τίτλου;
Πρώτον επειδή τα μισοφέγγαρα υπάρχουν στον ουρανό και μάλιστα με αυξομειούμενο τον όγκο τους για πολύ περισσότερες ημέρες από όσο επικρατεί η πανσέληνος. Δεύτερον επειδή δηλώνουν από τη μια μεριά τη μόνιμη έλλειψη που μας κατατρύχει και από την άλλη την ελπίδα για γρήγορη πλήρωση του αναμενομένου. Τρίτον επειδή συμβάλλουν στη λειτουργία του αφαιρετικού λόγου που αφήνει ευλόγως τις σημασίες των πραγμάτων να υπονοηθούν και να μορφοποιηθούν κατά βούληση. Τέταρτο για να φανταστεί και ο αναγνώστης τη δική του φαντασιακή ή πραγματιστική συμβολή.
- Είναι το τοπίο στην ποίησή σας ένα είδος μνήμης ή μήπως μια άλλη γλώσσα;
Το εντοπίσατε ήδη από μόνη σας. Βεβαίως το τοπίο με τις μεταμορφώσεις του είναι μια καθαρή μνήμη, επειδή κυρίως περικλείει μέσα του ένα εντόπιο άχθος, διαφυλάσσει τα ίχνη του ανθρώπινου περάσματος, σηματοδοτεί τα όρια της ατομικής ελευθερίας και μάλιστα εκεί στο ευδιάκριτο σημείο όπου συμπλέκεται με τη συλλογική. Το τοπίο καταγράφει τις αλλοιώσεις του χώρου και τις απώλειες του ανθρωπίνου δυναμικού που το εμψυχώνει κάθε φορά. Το τοπίο από μόνο του θυμάται και κάποτε φωνάζει. Πώς φωνάζει; Με τη δική του γλώσσα που είναι εκείνη της ιθαγένειας, αλλά και με την άλλη, αυτή που συνομολογείται με το άρρητο και συναρθρώνεται μυστικά μέσα στη σκέψη των ανθρώπων που το κατοικούν. Αυτή η γλώσσα του τοπίου ομογενοποιείται από τις κραυγές αγωνίας των δέντρων και των πουλιών, όταν χάνονται.
- Η παρουσία του θανάτου είναι υπόγεια αλλά σταθερή. Τον βλέπετε ως τέλος ή ως μετάβαση;
Ο θάνατος είναι το πιο σταθερό θέμα της ποίησης. Υπάρχει παντού, δηλαδή σε κάθε θεματική είτε ως κυριολεξία και ατόφιο θέμα είτε ως υπονόηση. Κατ’ αρχάς λογίζεται ως ένα τέλος, ένα φυσικό τέλος και μια επιστροφή («χους ην και εις χουν απελεύσει») και νομίζω ότι χρειάζεται μεγάλη απελπισία για να δούμε το γεγονός και ως μετάβαση. Σε ένα δίστιχο λέω ότι όλοι ξεχνούν και ότι κανείς δεν γύρισε να μας πληροφορήσει για το τι συμβαίνει εκεί πέρα.
- “Όσο πληθαίνουν οι ποιητές στην αγορά / τόσο η ποίηση προσφεύγει σε κρυψώνες”. Σε ποιους κρυψώνες και τι έχουν να φοβηθούν οι Ποιητές;
Δεν πρόκειται για φόβο, αλλά για προστασία της ιδιαίτερης ποιητικής φύσης. Η ποιητική φωνή που καλλιεργείται μέσα μας με μια κάποια μυστικότητα και υπερασπιζόμενη ποιότητα δεν μπορεί να συγχρωτισθεί στην αγορά με άλλες φωνές, που στερούνται μιας εγνωσμένης γνησιότητας.
- Το φεγγάρι εμφανίζεται συχνά ως σύμβολο. Είναι μόνο ένα ποιητικό τοπίο ή ενσωματώνει βαθύτερες σημασίες για εσάς;
Κατ’ αρχάς είναι ένα σύμβολο που ξυπνάει μέσα μας αμυχές ομορφιάς, κεντήματα του ύπνου, μνήμες επιστρωμένες με παραιτήσεις και άπιαστα όνειρα, στιγμές χαμένες μέσα στη διαρκή έλλειψη. Στο βιβλίο αυτό το φεγγάρι γίνεται η φαντασμαγορική καρδιά του τοπίου που σκιαγραφεί το διαρκές πέρασμα από το φως στο σκοτάδι, από την απογοήτευση στην ελπίδα. Το φεγγάρι κάνει πιο οικείο τον κόσμο μας, μετέχει στην ευφρόσυνη αποδοχή του, νοστιμίζει τις απολαύσεις μας. Λέω αυτό το τελευταίο επειδή θυμήθηκα τον στίχο του Γεσένιν «Τ’ άλογα τώρα το φεγγάρι μαζί με το νερό έχουν πιει».
- Πώς βλέπετε τη θέση της ποίησης στο σημερινό κόσμο;
Ο καθένας από τα δύο μέρη υπάρχει αφ’ εαυτού. Εν συνεχεία μέρος της ποίησης υπεισέρχεται στον κόσμο, διαποτίζοντάς τον ενεργά και μέρος του κόσμου πλησιάζει την ποίηση, δημιουργώντας μια περίεργη και παράξενη γειτνίαση. Τα δύο μέρη θα έλεγα απλώς ότι υπάρχουν παράλληλα και με αόριστη ροπή συνάντησης. Για την ποίηση ειδικότερα θα έλεγα πως έχει χρέος να υπάρχει.
- Υπάρχει κάποιο ποίημα μέσα στη συλλογή που θεωρείτε «καρδιά» των Μισοφεγγάρων;
Όχι, φαντάζομαι ότι όλα είναι αλληλένδετα και ότι το καθένα λέει με τον τρόπο του αυτό που θέλουν να πουν όλα μαζί.
- Η Γενιά του ’70 διαμορφώθηκε μέσα σε ένα μεταίχμιο: το τέλος της δικτατορίας και την έναρξη της Μεταπολίτευσης. Πώς επηρέασε αυτό το πολιτικοκοινωνικό τοπίο την ποιητική σας συνείδηση; Πιστεύετε πως η ποίηση αυτής της γενιάς είχε (ή όφειλε να έχει) πολιτικό πρόσημο;
Πιστεύω πως ο ποιητικός λόγος και όχι μόνον ο κοινωνικός, αλλά και ο ερωτικός και ο μεταφυσικός ακουμπούν και προβάλλουν πολιτικά πρόσημα. Η πρώτη μου συλλογή «Τα Μαστίγια» (1980) είχε αυτόν τον χαρακτήρα, δηλαδή της έντονης πολιτικής καταγγελίας. Στη συνέχεια και μέσα από τους δαιδάλους του υπερρεαλισμού οδηγήθηκα σε πιο αχνές ανιχνεύσεις και καταγραφές, για να καταλήξω γρήγορα στον καθαρό λυρισμό, επειδή πιστεύω πως η λυρική διάθεση είναι η καρδιά της ποίησης. Άργησα να εμφανιστώ στο προσκήνιο, επειδή ο αντικομφορμισμός και η επιθετική γλώσσα της γενιάς του ’70 δεν μου ταίριαζαν. Το ίδιο συνέβη και με την περίπτωση του Μιχάλη Γκανά. Κι εκείνος καθυστέρησε. Σε κάθε περίπτωση όμως μια δεδηλωμένη απαρέσκεια και μια βιοτική δυσκολία που εκφράζεται μέσα στην ποίηση πλαγιοκοπά πάντα την υφιστάμενη πολιτική και κοινωνική κατάσταση.
- Η ποίησή σας εκδίδεται από τις εκδόσεις Θράκα, ένα μικρό ποιητικό περιφερειακό εκδοτικό οίκο, που δίνει όμως βήμα σε τολμηρές, πειραματικές ή περιθωριακές φωνές. Πώς νιώθετε ότι η εκδοτική αυτή ‘στέγη’ επηρεάζει ή συνομιλεί με τον τρόπο που γράφετε; Υπάρχει κάτι στο εκδοτικό τους βλέμμα που σας δίνει ελπίδα για την ποίηση στη σημερινή εποχή;
Νομίζω ότι είναι πάντα σημαντικό το που εκδίδεται ένα βιβλίο, ειδικά ένα μικρό ποιητικό βιβλίο. Εμένα με μαγεύει η εντοπιότητα, είμαι ο άνθρωπος του τόπου μου και αφού η «Θράκα» μου ζήτησε να εκδώσει τον «Γραφέα του φυσικού έπους» για να «ντύσει» το Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης του 2021, την εμπιστεύθηκα και για τα «Μισοφέγγαρα». Με τις μικρές της δυνάμεις το προώθησε όπου μπορούσε, επιτυγχάνοντας μάλιστα και μια συμπληρωματική δεύτερη έκδοση. Τώρα το όποιο και αν υπάρχει ποιητικό βλέμμα ή όραμα στον εκδότη αυτό θα αφορά στους νέους ποιητές, επειδή εγώ ήδη είμαι ένας διαμορφωμένος ποιητής στη φόρμα, το ύφος, τη θεματική.
- Η σιωπή, το ανείπωτο και το εσωτερικό βλέμμα φαίνεται να διαπερνούν τη γραφή σας. Πώς αντιλαμβάνεστε τη σιωπή στην ποίηση; Είναι καταφυγή ή αντίσταση;
Θα έλεγα ότι είναι η αντίληψη της σωστής κατ’ εμέ ποίησης. Όσο λιγότερα λέμε για ένα θέμα τόσο το καλύτερο είναι, αρκεί να επιτυγχάνομε τον πρέποντα ρυθμό πυκνότητας και μουσικότητας. Ο καιρός των επών έχει περάσει και η εποχή μας προτρέπει να σιωπούμε με μια σιωπή όμως που δεν παύει να είναι ομιλία. Πρόκειται γι’ αυτήν τη «λόγω σιωπή» του διαφωτιστή Ευγένιου Γιαννούλη, που γίνεται ενεργό στοιχείο της υπερβατικής κατανόησης ενός κειμένου. Οι λέξεις του λόγου χρειάζονται για να πιάνουμε τις ιδέες, είπε ο Τσουάγκ Τσέου τον 4ο αιώνα μ.Χ. και όταν φτάνουμε στις ιδέες, τότε δεν μας χρειάζονται οι λέξεις. Η ποίηση πρέπει να ξέρει να σιωπά εκεί που πρέπει.
- Και πώς να χτίσεις ένα ποίημα / Δίχως τη λέξη φως» «Στην εποχή μας, μπορούμε ακόμα να μιλάμε για “φως” στην ποίηση ή έχει φθαρεί κι αυτό; Πώς το επαναδιεκδικείτε ή το επανεφευρίσκετε;
Η συχνή χρήση της λέξης φως είναι για μένα μια αναγκαιότητα για τον εννοιολογικό οπλισμό του ποιήματος. Μας παραπέμπει στη διαφάνεια και την αλήθεια. Δημιουργεί το φωτοστέφανο των πραγμάτων και το σταθερό σκαλί για να πατήσουμε και να απομακρυνθούμε από το σκοτάδι. Το φως υπάρχει συνεχώς, αρκεί να μη του γυρίζουμε την πλάτη και το σκεπάζουμε με τη σκιά μας.
- Η εικόνα του φεγγαριού ως “χρυσής πινέζας” που ματώνει τον ουρανό ενώνει το τρυφερό με το βίαιο. Για εσάς, είναι η τέχνη μια πληγή ή ένα κάρφωμα; Τι ουρανό προσπαθείτε να τρυπήσετε;
Ο κόσμος είναι γεμάτος πληγές, άρα υπάρχουν και στον ουρανό, αφού είναι μέρος του κόσμου. Οι πληγές εδώ παίρνουν τη χροιά της Πλατωνικής ιδέας, αφού δεν βλέπουμε έξω παρά αυτό που συμβαίνει μέσα μας ή και αντιστρόφως. Η επέκταση της μαγείας των χρωμάτων δημιουργεί συχνά και την πλησμονή των πληγών, «σαν πρόκες», λέει ο Αναγνωστάκης, «πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις», αρκεί να ξέρει με βεβαιότητα τι λέει ο ποιητής και να τον αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης. Τι θέλω να καρφώσω; Θα έλεγα την κακοτεχνία του ποιήματος και βέβαια εν ταυτώ πληγή και κάρφωμα είναι απόρροια του ενός από το άλλο.
- Μήπως είναι η τέχνη εκείνη που επιμένει να βλέπει την κόλαση, για να μη μας καταπιεί κρυφά;
Ποια τέχνη; Και ποια κόλαση; Το ένα βγαίνει μέσα από το άλλο και πολλές φορές αυτά τα αντίθετα και τα σύμμικτα είναι που μας προσδιορίζουν και μας προβάλλουν από την οθόνη της φαντασίας στην οθόνη της πραγματικότητας.
Κλαίει όσες φορές ο ποιητής
Γράφει τη λέξη φεγγάρι
Ασημόφεγγη σελήνη να προσέχεις
Θα κάψεις την καλύβα μας
Τα «Μισοφέγγαρα» του Ηλία Κεφάλα δεν επιδιώκουν τον θόρυβο, μιλούν χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά, όπως το φως όταν πέφτει πάνω στα χόρτα ή στα τζάμια ενός ερειπωμένου σπιτιού. Είναι ποιήματα που κρατούν μέσα τους την παύση, τη σιωπή, την απουσία ως τρόπο παρουσίας. Διαδρομές μικρές, ταπεινές ατραπούς που οδηγούν πότε σε μια μνήμη, πότε σε ένα χωράφι, πότε σ’ ένα βλέμμα γεμάτο σκιές. μια διαρκής συνομιλία με τον χρόνο, με τη φύση, με το φως που δεν είναι ποτέ ολόκληρο, αλλά αρκεί. Ευχαριστώ πολύ κύριε Κεφάλα και σας εύχομαι να είναι καλοτάξιδα τα «Μισοφέγγαρα»
Ὁ Ηλίας Κεφάλας γεννήθηκε το 1951 στο μικρό χωριό Μέλιγος, κοντά στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Σπούδασε Πολιτικὲς Επιστήμες στην Αθήνα και σήμερα ζει ξανὰ στον γενέθλιο τόπο του, παρακολουθώντας σωματικά και φωτογραφικά τη φύση και καλλιεργώντας ανελλιπώς την ποίηση. Γράφει επίσης δοκίμιο και πεζογραφία και μέχρι πρότινος ασκούσε λογοτεχνική και εικαστική κριτική. Σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά δημοσιεύθηκαν περισσότερα απὸ χίλια κείμενά του. Εξέδωσε συνολικά 44 βιβλία με ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, λογοτεχνία για παιδιά και ανθολογίες. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες σιγοψιθύρισαν ποιήματά του.

