Λίγες συλλογές διηγημάτων έχουν, θαρρώ, ταυτιστεί τόσο αρμονικά με τον τίτλο τους -πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τίτλο κειμένου που εμπεριέχεται στο βιβλίο- όσο το Άρωμα Φουζέρ της Γιούλης Χρονοπούλου, το πρώτο της λογοτεχνικό πόνημα, από τις εκδόσεις Νήσος.
Εξαρχής δηλώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η γυναικεία υπόσταση μιας γραφής που ξετυλίγεται αριστοτεχνικά, συνταιριάζοντας με αξιοθαύμαστη μαεστρία τη σύνθεση περιεχομένου και μορφής. Στα 25 διηγήματα της συλλογής, η συγγραφέας αποτυπώνει, κεντώντας ψιλοβελονιά, λέξη τη λέξη, την εικόνα ενός κόσμου που πάλλεται σε όλο το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, στη νοσταλγία και στον πόνο, στην προσδοκία και στη διάψευση, στη χαρά και στη θλίψη, στην υπερβατικότητα και στο ρεαλισμό, στην εκπλήρωση και στην ανάταση, στο πείσμα για ζωή και στη συγκίνηση, στην περηφάνεια και στη συγχώρεση. Οι ιστορίες της πλάθονται από αυθεντικό υλικό ζωής, από εμπειρία, αφηγήσεις, μαρτυρίες, ακούσματα, αποδεικνύοντας με τον πιο ξεκάθαρο, θριαμβικά ξεκάθαρο τρόπο πως η γνήσια λογοτεχνία είναι μια πραγματικότητα μέσα στην ίδια την πραγματικότητα. Είναι το εσώτερο σύμπαν του συγγραφέα που θεάται τον εαυτό του πάνω στην οθόνη της ζωής και το σύμπαν της Γιούλης Χρονοπούλου μας καθηλώνει με την ομορφιά του, την αισθαντικότητα, τη βαθιά ενσυναίσθηση, την ανθρωπιά του, έτσι που να μας παραδίδει την ελπίδα πως ένας τέτοιος κόσμος υπάρχει ήδη γύρω μας, μέσα μας, κάπου εκεί δίπλα μας.
Η συγγραφική της οπτική είναι επαγωγική. Κάθε ιστορία είναι μοναδική, κάθε ήρωας έχει τη μοναδικότητα που του αξίζει, τίποτα δεν επαναλαμβάνεται ως μοτίβο και αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, μια μεγάλη αρετή συγγραφική της Γιούλης Χρονοπούλου. Ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό μας αποκαλύπτεται στο τέλος, ένα ψηφιδωτό που αποτυπώνει τη ζωή ανθρώπων σε κύκλους χρονικούς, βιωματικούς, ευδιάκριτα ξεχωριστούς ωστόσο, χωρίς να χρειάζεται δομή σφιχτή για να το συγκολλήσει. Είναι η ίδια η σύνθεση αυτή των διηγημάτων, ως ψηφίδων αυτοτελούς μορφής, που αναδεικνύει τη μικρή φόρμα γραφής υποδειγματικά μα κάθε άλλο παρά ακαδημαϊκά.
Η Γιούλη Χρονοπούλου με την πλούσια σε βάθος και εύρος θεωρητική της κατάρτιση στη γλώσσα, με το πολύτιμο απόσταγμα της εξαίρετης παιδαγωγού επιλέγει να παρουσιαστεί με τον πιο θησαυρισμένο λόγο αλλά όχι εξεζητημένο, πλούσιο αλλά όχι επιτηδευμένο, συγκινησιακό αλλά όχι εκβιαστικά συναισθηματικό.
Οι πρωταγωνιστές της κουβαλούν με αξιοπρέπεια, με περίσσεια ψυχής και πληρότητα αισθημάτων τη ζωή τους και την αποθέτουν μπροστά στο αναγνωστικό μας αναλόγιο. Δεν εκλιπαρούν για συμπάθεια, δεν απαιτούν τη συναισθηματική μας συμμετοχή, την κερδίζουν αβίαστα γιατί ακριβώς είναι αυτοί που είναι, άνθρωποι με τις αδυναμίες, τα πάθη, τους έρωτες, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες τους, τις απώλειες, την ακατάβλητη δύναμη της ψυχής τους.
«Ξεμένει στο αεροδρόμιο. Παρατηρεί τον κόσμο που περνά, τα ατελείωτα πλήθη που κινούνται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο πλανήτης ταξιδεύει. Παρατηρεί με ζήλια, με πόνο, με θαυμασμό, με απορία τους ταξιδιώτες που κρατούν τις βαλίτσες τους, μοναχικούς ανθρώπους και ολόκληρα γκρουπ, οικογένειες με παιδιά, ζευγάρια, εργαζόμενους σε εμφανώς επαγγελματικά ταξίδια. Τα μάτια της καρφώνονται στις αποσκευές τους. Αναπηδά σε κάθε φούξια βαλίτσα. Μήπως είναι η δική της; Όχι, η δική της δεν είναι πουθενά. Τις φούξια βαλίτσες τις κρατούν νεαρές κοπέλες ή κορίτσια» διαβάζουμε στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Η βαλίτσα».
Ένα ταξίδι πολλά υποσχόμενο για την ηρωίδα, αλλά και για μας, πρόκειται(;) να ξεκινήσει.
Οι γυναίκες, κάθε ηλικίας, τάξης, ιστορικής περιόδου έχουν την τιμητική τους στο βιβλίο αυτό. Το άρωμά τους διαπερνά τις σελίδες τους με τις λεπτές του νότες και αγγίζει τις αναγνωστικές μας αισθήσεις νοσταλγικά, απολαυστικά, αλησμόνητα.
«Η μητέρα της, ωραία γυναίκα, κοκέτα και αρχοντική, συνήθιζε να αρωματίζει με άρωμα φουζέρ εκείνη και την αδερφή της όταν ήταν μικρές. Το παλιό γαλλικό άρωμα που στην πραγματικότητα ήταν αντρικό η μητέρα της το ξεχώρισε και το αγαπούσε. Λάτρευε να το μυρίζει. Το σκόρπιζε στην ντουλάπα και τα συρτάρια τους, στα σεντόνια και τις πετσέτες, που ανάδιναν τόνους από λεβάντα, περγαμόντο και φασκόμηλο, δεντρολίβανο και μανταρίνι, σανδαλόξυλο και κουμαρίνι, που μύριζε σαν φρεσκοκομμένο χόρτο». («Άρωμα φουζέρ»)
Μα και οι άντρες δε λείπουν. Πρωταγωνιστούν ή ενυπάρχουν με τον δικό του τρόπο ο καθένας στις ιστορίες, αφήνουν το βαθούλωμά τους, το αποτύπωμά τους στις ζωές των γυναικών ή μας παρουσιάζονται μέσα από την περιπέτεια της προσωπικής τους ζωής. Είναι σύντροφοι τρυφεροί , συνοδοιπόροι, άπιστοι εραστές, βίαιοι, μορφές τυραννισμένες, είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά.
«Το περιμένεις το τέλος σου, σχεδόν το προσμένεις. Ασκείσαι στην αναχώρηση. Ασκείσαι για το πέρασμα, πιο δύσκολο από το πέρασμα των συνόρων, πιο ανηφορικό από τα βουνά, πιο επώδυνο από το ραβδί στο πρόσωπο, από το ανελέητο ξύλο με ρόπαλα σε όλο σου το σώμα, ασκείσαι για το πέρασμα ακατάπαυστα. Δεκέμβρης και χιόνι. Δεκέμβρης και χιόνι στην ψυχή σου». («Η απελευθέρωση»)
Καθηλωτική είναι επίσης η πρωταγωνιστική απόδοση των προσφύγων, παιδιών κυρίως, μαθητών, με τις αληθινές τους ιστορίες δοσμένες από την εκπαιδευτικό, τη δασκάλα, εκείνη που γνώρισε από πρώτο χέρι τα μικρά και μεγάλα δράματα της ζωής τους, τα τραύματα που επουλώθηκαν κι έγιναν φτερά για να τους σηκώσουν ψηλά.
Εμφανής, μα διακριτικά παρούσα, υποστηρικτική, ανθρώπινη πέρα για πέρα η μορφή του εκπαιδευτικού, ξεπροβάλλει στις ιστορίες αυτές – και πώς αλλιώς;- για να δηλώσει την αδιάκοπη πίστη στην αξία της ζωής, της βιωμένης με συμπόνια, επίγνωση, αποδοχή.
«Στη δευτέρα γυμνασίου πήγαινε ο Εντίπ. Την περασμένη άνοιξη είχε έρθει με την οικογένειά του στην Ελλάδα από την Τουρκία, οι γονείς και τέσσερα παιδιά από πέντε μέχρι 15 χρονών. Ήταν Κούρδοι. Τους είδα να φτάνουν στον ξενώνα, κατάκοποι, φοβισμένοι, ένα απόγευμα που έκανα μάθημα ελληνικών, εθελόντρια, στο ισόγειο. Τους είχαν παραχωρήσει ένα μεγάλο δωμάτιο παραδίπλα. Ο Εντίπ που ήταν ο μεγάλος γιος ξεχώριζε με το παράστημα, τα κόκκινα μαλλιά, τις φακίδες, το τρυφερό, αλλά πάντα θλιμμένο, βλέμμα». («Το κεντημένο μαντίλι»)
Με πόση τρυφερότητα, ενσυναίσθηση, λεπτότητα, αγγίζει η συγγραφέας τις ζωές των ανθρώπων αυτών, είναι στοιχείο εγγενές της προσωπικής της στάσης ζωής, που αποτυπώνεται και στη γραφή της.
Μα δεν σταματάν εδώ οι αρετές της συλλογής αυτής.
Μας εκπλήσσει με την ξεχωριστή παρουσία και παρουσίαση πρωταγωνιστών που δεν ανήκουν στον κόσμο των έμψυχων ηρώων. Αντικείμενα και κάθε λογής τυπικώς άψυχα πράγματα, αλλά τελικά φέροντα τη δική τους ψυχή, μεταμορφώνονται σε σύμβολα παίρνουν υπόσταση και ζωή μέσα από τις αφηγήσεις της Γιούλης Χρονοπούλου κι αυτό είναι μια θαυμάσια συγγραφική προσθήκη στο σύνολο των κειμένων.
«Η φυσαρμόνικα έγινε σύμβολο στο σπίτι μας. Ο πατέρας με κάθε ευκαιρία έπαιζε, αν και λάτρευε όλα τα όργανα και είχε την ευχέρεια να παίζει καθετί.
[……] Όταν βρέθηκα διορισμένος δάσκαλος σε ελληνικό σχολείο στη Γερμανία, σκέφτηκα να του κάνω ένα συμβολικό δώρο. Να του αγοράσω μια φυσαρμόνικα Hohner, που ήταν η μάρκα της ιστορικής πρώτης φυσαρμόνικας. Θες γιατί είχαν απαλυνθεί μέσα μου οι οξύτητες και είχε έρθει η εποχή της συγχώρεσης, θες γιατί ένιωθα και εγώ κάποια ενοχή για τα σκληρά μου αισθήματα, κάτι με ώθησε να το κάνω». («Η φυσαρμόνικα»)
Η συγγραφέας μάς αποκαλύπτει το αξιοθαύμαστο ταλέντο να ανατέμνει την ψυχολογία των ηρώων της, να την αποδίδει με την ευστοχία του ανθρώπου που παρατηρεί και συναισθάνεται τους συνανθρώπους του χωρίς ίχνος επίκρισης. Η αξία του ανθρώπου είναι η κυρίαρχη σφραγίδα στο έργο της. Είναι η αδιαπραγμάτευτη απάντηση της στο ερώτημα της κάθε Σφίγγας των ημερών μας, είτε αυτή είναι ο πόλεμος, η κακοποίηση, η προσφυγιά είτε η βάσανος της ζωής, η απώλεια.
Ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος πλήρης και ακέραιος ακόμη κι όταν οι συνθήκες τον κατακερματίζουν κι αυτό είναι το αποτύπωμα που αφήνει το βιβλίο της Γιούλης Χρονοπούλου. Η σοφόκλεια ισορροπία, που τόσο διεισδυτικά έχει κατακτήσει με τον επιστημονικό της λόγο, συνέχει και τον λογοτεχνικό. Έναν συγγραφικό λόγο κόσμημα για τη σύγχρονη πεζογραφία.
