You are currently viewing Μαρία Δριμή: Δαμιανός Αγραβαράς: «Ρίγκελ». Εκδ. Συρτάρι.  ISBN139786185763374

Μαρία Δριμή: Δαμιανός Αγραβαράς: «Ρίγκελ». Εκδ. Συρτάρι. ISBN139786185763374

Η νουβέλα «Ρίγκελ» είναι το δεύτερο βιβλίο του Δαμιανού Αγραβαρά, μετά τη συλλογή διηγημάτων «Πέτα μακριά, Πέπε» που κυκλοφόρησε το 2023, επίσης από τις εκδόσεις Συρτάρι και που είχε λάβει πολύ καλές κριτικές. Στο «Ρίγκελ» ο Αγραβαράς διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του, τις εικονογραφικές περιγραφές και την κινηματογραφικής ακρίβειας λεπτομέρεια. Αγαπάει κι εδώ τις εικόνες, όμως εμφανίζεται πιο ώριμος στο χτίσιμο των χαρακτήρων του.

Αν το «Ρίγκελ» γινόταν ταινία, θα ήταν ένα γοητευτικό road movie. Ήρωες του βιβλίου είναι η μοναχή Ερασμία και ο νεαρός Μίλτος, δύο πρόσωπα που θα είχαν μάλλον ελάχιστες πιθανότητες  συνάντησης στην πραγματική ζωή, όμως η πένα του Αγραβαρά τα ενώνει σε μια κοινή πορεία με προορισμούς φαινομενικά διαφορετικούς χρησιμοποιώντας με γοητευτικό τρόπο τις μεγάλες αντιθέσεις τους. Η Ερασμία, που πάσχει από ανίατη ασθένεια και έχει λίγη ζωή μπροστά της, κλέβει κάμποσα πολύτιμα εκκλησιαστικά αντικείμενα καθώς και το βαν της μονής και ξεκινά για ένα μεγάλο ταξίδι με προορισμό τη Ρώμη. Εκεί είχε κάποτε ονειρευτεί τη ζωή της δίπλα στον μεγάλο της έρωτα, όμως η οικογένειά της είχε άλλες βλέψεις για εκείνη, της είχε έναν έτοιμο γαμπρό που την περίμενε με το δαχτυλίδι των αρραβώνων στο χέρι. Η Ερασμία αντιστάθηκε, δραπέτευσε, όμως η μοίρα έμελλε να ακυρώσει τις επιθυμίες της, δεν επέτρεψε την ένωση των δύο αγαπημένων, εκείνη κατέληξε σε μοναστήρι και ο αγαπημένος της πέθανε με τον καημό της. Ο δεύτερος ήρωας της νουβέλας, ο Μίλτος, ξεσπιτωμένος, διωγμένος βίαια από τον πατέρα του εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του και έχοντας έναν πρόσφατο χωρισμό, ξεκινά για τα Γιάννενα, προκειμένου να συναντήσει τον πρώην του. Τελικά, η κοινή πορεία των δύο ηρώων έχει ως προορισμό το αντικείμενο του πόθου του καθενός.

Ο αναγνώστης παρακολουθεί τη διαδρομή του βαν με τις ενδιάμεσες στάσεις. Οδηγός αρχικά είναι η Ερασμία, που παίρνει από τον δρόμο με ωτοστόπ τον Μίλτο. Η αρχική τους αναγνωριστική επαφή είναι αμήχανη, κάτι αναμενόμενο αφού τα δύο πρόσωπα ανήκουν σε άλλες γενιές και ουσιαστικά σε διαφορετικούς κόσμους. Μέσα στην περιορισμένου χρόνου συμπόρευσή τους επιδρούν καταλυτικά ο ένας στον άλλο. Στην πρώτη τους επαφή, η Ερασμία ανακρίνει τον Μίλτο με κλειστές ερωτήσεις, σχεδόν του υποβάλλει τις απαντήσεις αναγκάζοντάς τον να επινοήσει  μια ιστορία ταιριαστή στα μέτρα της ηλικιωμένης μοναχής. Ο Μίλτος διατείνεται ότι πηγαίνει να συναντήσει μια κοπέλα και ότι η μελανιά στο μπράτσο του οφείλεται σε τυχαίο πέσιμο. Σιγά σιγά οι δύο συνταξιδιώτες αφήνονται σε μια όλο και πιο εξομολογητική συνύπαρξη που τους λυτρώνει από τα βάρη που κουβαλούν.

Η αφήγηση είναι στρωτή, η ιστορία προχωράει με φυσικότητα, ο αναγνώστης εξοικειώνεται με τους ήρωες, τους κατανοεί και επιθυμεί να τους δει να ανοίγονται με ειλικρίνεια ο ένας στον άλλο. Έτσι κι αλλιώς, το μόνο που έχουν είναι ο ένας τον άλλο. Η Ερασμία λέει στον Μίλτο: «Μη μου μιλάς στον πληθυντικό. Η ζωή είναι πολύ μικρή για τέτοιες τυπικότητες». Οι έκτακτες συνθήκες, το επείγον στη ζωή του καθενός, ο θάνατος που κοντοζυγώνει την Ερασμία και η αλήθεια που περιμένει τον Μίλτο, τους φέρνουν κοντά, δημιουργούν μια περίεργη σχέση αλληλοκατανόησης και φροντίδας μεταξύ των δύο αγνώστων, τους κάνει να παίρνουν δίπολα ρόλων, γιαγιά-εγγονός, οδηγός-συνοδηγός, παρελθόν-παρόν, ζωή-θάνατος. Στην αφήγηση παρεισφρέουν οι αναμνήσεις και των δύο, φωτίζοντας επαρκώς τις προσωπικότητές τους.

Η Ερασμία πόρρω απέχει από τον τύπο μοναχής που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ή φανταζόμαστε ότι θα δούμε στα γυναικεία μοναστήρια. Είναι μια γυναίκα αντισυμβατική, οπλισμένη με μια ριψοκίνδυνη αποφασιστικότητα παρότι, ή ίσως και επειδή, βρίσκεται κοντά στο τέλος της ζωής της. «Δεν θα μείνω εδώ να γίνω τροφή για τα σκουλήκια»,  λέει στην αρχή του βιβλίου, καθώς προετοιμάζεται να φύγει κρυφά από το μοναστήρι. Η σκηνή της φυγής, με την Ερασμία να φορτώνει το βαν με κλοπιμαία, να βάζει μπρος και να ανοίγει την πύλη της μονής με το τηλεκοντρόλ ακούγοντας Λοῒζο, μοιάζει να έχει βγει από μια καλοστημένη μαύρη κωμωδία των αδελφών Κοέν, ενώ η αντισυμβατικότητα της ίδιας της Ερασμίας συναγωνίζεται εκείνη της Μπενεντέτα του Πολ Βερχόφεν.

Ο χαρακτήρας του Μίλτου εμπεριέχει στοιχεία που είχαμε βρει διάσπαρτα και στον «Πέπε», δηλαδή το κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον που ξεριζώνει έναν νεαρό άνδρα, οδηγώντας τον σε μια φυγή προς το άγνωστο. Γιατί ο Μίλτος δεν ξέρει τι θα συναντήσει, ούτε στη διαδρομή ούτε στον προορισμό του. Στέκεται επιφυλακτικός, αρχικά διστάζει να αποκαλύψει στην Ερασμία τον λόγο της φυγής του. Η γνωριμία τους αρχικά χτίζεται πάνω σε στερεότυπα: εκείνον τον αναστέλλει το στερεότυπο της ευσεβούς μοναχής και δεν της μιλάει ανοιχτά, εκείνη πιθανολογεί ότι υπάρχει μια κοπέλα στη μέση. Καθώς προχωράει η συνύπαρξή τους, οι αλήθειες τους αποκαλύπτονται σε όλη τους την έκταση. Και στις δύο περιπτώσεις ο αναγνώστης εισπράττει τη ματαίωση των ονείρων τους, την εκ των έξω καταστολή των επιθυμιών και των δύο ηρώων και μάλιστα από τις ίδιες τους τις οικογένειες.

Ολόκληρη η νουβέλα διαπνέεται από ένα πολύ λεπτό, υποδόριο χιούμορ, κάτι σαν μειδίαμα στη θέα μιας ανείπωτης τραγωδίας. Ο Αγραβαράς φαίνεται να έχει αποβάλει τον όποιο βαθμό λυρισμού συναντήσαμε στο πρωτόλειό του. Στέκεται πιο σίγουρος απέναντι στους ήρωές του, κρατάει τα κλειδιά και τις απαντήσεις στο δράμα καθενός τους, όμως δεν σκοπεύει να τους τα αποδώσει παρά στο τέλος της διαδρομής. Ενδιάμεσα, με την ισχύ του δημιουργού, τον βλέπουμε να υπονομεύει παιγνιωδώς την ιστορία του βάζοντας π.χ. στο παρελθόν της Ερασμίας (πρώην Άννας) έναν περαστικό φορτηγατζή με το όνομα Μιλτιάδης, ο οποίος την είχε μεταφέρει με ωτοστόπ στο λιμάνι της Πάτρας, τότε που ακόμα διεκδικούσε το όνειρο της φυγής της στη Ρώμη. Αυτές οι λεπτές πινελιές, που χωρίς να παίζουν ρόλο στην κυρίως αφήγηση είναι σαν φιλοδώρημα στην αναγνωστική προσπάθεια, σαν ένα συνενοχικό κλείσιμο ματιού του συγγραφέα στον αφοσιωμένο αναγνώστη, είναι χαρακτηριστικό έμπειρων πεζογράφων, το οποίο ο Αγραβαράς έχει προσθέσει στη συγγραφική του σκευή, κατακτημένο από την προσωπική του αναγνωστική εμπειρία.

Τα θέματα που θίγονται στη νουβέλα «Ρίγκελ» είναι πολλαπλά: οι κοινωνικές συμβάσεις που καταστρέφουν ζωές, η ενδοοικογενειακή βία που τραυματίζει ανεπανόρθωτα, η μοναξιά ως επείγουσα κατάσταση που εκμηδενίζει διαφορές και δημιουργεί συμμαχίες. Γιατί η Ερασμία και ο Μίλτος δεν είναι τίποτα άλλο παρά σύμμαχοι στο όνειρο, καθένας τους στο δικό του ματαιωμένο όνειρο.

Ο τίτλος «Ρίγκελ» είναι απόλυτα ταιριαστός. Ρίγκελ είναι το όνομα του φωτεινότερου αστέρα στον αστερισμό του Ωρίωνα. Εκτός από την προφανή σύνδεση με την ιστορία του Μίλτου (ο φίλος του είχε ενδιαφέρον για την αστρονομία), ο αναγνώστης πιθανόν να δει έναν βαθύτερο υπαινιγμό, ένα αστέρι που ακολουθούν οι δύο ταξιδιώτες, προσπαθώντας να το φτάσουν, μάταια φυσικά, αφού τα αστέρια απέχουν χιλιάδες ζωές από τη δική μας μία και ταπεινή. Αρκεί όμως έστω και το φως τους για να αποκτήσει λάμψη ο κόσμος μας.

Το «Ρίγκελ» είναι ένα πολύ καλό προχώρημα στη συγγραφική πορεία του Δαμιανού Αγραβαρά. Επιβεβαιώνει τις αρετές που διαπιστώσαμε στον «Πέπε» του και μας δημιουργεί προσδοκίες για μια συναρπαστική συνέχεια.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.