Από τις εκδόσεις «Μανδραγόρας» εκδόθηκε, το 2023, η πρώτη ποιητική συλλογή της Όλγας Οικονομίδου, με τίτλο Θαμνολίβαδα. Περιέχει 48 ποιήματα ολιγόστιχα και 10 χαϊκού. Ο «αναγνώστης» τους διαπιστώνει ότι η γραφή της Οικονομίδου αναιρεί τον κανόνα που θέλει συχνά τους δημιουργούς, κατά την πρώτη τους εμφάνιση στον χώρο της τέχνης, να αναζητούν τον βηματισμό τους και να δοκιμάζουν τρόπους με τους οποίους θα εκφράσουν σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα και γενικότερα ό,τι σχετίζεται με το άμεσο ή ευρύτερο περιβάλλον τους.
Γιατί ο βηματισμός της είναι σταθερός, η γραφή της ώριμη, ζωντανή, άνετη, παραστατική, με απλό λεξιλόγιο, λυρικό τόνο, γλαφυρό ύφος, έντονες εικόνες, αξιοποίηση των σχημάτων λόγου και στοχαστική διάθεση. Η ευρεία χρήση του πρώτου ενικού ρηματικού προσώπου και ο εσωτερικός μονόλογος προσδίδουν στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής αυτοαναφορικό χαρακτήρα. Αυτό είναι εμφανές από το πρώτο κιόλας ποίημα με τίτλο «Βραδινός περίπατος», στην πρώτη στροφή του οποίου διαβάζουμε:
Λίγο πριν ξημερώσει/ βγαίνω στους δρόμους να περπατήσω/ με συνοδεία τα σαράντα τέσσερα χρόνια μου./ Κοντά στην άδεια πλατεία/ με προσπερνάνε απρόσμενα./ Μου σώθηκε η δύναμη/ να τα προλάβω στην ανηφόρα/ στρίβουν προς το στενό σοκάκι/ περνώντας/ από την οδό της εφηβείας.
Ο χρόνος, οι αλλαγές που επιφέρει με το πέρασμά του σε κάθε άνθρωπο εσωτερικά και εξωτερικά, η αναπόληση του παρελθόντος και κυρίως η επιστροφή στον κόσμο των παιδικών χρόνων, ο έρωτας, η πατρίδα και ο θάνατος αποτελούν θέματα πολλών ποιημάτων της συλλογής. Ο τελευταίος, όταν αφορά προσφιλή πρόσωπα του οικογενειακού ή φιλικού περιβάλλοντος, δημιουργεί έντονο το αίσθημα απουσίας και παγιώνει ένα κενό που τίποτε δεν μπορεί να το αναπληρώσει. Στα ποιήματα «Αγκάλιασμα» και «Μνημόσυνο», το ποιητικό υποκείμενο γυρίζει τη μνήμη του στη μάνα. Στο πρώτο, φαντάζεται πως τη βλέπει να έρχεται με το φως του φεγγαριού, ενώ στο δεύτερο, σε έναν πολύ συγκινητικό μονόλογο, αναφέρει:
Έριχνα στο νερό την αγάπη και τη συγγνώμη μου/ και πότιζα τον κήπο σου με δάκρυα./ Τα βράδια φανταζόμουνα τις ρίζες των φυτών/ να μεγαλώνουν πεισματικά για να σε φτάσουν,/ να πούνε όσα δεν πρόλαβα.
Απέναντι στον αμείλικτο χρόνο (γλύπτης των ανθρώπων παράφορος, κατά τον Ελύτη) παρηγοριά μπορεί να αποτελέσει η επικοινωνία, η διαπροσωπική σύνδεση και η συμπόρευση στη ζωή.
Κάποτε θα δεις τα χέρια σου γερασμένα./ Να είσαι ευτυχισμένος για τα ζαρώματά τους./ Μα πιο πολύ να είσαι ευτυχισμένος/ αν την ώρα της δικής σου δύσης/ δυο άλλα γερασμένα χέρια σε κρατάνε.
Σε πολλά ποιήματα τη συλλογής εκφράζει απόψεις για την ποίηση, την οποία χαρακτηρίζει ως «πορεία διαμαρτυρίας», καθόσον ο δημιουργός πρέπει να προσπαθήσει πολύ προκειμένου να τιθασεύσει και να συνταιριάξει κατάλληλα τις λέξεις ώστε να αποτελέσουν στίχους. Βλέπει, επίσης την ποίηση ως καταφύγιο και διέξοδο από την καθημερινότητα, ως μέσο ονειροπόλησης αλλά και θεραπείας από τα άλγη της ζωής. Το ποίημα «Λέξεις», που παρατίθεται στη συνέχεια, παραπέμπει ευθέως στους στίχους του ποιήματος του Κ.Π. Καβάφη «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.»: Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,/ που κάπως ξέρεις από φάρμακα· /νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω…
Λέξεις
Σε χαρτί λευκό και πρόχειρο/ συχνά δεκάδες λέξεις αραδιάζω./ Μικρές, μεγάλες,/ απλές ή λιγότερο συνήθεις./ Ωδή στο αναπάντεχο./ Νυν και αεί ονειρεύομαι/ και θεραπεύομαι.
Ο εσωτερικός μονόλογος αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, βασικό μοτίβο στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής και χρησιμοποιείται ως μέσο με το οποίο το ποιητικό υποκείμενο νοσταλγεί σκηνές των παιδικών του χρόνων.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα/ το κοριτσάκι ξυπνάει ανήσυχο./ Μέσα στο μισοσκόταδο/ ψάχνει τα περασμένα του χρόνια/ τους περασμένους ανθρώπους/ τις περασμένες μέρες που ξέχασε/ να χαμογελάσει στο φως (Αναζήτηση).
Ο μονόλογος χρησιμοποιείται, επίσης, ως μέσο διαφυγής από την ασφυκτική πραγματικότητα του παρόντος που έχει αφαιρέσει από τον άνθρωπο στοιχεία που δίνουν περιεχόμενο στη ζωή του. Τη διαπροσωπική επικοινωνία, τη συμπόρευση με τον άλλο άνθρωπο και το μοίρασμα ευχάριστων και δυσάρεστων καταστάσεων.
Η μνήμη μου ανακυκλώνεται/ ψάχνοντας χαραμάδα διαφυγής/ σωτήρια δίοδο/ σε χώρα Λωτοφάγων.
Από τη συλλογή δεν απουσιάζουν αναφορές στην κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Κύπρο μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Αναφορές βεβαίως που δεν αποτυπώνονται ως βιωμένες εμπειρίες, με δεδομένο ότι η ποιήτρια γεννήθηκε ένα χρόνο αργότερα, αλλά που εκφράζουν την απογοήτευση για την προσφυγιά και τη διαμελισμένη πατρίδα. Έτσι, το ποίημα «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα», ο τίτλος του οποίου είναι δανεισμένος από το ομώνυμο έργο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, αναφέρεται στην πόλη-σύμβολο, που έχει στοιχειώσει στη συλλογική συνείδηση. Τα τραγικά γεγονότα της εισβολής διαπερνούν πιο έντονα το ποίημα «Καρτερούμεν», ο τίτλος του οποίου είναι, επίσης, δανεισμένος από το ποίημα «Καρτερούμεν μέραν νύχταν» του άλλου σπουδαίου Ελληνοκύπριου ποιητή Δημήτρη Λιπέρτη.
Το καλοκαίρι εκείνο δεν ξέραμε./ Δεν μπορούσαμε ούτε/ να φανταστούμε πως/ τ’ ανοιχτά πουκάμισα/ τα ιδρωμένα μέτωπα/ τα ψάθινα καπέλα/ τα πιτσιρίκια με τα κοντά/ παντελονάκια/ τα ακρογιάλια στην Αμμόχωστο/ τα καράβια της Κερύνειας/ ο περήφανος Πενταδάχτυλος…/ Όλα μας αποχαιρετούσαν.
Στο σύνολό τους τα ποιήματα της συλλογής χαρακτηρίζονται από λιτότητα, συντομία και αμεσότητα. Ξαφνιάζουν ευχάριστα τον αναγνώστη, αποσπούν το ενδιαφέρον του και σηματοδοτούν ευοίωνη την πορεία της Όλγας Οικονομίδου στον χώρο της ποίησης.
